Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Το κανναβούρι


Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Ο κάμπος της Φλώρινας ήταν κάποτε ο σιτοβολώνας όλης της περιοχής. Όλα τα χωράφια ήταν σπαρμένα με διάφορα σιτηρά, απαραίτητα για την διατροφή των κατοίκων της. Εκτός από τα σιτηρά φύτευαν και μερικά χωράφια με κανναβούρι. Ήταν μια ποικιλία του φυτού κάνναβης, που δεν
σχετιζόταν με τα ναρκωτικά. Ήταν η κλωστική κάνναβης. Οι σπόροι αυτού του φυτού είχαν ελάχιστη ναρκωτική ουσία, και την χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο. Ο βλαστός όμως του φυτού πρόσφερε τις ίνες του, με τις οποίες έφτιαχναν κυρίως σχοινιά.  Οι αγρότες μάζευαν τους σπόρους, τους οποίους πουλούσαν  στα καταστήματα σιτηρών και σε μερικά μπακάλικα. Οι σπόροι ήταν φάρμακο, που μετά τον βρασμό τους  ή στουμπισμένους και ανακατεμένους με λίγο γάλα, γινόταν ένα ζουμί, που το έδιναν στα μωρά, όταν αυτά υπέφεραν από κολικούς. Τα μωρά ηρεμούσαν και κοιμόταν, καθώς οι πόνοι υποχωρούσαν.
Σπόρους κανναβουριού έδιναν και στα ωδικά πτηνά, που είχαν στα σπίτια τους και  στα κουρεία. Επίσης οι σπόροι αυτοί γίνονταν νηστίσιμη σούπα, από του Πισοδερίτες και τους Μοναστηριώτες της Φλώρινας. Την Καθαρά Δευτέρα έβραζαν τους σπόρους του κανναβουριού, τους στούμπιζαν σε πέτρινο γουδί, τους στράγγιζαν στην σήτα και το ζουμί αυτό ήταν το «γάλα του κανναβουριού». Μετά έπλεναν το σιτάρι και το έβαζαν σε καθαρό τσουβάλι. Το τοποθετούσαν σε μια μεγάλη πλακωτή πέτρα και το κοπανούσαν με τον κόπανο, για να βγει η φλούδα του. Το καθαρό σιτάρι και το γάλα κανναβουριού τα έβραζαν και γινόταν μια νηστίσιμη σούπα, την οποία έτρωγαν κρύα με λίγο ψιλοκομμένο καρύδι.
Και όταν οι αγρότες τελείωναν με την συγκομιδή των σπόρων, ξερίζωναν τα φυτά και αφαιρούσαν τα φύλλα. Τους βλαστούς τούς πουλούσαν στα εργαστήρια σχοινιών. Τότε υπήρχε το επάγγελμα του σχοινά ή του φορτομάρη, όπως το ονόμαζαν. Τα εργαστήρια των φορτομάρηδων υπήρχαν στο Μοναστήρι, και  οι αγρότες σε αυτούς πουλούσαν τις κανναβουριές.  Στη Φλώρινα δεν υπήρχαν εργαστήρια σχοινιών. Τα σχοινιά τα έφερναν από το Μοναστήρι και την Θεσσαλονίκη, και πουλιόνταν στα μπακάλικα. Αλλά και οι χωρικοί έφτιαχναν σχοινιά για τις δικές τους ανάγκες, καθώς και σακιά, ταγάρια και πατάκια από ίνες κάνναβης.  Το επώνυμο Φορτομάρης στα μέρη μας σημαίνει σχοινάς. Και υπάρχει αυτό  το επώνυμο, επειδή πολλοί στα χωριά έφτιαχναν σχοινιά, καλής ποιότητας, αλλά μόνο για τις ανάγκες του χωριού.
Στα εργαστήρια σχοινιών η δουλειά ήταν πιο επαγγελματική. Οι φορτομάρηδες αγόραζαν τους βλαστούς των κανναβουριών και τις τοποθετούσαν σε καζάνια με νερό. Μετά τους κοπανούσαν και έβγαιναν οι ίνες του φυτού. Τις κλωστές αυτές μετά από κατάλληλη επεξεργασία τις έκαμναν σχοινιά. Έκαμναν τις τριχιές, που τις ονόμαζαν «φορτόμα». Έκαμναν λεπτό σπάγκο που ονομαζόταν «κάναπ», και χοντρό σπάγκο που ονομαζόταν «σιτζίμ».  Σχοινιά για όλες τις χρήσεις, που έκαμναν την περιοχή μας αυτάρκη και σε αυτόν τον τομέα.
Την κλωστική  κάνναβη της περιοχής μας την καλλιεργούσαν νόμιμα, επειδή δεν περιείχε σε μεγάλο βαθμό ναρκωτικές ουσίες.  Αν και ανήκει στην ίδια οικογένεια με την ινδική κάνναβη, διαφέρουν ως προς την ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας που περιέχουν. Η ινδική κάνναβης, από την οποία φτιάχνουν το χασίσι και την μαριχουάνα, δεν ήταν γνωστή στα μέρη μας. Το χασίσι ήταν άγνωστο στον χριστιανικό πληθυσμό της Φλώρινας, στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Δεν γνωρίζουμε τις συνήθειες των τούρκων την περιοχής μας, καθώς η χριστιανική και η μουσουλμανική κοινότητα ζούσαν χωριστά, χωρίς να γνωρίζει η μια την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα της άλλης.
 Συζήτησα με πολλούς ηλικιωμένους, πριν από πολλά χρόνια, σχετικά με το χασίσι στη Φλώρινα. Όλοι ήταν απολύτως βέβαιοι ότι οι χριστιανοί δεν το γνώριζαν. Σχετικά με τους τούρκους, μου είχαν πει ότι υπήρχε ένα καφενείο, που ονομαζόταν «Τεκές» και βρισκόταν στην γωνία των οδών Π. Μελά και Σαρανταπόρου, όπου σήμερα το φαρμακείο Τσούκα. Στον Τεκέ υπήρχαν ναργιλέδες και μαστουρωμένοι τούρκοι. Η είσοδος στους χριστιανούς δεν επιτρεπόταν. Αυτά θυμόνταν οι παλιοί Φλωρινιώτες. Ήταν  κάποιες αμυδρές εικόνες από τα παιδικά τους χρόνια. Οι ίδιοι παλιοί Φλωρινιώτες ισχυρίζονταν ότι την ύπαρξη και όλα τα σχετικά με το χασίσι, τα έμαθαν από του πρόσφυγες που ήρθαν από την Μικρά Ασία, μετά την καταστροφή του 1922.  Εννοούσαν όλους αυτούς που ήρθαν από τα καταγώγια της Σμύρνης, τους ρεμπέτες, και όχι τους οικογενειάρχες Μικρασιάτες πρόσφυγες που ήρθαν στη Φλώρινα. Οι Μικρασιάτες της Φλώρινας χρησιμοποιούσαν τους σπόρους κάνναβης, ως μπαχαρικό σε ορισμένα φαγητά. 
Πράγματι οι ντόπιοι Φλωρινιώτες από την πόλη και τα χωριά δεν γνώριζαν το χασίσι, ούτε έκαμναν χρήση αυτού. Δεν υπήρχαν χρήστες στη Φλώρια προπολεμικά, εκτός από δυο νέους, που έμαθαν το χασίσι στην Θεσσαλονίκη. Και οι δυο κατάγονταν από πλούσιες οικογένειες και οι γονείς τους ήταν ευυπόληπτοι πολίτες.   Το χασίσι δεν διαδόθηκε, επειδή η Χωροφυλακή είχε πάρει σκληρά μέτρα και εμπόδισαν την διάδοσή του, ακόμη και όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι ρεμπέτες στην πόλη μας, το 1938.
Μετά την γερμανική Κατοχή, άρχισε να συγκροτείται ο στρατός. Οι στρατιώτες που ήρθαν στην Φλώρινα ήταν από την νότια Ελλάδα. Μερικοί από αυτούς ήταν χασικλήδες. Το χασίσι άρχισε να διαδίδεται στους στρατιώτες. Όμως η ΕΣΑ και Χωροφυλακή πήραν μέτρα και περιορίστηκε η χρήση του. Οι χασικλήδες στρατιώτες έκαναν στέκι ένα ταβερνάκι, και εκεί μέσα κάπνιζαν χασίσι. Το χασίσι το έφερναν από την Θεσσαλονίκη. Το 1947 όμως, σε μια συντονισμένη επιχείρηση της Χωροφυλακής συνελήφθησαν όλοι οι χρήστες μέσα στο ταβερνάκι, την ώρα που κάπνιζαν χασίς. Στο Δικαστήριο ο ταβερνιάρης με μάγκικη προφορά δικαιολογήθηκε και είπε: «Μου έδωσαν ένα στριφτό τσιγάρο και μου είπαν ότι είναι βαρύ τσιγάρο. Δεν ήξερα ότι είναι χασίσι». Ο ταβερνιάρης και οι χρήστες εκτοπίστηκαν για αρκετούς μήνες. Αυτή ήταν η ποινή τους.
Το 1957, απαγορεύτηκε η καλλιέργεια κλωστικής κάνναβης στη Φλώρινα. Οι αγροφύλακες έλεγχαν τον κάμπο και οι δασοφύλακες τα βουνά. Η απαγόρευση αυτή έγινε για να αποφύγουν την καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης μέσα στις φυτείες της κλωστικής κάνναβης.  
Πέρασαν πολλά χρόνια ηρεμίας στη Φλώρινα, αλλά μετά το 1974, όλα άρχισαν να αλλάζουν. Την ελευθερία τους δεν την απολάμβαναν μόνο οι νοικοκύρηδες, αλλά και οι παράνομοι. Στην αρχή κυκλοφόρησαν τα ναρκωτικά χάπια, μετά το χασίσι και τέλος η ηρωίνη. Αλίμονο στους νέους και στις οικογένειες τους, σε όσους εθίστηκαν στις ναρκωτικές ουσίες.  Η αθώα εποχή, που οι αγρότες φύτευαν κανναβουριές για να φτιάξουν σχοινιά και βότανα, είχε περάσει.
 Δημήτρης Μεκάσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου