Ο Πισοδερίτης δάσκαλος
Αναστάσιος Καραντζίδης δίδασκε τα παιδιά των Σαρακατσάνων γράμματα στις καλύβες
τους. Λάκκος Πισοδερίου, 1936 περίπου.
(Λεύκωμα Πισοδεριτών, αρχείο Σταύρου
Καραντζίδη)
|
Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Για τους κτηνοτρόφους η χειμερινή περίοδος άρχιζε του Αγίου Δημητρίου
και τελείωνε του Αγίου Γεωργίου. Μετά το Πάσχα οι Σαρακατσάνοι της Λάρισας
ξεκινούσαν με τα κοπάδια τους για τα ψηλά βουνά, όπου υπήρχαν απέραντα
βοσκοτόπια. Έρχονταν και στα βουνά της Φλώρινας, όπου
υπήρχε πλούσια βλάστηση
όλο το καλοκαίρι, και του Αγίου Δημητρίου επέστρεφαν πάλι στα χειμαδιά τους.
Αιώνες έκαμναν αυτήν την διαδρομή, περπατώντας, με πολλές στάσεις,
μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Μεταπολεμικά όμως, φόρτωναν τα κοπάδια
τους στο τρένο και έφταναν μέχρι την Φλώρινα, τον τελευταίο σιδηροδρομικό
σταθμό. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι Σαρακατσάνοι έρχονταν με το
τρένο. Τα πρόβατά τους ήταν στριμωγμένα σε εμπορικά βαγόνια, μαζί με τα σκυλιά
τους και τα μουλάρια. Όταν έφταναν στον σταθμό της Φλώρινας, άδειαζαν τα
βαγόνια και ο χώρος του σταθμού γέμιζε πρόβατα. Πολλά και αμέτρητα πρόβατα.
Ξεκινούσαν, και μπροστά πήγαινε ένας γεροδεμένος βουνίσιος άνδρας, με το μεγάλο
στριφτό μουστάκι του και τα κόκκινα μάγουλά του. Με σακάκι και παντελόνι από
σαγιάκι σε σκούρο χρώμα, και τα παπούτσια του γεμάτα πρόκες, κατάλληλα για το
βουνό. Στο χέρι κρατούσε μια γκλίτσα και το περπάτημά του ήταν λεβέντικο,
αγέρωχο. Πίσω του ήταν το κριάρι με ένα μεγάλο κουδούνι, με τον χαρακτηριστικό
ήχο, και το κοπάδι των προβάτων, με τα μικρότερα κουδούνια, που ακούγονταν σε
όλη την πόλη. Άνθρωποι και πρόβατα περπατούσαν ασταμάτητα. Δίπλα τους τα
σκυλιά, που έμοιαζαν σαν πρόβατα, που δεν ήταν άγρια, αλλά φοβισμένα από το
περιβάλλον της πόλης. Πιο πίσω άλλος
τσομπάνος και το κριάρι με δεύτερο κοπάδι προβάτων. Το τρίτο, το τέταρτο
και τόσα άλλα κοπάδια με τους τσομπάνους τους. Ατελείωτα πρόβατα, που περνούσαν
από τον παραποτάμιο δρόμο της πόλης και έφταναν στην πλατεία Ηρώων και τον Άγιο
Νικόλαο με προορισμό την Βίγλα. Ο Πρώτος τσομπάνος έφτανε στην πλατεία Ηρώων
ενώ στον Σταθμό υπήρχαν ακόμη πρόβατα που ακολουθούσαν τα άλλα και σχημάτιζαν
μια γραμμή, από την μια άκρη της πόλης μέχρι την άλλη. Τελευταία ήταν τα
μουλάρια φορτωμένα με τις οικοσκευές των οικογενειών, που τα κρατούσαν γέροι με
κάπες στους ώμους, γυναίκες με τις χαρακτηριστικές μαύρες ενδυμασίες τους, και
παιδιά. Όλοι μαζί ακολουθούσαν τα κοπάδια. Μερικά μουλάρια ήταν φορτωμένα με
τενεκέδες τυρί, που το πουλούσαν σε όποιον ενδιαφερόταν. Η πομπή των
Σαρακατσάνων ήταν μια παρέλαση προβάτων, σκυλιών, μουλαριών και ανθρώπων, που
την παρακολουθούσαν με μεγάλη ευχαρίστηση τα παιδιά της πόλης. Βέβαια οι δρόμοι
γέμιζαν κοπριές, και η έντονη μυρωδιά των αρνιών δεν έφευγε από την πόλη, αν
δεν φυσούσε το αεράκι.
Οι Σαρακατσάνοι περνούσαν την πόλη βιαστικά και όταν έβγαιναν από
αυτήν, έκαμναν αρκετές στάσεις στα λιβάδια για να βοσκήσουν τα πρόβατα. Και
όταν έφταναν στην Βίγλα, άλλοι τραβούσαν για τα βοσκοτόπια του βουνού
Μπελαβόντα (Κρυονέρι) και άλλοι για τα βοσκοτόπια της Σφήκας. Εκεί έστηναν τις
καλύβες τους, που ήταν κυκλικές, τοποθετούσαν τις οικοσκευές τους και η ζωή
τους στο βουνό δεν έμοιαζε και πολύ σκληρή, καθώς αυτοί είχαν συνηθίσει σε αυτό
τον τρόπο ζωής. Ήταν σκληραγωγημένοι άνθρωποι και εξοικειωμένοι με το βουνό.
Όλη την ημέρα οι άνδρες έβοσκαν τα πρόβατά τους, οι γυναίκες ασχολιόταν με το
νοικοκυριό και την ύφανση, ενώ τα παιδιά είχαν την ευκαιρία να συνεχίσουν το
σχολείο, καθώς κάποιος δάσκαλος από το Πισοδέρι, ανέβαινε το βουνό και πήγαινε
στις καλύβες τους, για να διδάξει τα παιδιά γράμματα. Οι γυναίκες έφτιαχναν τα
τυριά, που ήταν φέτα, μανούρι και μπάτζο. Επίσης πουλούσαν πρόβατα, προβιές και
μαλλί. Αυτά ήταν τα εισοδήματά τους, από την σκληρή ζωή που έκαμναν στα βουνά.
Του Αγίου Δημητρίου αποχαιρετούσαν τα βουνά της Φλώρινας και επέστρεφαν στα
χειμαδιά τους, στην Λάρισα.
Δημήτρης
Μεκάσης
Οταν έρχονταν καλά ήταν όταν όμως έφευγαν ήταν τα δύσκολα κουβαλούσαν και πουγκί μαζί τους,πειρασμός.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνα μικρό μέρος μιας μεγάλης αλήθειας, με πολυποίκιλλες πτυχές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩστόσο επαινετέα η αναφορά και το ενδιαφέρον σου Δημήτρη.
Να σαι καλά...
Συγχαρητήρια πολύ ωραίο κείμενο
ΑπάντησηΔιαγραφήΘυμάμαι μικρός στα μέσα της δεκαετίας του 50, όταν έρχονταν οι Σαρακατσάνοι στη Φλώρινα περνούσαν μερικοί από αυτούς από το μαγαζί του πατέρα μου και αγόραζαν σαμαρσκούτι για να φτιάξουν τις κάπες τους, τα παντελόνια τους κλπ. Το σαμαρσκούτι ήταν ένα χοντρό ύφασμα από γιδόμαλλο, αδιαπέραστο στο κρύο, που το αγόραζαν δίνοντας ως πληρωμή δικό τους γιδοβούτυρο, γνήσιο και μυρωδάτο. Τα βράζαμε στο σπίτι, πετούσαμε την κρούστα από πάνω και κρατούσαμε το βούτυρο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘυμίζω ότι η γραμμή που σχηματίζονταν από την πλατεία Ηρώων μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό ήταν διπλή, αφού ακολουθούσε και τις δύο όχθες του ποταμού. Αυτό δε συνέβαινε μόνο μια ημέρα αλλά πολλές συνεχόμενες. Κρατούσε περίπου μια εβδομάδα. Όσο για τα σκυλιά, δεν ξέρω αν ήταν φοβισμένα ή όχι, πάντως ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμα και εκείνο που με είχε εντυπωσιάσει ήταν το κολάρο με τα καρφιά στο λαιμό τους. Επίσης, σαν παιδί της πόλης, ζήλευα τα παιδιά των Σαρακατσάνων που καβαλούσαν τα μουλάρια και τα άλογα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα καρφιά στο περιλαίμιο ήταν για την άμυνα του λύκου.
ΔιαγραφήΟταν ο λύκος δάγκωνε στο λαιμό και όχι μόνο δεν έκανε ζημιά αλλά μάτωναν και τα ούλα του και πόναγε άρχιζε να κιοτεύει, κι εκεί αναθαρρούσε το τσομπανόσκυλο.
3-4 στα 10 κυρίως σερνικά γινόταν καλοί λυκομάχοι και κοιμόταν αλάργα από τη στάνη, δίπλα στο λύκο, γιατί μπορούσαν να τον πνίξουν, τα άλλα κοιμόταν όλα μαζί.
κοντά στα πρόβατα.
Γιο λυκομάχου κουταβάκι τον πλήρωναν καλά ή αποτελούσε ένα καλό δώρο, γιατί κατά περίεργο τερτίπι της φύσης γινόταν κι αυτό λυκομάχος.