Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Για τα έθιμα του γάμου έχουν γραφτεί πολλά άρθρα, όπου με λεπτομέρειες καταγράφτηκαν όλες οι συνήθειες του τόπου μας. Όμως υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ αστικών και αγροτικών οικογενειών, όσον αφορά τον γάμο και την συνέχεια την συζυγικής και οικογενειακής ζωής. Ο ρόλος της γυναίκας ήταν τελείως διαφορετικός στην αγροτική και
την αστική κοινωνία, παρόλο που ζούσαν στην ίδια περιοχή.
Στα σλαβόφωνα χωριά συνήθιζαν να είναι ο γαμπρός μικρότερος από την νύφη και μάλιστα σε μικρές ηλικίες και οι δυο τους. Για παράδειγμα πάντρευαν ένα αγόρι σε ηλικία 14 χρονών και η νύφη ήταν 18 χρονών. Η νύφη ήταν πάντα μεγαλύτερη σε ηλικία από τον γαμπρό.
Τότε στα χωριά δεν υπήρχαν νυφικά και κουστούμια. Είχαν όμως τις ενδυμασίες του γάμου, που ήταν παρόμοιες με τις τοπικές ενδυμασίες του χωριού, αλλά ήταν πιο στολισμένες και φανταχτερές. Η νύφη έδινε προίκα, που ήταν μάλλινα ρούχα και σκεπάσματα, οικιακά σκεύη και οικόσιτα ζώα. Σε μερικά χωριά η οικογένεια του γαμπρού αγόραζε την νύφη, δίνοντας χρήματα και άλλα αγαθά.
Οι χωρικοί δεν έκαμναν συμπεθεριά με τον οποιονδήποτε. Στον κάμπο υπήρχαν ομάδες χωριών. Κάθε ομάδα έδινε γαμπρούς και νύφες, μέσα στην ομάδα των χωριών, μετά από συνεννόηση των γονέων. Το ίδιο συνέβαινε και στα ορεινά και ημιορεινά χωριά. Αλλά και τα βλαχοχώρια της Φλώρινας και του Μοναστηρίου, αποτελούσαν μια κλειστή ομάδα. Βέβαια βασικό στοιχείο στον γάμο ήταν το θρήσκευμα. Οι γάμοι γίνονταν αποκλειστικά μεταξύ των χριστιανών. Το ίδιο ίσχυε και για τους μουσουλμάνους.
Ο γάμος ήταν πολύ σπουδαίο γεγονός, όχι μόνο γι αυτούς που πάντρευαν τα παιδιά τους, αλλά για όλο το χωριό. Κρατούσαν τα γλέντια πολλές ημέρες πριν και μετά τον γάμο. Φαγητό, κυρίως κρέας, και άφθονο κρασί και τσίπουρο, υπό την συνοδεία γκάιντας, ζουρνάδων και νταουλιών, πριν την εμφάνιση των χάλκινων μουσικών οργάνων. Το γλέντι ξεκινούσε από το σπίτι για να καταλήξει στην πλατεία του χωριού, όπου χόρευαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού και οι καλεσμένοι, από τα γειτονικά χωριά. Την πρώτη νύχτα οι στενοί συγγενείς γλεντούσαν στο σπίτι και οι νεόνυμφοι έπρεπε να αποδείξουν ότι η νύφη ήταν παρθένα δείχνοντας το ματωμένο σεντόνι.
Τότε οι οικογένειες στα καμπίσια χωριά ήταν πατριαρχικές. Πολλές συγγενικές οικογένειες ζούσαν μαζί και σχημάτιζαν την «ζαντρούγα». Μετά τον γάμο και τα γλέντια, η ζωή της νύφης ήταν πολύ δύσκολη, καθώς έπρεπε να δουλέψει σκληρά, και στις αγροτικές δουλειές και στην ύφανση στον αργαλειό και στο νοικοκυριό. Η ζωή της άλλαζε, όταν γερνούσε και γινόταν η αρχηγός των γυναικών του σπιτιού, της ζαντρούγας. Τότε μόνο μπορούσε να απολαύσει την ζωή της, καθώς αυτή πρόσταζε τις νύφες της να κάνουν τις καθημερινές δουλειές στο σπίτι και στους αγρούς. Οι νύφες, οι νέες γυναίκες στα χωριά ήταν δούλες για όλες τις δουλειές, και αν κάτι δεν πήγαινε καλά, οι άνδρες τους φέρονταν πολύ σκληρά, καθώς οι νύφες δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Αυτή η κατάσταση επικρατούσε στα χωριά, τότε που η φεουδαρχία ήθελε τον αγρότη κολίγο, αγράμματο και αμόρφωτο. Το σύστημα αυτό επέβαλε τους δικούς του κανόνες με θύματα τους αγρότες και κυρίως τις γυναίκες των αγροτών, που ήταν μόνο για δουλειά και να κάνουν παιδιά.
Στα βλάχικα χωριά ο άντρας ήταν πάντα μεγαλύτερος από την γυναίκα. Ο γαμπρός ήταν πάνω από 20 χρονών. Οι γυναίκες στα βλαχοχώρια ασχολιόνταν με τα οικιακά και έμεναν στα χωριά τους. Οι άνδρες είχαν μαγαζιά στα γειτονικά χωριά και πόλεις και διατηρούσαν μπακάλικα, χάνια (πανδοχεία) και αμπατζήδικα (καταστήματα μαλλίνων). Συνήθως την Κυριακή πήγαιναν στις οικογένειες τους στα χωριά και στις μεγάλες γιορτές.
Υπήρχαν και τα αρβανιτοχώρια, που ιδρύθηκαν το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Οι κάτοικοί τους είχαν έρθει από την Ήπειρο, και ασχολιόνταν λίγο με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι άνδρες ήταν κυρίως οικοδόμοι που έχτιζαν σπίτια στις βαλκανικές χώρες. Έφευγαν από τα χωριά τους μετά του Αγίου Γεωργίου και επέστρεφαν του Αγίου Δημητρίου. Οι γυναίκες περίμεναν να έρθει ο χειμώνας για να σμίξουν οι οικογένειες.
Στην πόλη της Φλώρινας τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι γυναίκες της πόλης ήταν μόνο νοικοκυρές. Και ήταν προκομμένες νοικοκυρές, επειδή ασχολιόνταν μόνο με τις δουλειές του σπιτιού. Σχετικά με τον γάμο, οι γονείς κανόνιζαν, αφήνοντας λίγες επιλογές στα παιδιά τους. Οι γαμπροί ήταν 20 έως 30 χρονών και οι νύφες κάτω από 20 χρονών. Οι προξενήτρες κανόνιζαν να συναντηθούν οι οικογένειες σε ένα γεύμα, όπου οι νέοι και οι νέες είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν. Και ενώ οι γονείς έτρωγαν και έπιναν τους επέτρεπαν να πάνε στο διπλανό δωμάτιο για να συζητήσουν και να γνωριστούν καλύτερα.
Η Μεσαία Τάξη της Φλώρινας, που ήταν έμποροι, τεχνίτες και ξενοδόχοι είχαν καλές σχέσεις με τους κατοίκους του Μοναστηρίου, από όπου δέχονταν όλες τις φιλελεύθερες επιρροές. Βέβαια ήταν πολύ αυστηροί με τα παιδιά τους, καθώς η χριστιανική ηθική τους επηρέαζε βαθύτατα. Προγαμιαίες σχέσεις δεν υπήρχαν. Ακολουθούσαν πιστά τους χριστιανικούς κανόνες μέχρι την ημέρα του γάμου. Τότε ο γαμπρός φορούσε αντερί και η νύφη σκούρο μακρύ φόρεμα με λευκό τούλι στο κεφάλι. Αργότερα οι γαμπροί φόρεσαν κουστούμια και γραβάτες και οι νύφες λευκό νυφικό. Οι γάμοι γίνονταν στα σπίτια, του γαμπρού ή της νύφης, επειδή χριστιανικός ναός δεν υπήρχε στη Φλώρινα. Αλλά και όταν απέκτησαν τον ναό του Αγίου Γεωργίου, οι Φλωρινιώτες συνέχισαν να παντρεύουν τα παιδιά τους στα σπίτια τους. Η νύφη έδινε προίκα, που γραφόταν στο προικοσύμφωνο, από τον παπά της ενορίας και το υπέγραφαν οι μάρτυρες.
Τα γλέντια πριν τον γάμο γίνονταν στα σπίτια, με μικρές ορχήστρες με μουσικά όργανα όπως το λαούτο, το βιολί και το μαντολίνο. Τραγουδούσαν παλιά αστικά τραγούδια και χόρευαν ευρωπαϊκούς χορούς. Στο τραπέζι των στενών συγγενών, η νύφη έπρεπε να τραγουδήσει ένα τραγούδι, χωρίς την συνοδεία οργάνων. Υπήρχαν πολλά τέτοια τραγούδια. Ένα από αυτά που σώθηκε είναι το παρακάτω:
Όταν σε πρωτοαντίκρισα
Και όταν σε πρωτοείδα
Μες την ψυχή μου ένοιωσα
Κάποια χρυσή ελπίδα
Πως μια ημέρα αγάπη μου
Θα βρίσκομαι σιμά σου
Να παίρνω τα φιλάκια σου
Να ζω στην αγκαλιά σου.
Σαν όνειρο μαγευτικό
Που μια στιγμή γεννιέται
Με κάποιον πόνο μυστικό
Ποτέ δεν λησμονιέται.
Μες την φτωχή σου την καρδιά
Αιώνια θε να με έχεις
Να σου κρατάω ζεστή φωλιά
Και εσύ εμένα να με έχεις.
Οι παλιοί Φλωρινιώτες ήταν πολύ επηρεασμένοι από την ευρωπαϊκή μουσική, και μάλιστα είχε καθιερωθεί να παίζουν με τα βιολιά «Τα κύματα του Δουνάβεως», όταν συνόδευαν την νύφη και τον γαμπρό, μετά το μυστήριο του γάμου.
Υπήρχαν μερικές παρέες που έπαιζαν στους γάμους, όπως η παρέα του Χρήστου του Ψαρά. Όμως οι περισσότεροι για τους γάμους των παιδιών τους έφερναν την ορχήστρα της οικογένειας Σλάμαρη, από το Μοναστήρι. Ήταν οικογένεια μουσικών, και επαγγελματίες, που πήγαιναν σε όλους τους γάμους με αμοιβή.
Και σαν περάσανε τα χρόνια, μετά την απελευθέρωση του 1912, πολλοί πρόσφυγες από το Μοναστήρι κατοίκησαν στη Φλώρινα. Αργότερα και πρόσφυγες από την Βόρειο Ήπειρο, και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή πολλοί πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, τον Πόντο την Ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Στην αρχή υπήρχαν διαφορές μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων. Δεν παντρεύονταν μεταξύ τους, παρόλο που όλοι ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί. Με το πέρασμα του χρόνου μονιάσανε και συμπεθεριάσανε. Οι φιλελεύθερες ιδέες, το σχολείο και η ανάπτυξη της τεχνολογίας συνέβαλαν, ώστε η νοοτροπία που διαμορφώθηκε από το φεουδαλικό σύστημα να υποχωρήσει και να δημιουργηθεί μια καινούργια κοινωνία.
Σήμερα γίνονται όλα τα έθιμα του γάμου, αν το θέλουν ο γαμπρός και η νύφη. Όμως για άλλους ο γάμος είναι μυστήριο και παντρεύονται στην εκκλησία. Άλλοι στο Δημαρχείο κάνουν πολιτικό γάμο. Κοινό όμως όλων είναι το γλέντι στα ευρύχωρα κέντρα, όπου όλοι οι καλεσμένοι δίνουν χρήματα για τους νεόνυμφους. Έτσι συγκεντρώνεται ένα καλό χρηματικό ποσό για το ξεκίνημα του ζευγαριού.
Η θέση της γυναίκας στην οικογένεια είναι τελείως διαφορετική από αυτήν του πρόσφατου παρελθόντος. Το δυσάρεστο στις μέρες μας είναι ότι πολλοί γάμοι σύντομα καταλήγουν σε διαζύγια, ενώ παλιά ο γάμος ήταν η ένωση ενός νέου και μιας νέας για όλη τους την ζωή.
Δημήτρης Μεκάσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου