Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Από τα ζωνάρια στις ζώνες


Πριν φορέσουν ευρωπαϊκά ρούχα οι κάτοικοι της περιοχής μας, φορούσαν τοπικές ενδυμασίες. Κάθε χωριό είχε την δική του τοπική ενδυμασία, έτσι που στο παζάρι μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει μέσα στο πλήθος, από πιο χωριό ήταν ο καθένας. Αν και διέφεραν οι τοπικές ενδυμασίες είχαν πολλά κοινά. Ένα από αυτά  ήταν το ζωνάρι των ανδρών. Ζωνάρι φορούσαν μόνο οι άνδρες, ενώ οι γυναίκες έσφιγγαν την μέση τους με 

την ποδιά. Ζωνάρι φορούσαν και οι άνδρες στην Φλώρινα, που κυκλοφορούσαν με τα αντερί, που ήταν ένας χιτώνας, σαν ράσο. Αλλά και οι τούρκοι φορούσαν ζωνάρι και με αυτό έσφιγγαν τα παντελόνια σαλβάρια.
Το ζωνάρι χριστιανών και μουσουλμάνων, χωρικών και αστών ήταν μια μάλλινη λωρίδα, που την ύφαιναν οι γυναίκες στον αργαλειό. Είχε μήκος δυο μέτρα περίπου και πλάτος δέκα εκατοστά. Το χρώμα του λευκό, στο φυσικό του μαλλιού, ή το έβαφαν σε κόκκινο χρώμα.  Τόκα δεν είχε. Το ζωνάρι το τύλιγαν σφιχτά πολλές φορές γύρω από την μέση τους και τέλος την άκρη την στερέωναν μέσα σε αυτό. Το ζωνάρι κρατούσε σφιχτό το σώμα, έδινε ωραία εμφάνιση, αλλά και μέσα σε αυτό έβαζαν  το πουγκί με τα χρήματά τους. Αργότερα, το 1900 περίπου, εμφανίστηκαν οι κουτσαβάκηδες, αρκετοί στο Μοναστήρι και λίγοι στην Φλώρινα. Ήταν οι μάγκες της εποχής εκείνης, και πολλοί από αυτούς εγκληματικά στοιχεία.  Έπιναν στα καφενεία, κάπνιζαν και έπαιζαν χαρτιά. Έτσι περνούσαν ανέμελα την ζωή τους. Οι κουτσαβάκηδες καυγάδιζαν πολλές φορές στους δρόμους για να δείξουν την μαγκιά τους. Μάλιστα το δικό τους ζωνάρι, που ήταν και το έμβλημά τους ήταν πολύ μακρύ, και το άφηναν να σέρνεται πίσω τους. Αν κανείς από τους περαστικούς το πατούσε κατά λάθος, ο κουτσαβάκης αισθάνονταν ταπεινωμένος και έπρεπε να πάρει πίσω την περηφάνια του γρονθοκοπώντας, αυτόν που του πάτησε το ζωνάρι. Στους πολυσύχναστους δρόμους οι περαστικοί άνοιγαν δρόμο στον κουτσαβάκη, και αυτός αισθανόταν περήφανος, επειδή οι περαστικοί σεβόταν το ζωνάρι του,  που σέρνονταν πίσω του. Στο Μοναστήρι, οι κουτσαβάκηδες ήταν έλληνες, και το σωματείο τους ονομαζόταν «Τασάκ Εσνάφι»  τούρκικες λέξεις που σημαίνουν «η συντεχνία των αρχιδάτων», και ερμηνεύεται ως «το σωματείο των γενναίων ανδρών».  Οι κουτσαβάκηδες του Μοναστηρίου διαλύθηκαν με την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, και σχημάτισαν το ένοπλο τμήμα της πόλης, κατάλληλο για εκτελέσεις. Στην Φλώρινα οι κουτσαβάκηδες ήταν τούρκοι, και από αυτούς υπέφεραν αρκετά οι χριστιανοί γείτονές τους, μέχρι το 1912, που ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την πόλη και οι χριστιανοί έκαψαν τα σπίτια των δυο τούρκων κουτσαβάκηδων.  Η φράση «αμόλησε το ζωνάρι του γυρεύει φασαρία» έμεινε από τον καιρό των κουτσαβάκηδων με τα μακριά ζωνάρια.
Η ζώνη είναι δερμάτινη, με μεταλλική τόκα, κατάλληλη για παντελόνια. Εμφανίστηκε στην περιοχή μας το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μαζί με τα ευρωπαϊκά ρούχα, δηλαδή τα παντελόνια, τα σακάκια, τα πουκάμισα, τις γραβάτες και τα καπέλα ρεπούμπλικα. Τα φράγκικα ρούχα τα φόρεσαν πρώτοι οι κάτοικοι της πόλης. Αργότερα όμως όταν άρχισαν να επιστρέφουν οι μετανάστες, από την Αμερική, τα παντελόνια φορέθηκαν και από τους χωρικούς. Οι μετανάστες έφερναν μαζί τους αρκετά ρούχα από την Αμερική, αλλά και ζώνες, που τις χάριζαν σε συγγενείς και φίλους. Μετά το 1920, οι τοπικές ενδυμασίες των ανδρών στα χωριά, αλλά και τα αντερί στην πόλη δεν φοριόταν. Οι περισσότεροι φορούσαν  σακάκι και παντελόνι από λεπτό σαγιάκι, και η ζώνη ήταν απαραίτητη για να κρατάει το παντελόνι.  Τα αγόρια, όταν αυτά σταμάτησαν να φορούν την τοπική τους ενδυμασία ή τα αντερί, φορούσαν κοντά παντελόνια με τιράντες από το ίδιο ύφασμα γαζωμένες στο πίσω μέρος του παντελονιού.    Επικράτησαν οι τιράντες και οι δερμάτινες ζώνες για τον ανδρικό πληθυσμό, ενώ οι γυναίκες έσφιγγαν την μέση τους με την ποδιά τους. Στην δεκαετία του 1960 κυκλοφόρησαν και οι πλαστικές ζώνες, και προς το τέλος της ίδιας δεκαετίας οι ποικιλία των ζωνών ήταν μεγάλη. Φαρδιές, στενές, πλαστικές, δερμάτινες, χρωματιστές, ζώνες όλων των ειδών και μάλιστα με απλές ή χοντρές φανταχτερές τόκες. Τότε άλλαξαν το ντύσιμό τους και τα κορίτσια, αλλά και οι γυναίκες. Τότε φόρεσαν και αυτές παντελόνια, και οι γυναικείες ζώνες έκαναν την εμφάνισή τους για να κρατάνε τα παντελόνια, αλλά και για να ομορφαίνουν την εμφάνιση των κοριτσιών.
Προπολεμικά την δερμάτινη ζώνη οι περισσότεροι την ονόμαζαν «λουρί». Η λέξη λουρί  σημαίνει δερμάτινος ιμάντας. Από την λέξη αυτή σχηματίστηκαν αρκετές εκφράσεις, όπως «θα βγάλω το λουρί», που ήταν μια απειλητική έκφραση. Τότε τα άτακτα αγόρια έτρωγαν ξύλο από τον πατέρα τους, κάθε φορά που αυτά δεν υπάκουαν στις εντολές του. Ο πατέρας δίπλωνε το λουρί και χτυπούσε με αυτό στις πλάτες τους. Αλλά και τα αγόρια μεταξύ τους χτυπιόταν με τα λουριά, όταν αυτά μάλωναν. Υπήρχε και παιχνίδι που ονομαζόταν «το λουρί της μάνας». Έναν από τα αγόρια, η μάνα, κυνηγούσε τα υπόλοιπα, και όποιον χτυπούσε με το λουρί του,  αυτό το αγόρι έχανε και έβγαινε από το παιχνίδι. Ένα άλλο παιχνίδι, το παιχνίδι «λουρί και βασιλεία» παιζόταν με κότσια, όπως τα ζάρια,  και όποιο παιδί έριχνε το κότσι και αυτό δεν σταματούσε στην επιθυμητή πλευρά, τις έτρωγε με το λουρί στην πλάτη.
Τα υφαντά ζωνάρια χάθηκαν και τα βλέπει κανείς μόνο όταν χορεύουν στα πανηγύρια τα χορευτικά τμήματα των πολιτιστικών συλλόγων. Αντίθετα οι ζώνες επικράτησαν και θα υπάρχουν όσο υπάρχουν τα παντελόνια.  Οι ζώνες και τα ζωνάρια πέρασαν και στο πολιτικό μας λεξιλόγιο και είναι συνυφασμένα με την λιτότητα. Η φράση «σφίξτε τα ζωνάρια σας» σημαίνει άγρια λιτότητα.
Δημήτρης Μεκάσης

2 σχόλια: