Ο υπερταξικός ρόλος των ταξιτζήδων και η πολιτική τους «αγωγή»Σε ένα μικρό διήγημα του Θανάση Βαλτινού ο ταξιτζής συμπονεί τον πτωχό πελάτη με το άρρωστο παιδάκι, που τον έχει μεταφέρει με ξέφρενη κούρσα από την Τρίπολη στο Παίδων της Αθήνας, και αντί για εξακόσιες δραχμές κόμιστρο κόβει από μόνος του τις εκατό και ζητεί από τον ταλαίπωρο πατέρα πεντακόσιες: «Του λέω, Είσαι ευχαριστημένος να μου δώσεις πεντακόσιες δραχμές; Βγάζει ένα πεντακοσιάρικο, εκείνο είχε όλο κι όλο. Τι είναι, του λέω, τον είδα που δίσταζε. Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα; Ντρεπότανε. Και για ναύλα, να πάω εδώ στο Αιγάλεω, σ' έναν συγγενή μου; Του λέω, Δώσ' μου τέσσερα κατοστάρικα. Τι να του πω που ήταν με μισό παπούτσι.»