(Ομιλία της Όλγας Μούσιου - Μυλωνά στην Εκδήλωση του Συλλόγου «Λυγκηστές» για την Γιορτή της Μητέρας)
Με ιδιαίτερη χαρά βρίσκομαι σήμερα ανάμεσά σας αποδεχόμενη την τιμητική πρόσκληση του φίλου και συναδέλφου μου. Κ. Γιάννη Κωνσταντίνου, Προέδρου του Συλλόγου των «Λυγκηστών» Φλώρινας, προκειμένου να τιμήσουμε μαζί τη σπουδαία γιορτή της Μητέρας.
Η σημερινή γιορτή για τη Μάνα είναι μια εξαιρετικά εμπνευσμένη παγκόσμια πρωτοβουλία με σκοπό την απόδοση ευγνωμοσύνης σε ένα πρόσωπο που κινείται στη σφαίρα της καθημερινότητας και δίνει έναν διαρκή αγώνα, σκληρό και αφανή, αλλά τόσο σημαντικό για τη σύγχρονη κοινωνία και σημειολογικά αποτυπώνει το συλλογικό σεβασμό της ανθρωπότητας απέναντι στο ιερό πρόσωπο της Μητέρας, το πανανθρώπινο σύμβολο της ζωής και της ανιδιοτελούς αγάπης, της αυτοθυσίας και της υπέρβασης, αλλά και τον στυλοβάτη της κοινωνίας.
Βέβαια, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση η μητέρα γιορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου, τη μέρα της Υπαπαντής του Κυρίου, κατά την οποία ο θεοσεβής ελληνικός λαός επέλεξε δίπλα στη Μεγάλη Μητέρα, την Πλατυτέρα των Ουρανών, που συνήργησε στην Ενσάρκωση του Θεανθρώπου, να γιορτάζει όλες τις μητέρες εξιδανικεύοντας το ρόλο και τη συνεισφορά τους στην κοινωνία. Έτσι, λοιπόν, μολονότι δυτικόφερτη, η σημερινή γιορτή της 2ης Κυριακής του Μάη καθιερώθηκε στη χώρα μας ο Ελληνισμός την επένδυσε με θρησκευτική ευλάβεια και σεβασμό αναγνωρίζοντας τον σπουδαίο προορισμό της μητέρας. Άλλωστε, από τα προϊστορικά χρόνια η μητρότητα θεωρήθηκε ως ιερή ιδιότητα και για αρκετούς αιώνες πολλές κοινωνίες ήταν μητριαρχικές.
Η μητέρα είναι πράγματι ο πιο ισχυρός κρίκος στην αλυσίδα της ζωής. Μέσα στο κορμί της συντελείται το μέγα θαύμα της δημιουργίας, το μέγιστο και θεϊκό μυστήριο της γονιμοποίησης, και η μήτρα της γίνεται το πρώτο λίκνο της νέας ζωής. Η βαθιά μητρική σχέση της μάνας με το παιδί της ξεκινάει από τα πρώτα σκιρτήματα του εμβρύου που κυοφορείται στα σπλάχνα της και εμπεδώνεται μέρα με τη μέρα, τρανεύει και γιγαντώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Η εγκυμονούσα μάνα προσφέρει το σώμα της και όλη της την ύπαρξη για να φέρει στον κόσμο ένα νέο άνθρωπο, την προέκταση της ζωής της, και ως συνεργός του Θεού συμβάλλει στο θαύμα της Δημιουργίας και στη συνέχεια της ζωής.
Και από την πρώτη στιγμή που θα κρατήσει στην αγκαλιά της το νεογέννητο παιδί της, το πολύτιμο δώρο του Θεού, η αγκαλιά της γίνεται το πιο σίγουρο και ασφαλές καταφύγιο του νέου ανθρώπου για όλη του τη ζωή. Η ανησυχία και η μέριμνα της μάνας γίνεται το πέπλο προστασίας για το παιδί της, ενώ η συναίσθηση της μεγάλης ευθύνης και η χαρά της μητρότητας δραστηριοποιούν τη μόνιμη έγνοια της και την ακάματη εγρήγορσή της. Ο ψυχικός της κόσμος ενεργοποιείται προς ένα σκοπό: τη φροντίδα της νέας ζωής, οι ελπίδες, τα όνειρά της, οι σκέψεις και οι προσδοκίες της κινούνται γύρω από το παιδί της. Και όσο μεγαλώνει το παιδί μεγαλώνει και η αγάπη της για αυτό.
Αν επιχειρούσαμε να κάνουμε μια επισκόπηση των επιστημονικών δεδομένων της εποχής μας θα διαπιστώναμε ότι η σημασία της μητέρας για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού και τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του έχει επισημανθεί από όλες τις αναπτυξιακές θεωρίες. Παρόλο που κάθε θεωρητική προσέγγιση τονίζει διαφορετικές διεργασίες και δομές, όλες συμφωνούν ότι η μητέρα θεωρείται ο κυρίαρχος παράγοντας στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου (Κουγιουμτζάκης, 1995).
Το παιδί, όταν έρχεται στον κόσμο είναι μια αδιαφοροποίητη οντότητα. Δεν έχει επίγνωση του εαυτού του, ούτε των άλλων ως ξεχωριστών ατόμων. Ο κόσμος για το νεογέννητο είναι μια εναλλαγή από οπτικά, ακουστικά, γευστικά κ.ά. ερεθίσματα. Από αυτόν τον αρχικά χαοτικό κόσμο το παιδί θα διαμορφώσει την ύπαρξη του εαυτού του ως ξεχωριστής οντότητας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και γνωρίσματα, αλλά και την ύπαρξη των άλλων ως ξεχωριστών ατόμων, θα οριοθετήσει δηλαδή τον εαυτό του και τους άλλους.
Στη διαδικασία αυτής της διαφοροποίησης βασικό ρόλο θα διαδραματίσει η σχέση του παιδιού με το πρόσωπο εκείνο με το οποίο αναπτύσσει στενή επαφή. Στις δικές μας κοινωνίες αυτό το πρόσωπο είναι κυρίως η μητέρα. Για το λόγο αυτό οι έρευνες με αντικείμενο τις πρωταρχικές αλληλεπιδράσεις και τη σημασία τους στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού εξετάζουν κυρίως τις σχέσεις μητέρας-παιδιού. Αυτή η πρωταρχική σχέση θεωρείται σημαντική για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας από όλες τις θεωρητικές προσεγγίσεις και κυρίως από την ψυχαναλυτική θεωρία και τη θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία (Freud, 1969), το πρώτο πρόσωπο το οποίο εσωτερικεύει το παιδί είναι η μητέρα. Σε αυτό το πρώτο στάδιο της ανάπτυξης η μητέρα καλείται να παίξει πολλούς ρόλους (A. Freud, 1982). Είναι για το παιδί το αντικείμενο, η τροφός, το πρόσωπο που παρέχει ερεθίσματα και, παράλληλα, προστατεύει το παιδί από το βομβαρδισμό των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος. Είναι το βοηθητικό Εγώ του παιδιού και αποτελεί το στόχο των επιθετικών και αγαπητικών του ενορμήσεων.
Η σχέση μητέρας-παιδιού, κατά το πρώτο στάδιο της ανάπτυξης, αποτελεί το στοιχείο με βάση το οποίο το παιδί θα διαμορφώσει γενικά την προσωπικότητά του. Ένα από τα πρώτα ευρήματα της ψυχανάλυσης είναι ότι η εμπειρία της αγάπης και των ερεθισμάτων που έχει το παιδί στην πρώτη παιδική ηλικία δημιουργεί για όλα τα επόμενα χρόνια ένα συναίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης.
Η ευαισθησία της μητέρας για ανταπόκριση στα κοινωνικά μηνύματα που στέλνει το παιδί, η ποικιλία και τρόπος που το καθησυχάζει, η συχνότητα με την οποία παίζει μαζί του και, γενικά, ο τρόπος που διαχειρίζεται κάθε αντίδρασή του είναι εξαιρετικά σημαντικές παράμετροι για την ανάπτυξη του παιδιού. Η όλη σχέση μητέρας-παιδιού κατά τον πρώτο κυρίως χρόνο εκφράστηκε με τον όρο «προσκόλληση» (attachment) και έγινε αντικείμενο εμπεριστατωμένης μελέτης από σπουδαίους ερευνητές, όπως ο Bowlby (1969/1982), η Ainsworth (1978, 1979) και ο παιδοψυχίατρος Winnikott (1958).
Από τους επιστήμονες αυτούς τονίζεται ιδιαίτερα η αξία της σχέσης αυτής κατά τις πρώτες εβδομάδες μετά τη γέννηση. Η αποκλειστική απασχόληση της μητέρας με το βρέφος της το διάστημα αυτό («primary maternal preoccupation»), όπως αναφέρει ο Winnikott, είναι ζωτικής σημασίας. Βασική ανάγκη του παιδιού κατά τις πρώτες εβδομάδες είναι να υπάρχει δίπλα του το πρόσωπο της μητέρας, η οποία θα πρέπει να ανταποκρίνεται με ευαισθησία στις ανάγκες του, να τις κατανοεί και να τις προβλέπει. Η ευαισθησία αυτή θα προστατεύσει το παιδί από το φόβο και θα του προσφέρει την ασφαλή βάση για τη διαμόρφωση του εαυτού του. Αυτή η σχέση μητέρας-παιδιού κατά τις πρώτες εβδομάδες είναι συμβιωτική σχέση και αποτελεί συνέχεια και φυσική προέκταση της συνύπαρξής τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Στο «χορό» των αλληλεπιδράσεων μητέρα και παιδί βρίσκονται σε ένα συνεχές «παιχνίδι», η ποιότητα του οποίου θα καθορίσει τη μελλοντική ανάπτυξη των γνωστικών και κινητικών δεξιοτήτων, παράλληλα με τη διαμόρφωση του συναισθηματικού κόσμου του παιδιού (Stern, 1977).
Η Μ. Ρεϊμόν-Ριβιέ (1989) παρουσιάζει πολύ παραστατικά τη μυστηριώδη επικοινωνία και συναλλαγή μεταξύ μητέρας και βρέφους, που γίνεται σε συνειδητό και ασυνείδητο επίπεδο. Έτσι, μολονότι μια μητέρα μπορεί να φροντίζει τέλεια το μωρό της, να προσέχει σχολαστικά την καθαριότητα, την υγεία και τη διατροφή του, αν οι αντιδράσεις και τα συναισθήματά της είναι στο βάθος αρνητικά, το βρέφος με διαισθητικό και θαυμαστό τρόπο αντιλαμβάνεται και καταγράφει μέσα από τη σωματική επαφή με τη μητέρα του τις διαθέσεις αυτές, οι οποίες το επηρεάζουν αρνητικά. Αυτά τα σήματα που προέρχονται από τις μη ορατές εξωτερικά, ασυνείδητες διαθέσεις της μητέρας θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη θεμελίωση της αντικειμενοτρόπου σχέσης, στην οργάνωση του Εγώ και στην ανάπτυξη όλων των τομέων της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου. Μάλιστα η A. Freud (1982), αναφέρει ότι η ποικιλία των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της μητέρας και του παιδιού δημιουργεί τη βάση για τη διαμόρφωση ενός ατελείωτου αριθμού διαφορετικών προσωπικοτήτων.
Από τον έβδομο περίπου μήνα η μητέρα γίνεται το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή του βρέφους. Η σχέση της μάνας με το παιδί της είναι βαθιά συναισθηματική, μοναδική και αναντικατάστατη (Spitz, 1959, Mahler, 1968). Σημαντικές παρατηρήσεις σε παιδιά που μεγάλωσαν σε ιδρύματα κατέδειξαν ότι, μολονότι οι βιολογικές τους ανάγκες εκπληρώνονταν με επάρκεια, η στέρηση της μητέρας είχε ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες στη συμπεριφορά τους και πολλά από αυτά τα παιδιά παρουσίασαν αποκλίνουσα, παραβατική ή και εγκληματική συμπεριφορά (Rutter, 1975).
Νεώτεροι ερευνητές συνδέουν την ποιότητα της αρχικής σχέσης μητέρας-παιδιού με τις μετέπειτα σχέσεις που το παιδί θα αναπτύξει ως ενήλικος. Παρατηρήθηκε ότι οι μητέρες συμπεριφέρονται στα παιδιά τους και τα διαπαιδαγωγούν με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο τις μεγάλωσαν οι μητέρες τους (Bying-Hall, 1995, Παπαδιώτη-Αθανασίου, 1997). Έτσι, οι μητέρες παρουσιάζονται ως κυρίαρχα υπεύθυνες για τη μεταβίβαση των βίαιων τρόπων συμπεριφοράς από γενιά σε γενιά. Επίσης, διαπιστώθηκε ερευνητικά ότι ο αρχικός τύπος προσκόλλησης συνδέεται με την ποιότητα της συζυγικής σχέσης και με άλλες καταστάσεις ψυχοκοινωνικής προσαρμογής του ατόμου, όπως, για παράδειγμα, η ικανοποίηση από το επάγγελμα (Feeney and Noller, 1996).
Το παιδί κατά τον πρώτο χρόνο διαμορφώνει ένα βασικό αίσθημα είτε εμπιστοσύνης είτε δυσπιστίας για τον εαυτό του και τους άλλους. Για τη διαμόρφωση αυτής της ψυχολογικής διάστασης καθοριστικό παράγοντα αποτελεί η σχέση που η μητέρα αναπτύσσει με το παιδί της. Όταν ικανοποιούνται οι βιολογικές και κυρίως οι ψυχολογικές του ανάγκες το παιδί διαμορφώνει θετική στάση προς τον εαυτό του και τους άλλους γύρω του (Erikson, 1963).
Η διεργασία με την οποία το παιδί αποκτά εμπιστοσύνη ή δυσπιστία λειτουργεί με τα μηνύματα αγάπης και αποδοχής που δέχεται κατά την επικοινωνία του και μέσα από τη σχέση του με τη μητέρα. Έτσι, ένα παιδί το οποίο έχει καλή διαπροσωπική σχέση με τη μητέρα του, γενικεύοντας τη στάση της και στα άλλα πρόσωπα γύρω του, θεωρεί τον κόσμο που το περιβάλλει θετικό και φιλικό. Στην αντίθετη περίπτωση αντιμετωπίζει τον κόσμο με καχυποψία.
Ο ρόλος της μητέρας στα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού είναι σημαντικός τόσο για την οριοθέτηση του υπαρξιακού του εαυτού όσο και για τις ψυχολογικές ιδιότητες που θα αναπτύξει. Αλλά και ευρύτερα, ένα σύνολο διεργασιών, ιδιοσυγκρασιακών χαρακτηριστικών και συγκεκριμένων συμπεριφορών του ανθρώπου έχουν τη βάση τους σε αυτή την πρωταρχική και θεμελιώδη σχέση (Kagan, 1995).
Στην ηλικία των 2-3 ετών η μητέρα κυρίως αναλαμβάνει τη σημαντική αρμοδιότητα να εξηγήσει στο παιδί της τον κόσμο γύρω του και να το βοηθήσει να ταξινομήσει τις εμπειρίες του. Η εκμάθηση του επεξεργασμένου λόγου, η «θετική» διόρθωση των λέξεων και των προτάσεων που χρησιμοποιεί το παιδί, η διεύρυνση των παρατηρήσεων που κάνει, η επέκταση του λόγου του και η άμεση ανταπόκριση στα ερωτήματά του ενισχύουν τη φυσική διάθεση του παιδιού για μάθηση, ενδυναμώνουν τις μελλοντικές του αναζητήσεις και εμπεδώνουν την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Με τον τρόπο αυτό η μητέρα θα «συστήσει» τον κόσμο στο παιδί της καθορίζοντας ταυτόχρονα και τη στάση του παιδιού απέναντι στον κόσμο σε μεγάλο βαθμό (Rayner, 1997).
Αργότερα στην ηλικία των 3-5 ετών, παρόλο που το παιδί αρχίζει να απομακρύνεται από τη μητέρα, εξακολουθεί να τη θεωρεί ως το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή του. Τα τρυφερά λόγια μεταξύ τους, τα θερμά αγκαλιάσματα, τα ζεστά κοιτάγματα που ανταλλάζουν μητέρα και παιδί χαρακτηρίζουν τη σχέση τους σε αυτή τη φάση (Sroufe, 1997). Η μητέρα είναι αυτή που θα οδηγήσει με παιδαγωγική ευστοχία το παιδί της στον παιδικό σταθμό και στο Νηπιαγωγείο. Η δική της προσωπικότητα και η σωστή σχέση της με το παιδί της θα λειτουργήσουν έτσι ώστε να προσαρμοστεί το παιδί στην προσχολική του ζωή, χωρίς σχολειοφοβία (Skynner, 1987) και το άγχος του αποχωρισμού και να αρχίσει να έχει θετική αυτοεκτίμηση (Κοντοπούλου, 1996).
Αλλά και κατά την είσοδο του παιδιού στη σχολική ζωή, που έχει της απαιτήσεις της πραγματικής κοινωνίας, με κανόνες και υποχρεώσεις, η μητέρα είναι σημαντικός αρωγός και συμπαραστάτης στην εκμάθηση από το παιδί των βασικών σχολικών δεξιοτήτων, στην ένταξή του στη σχολική κοινότητα και στην ομάδα των συνομηλίκων. Η μητέρα, ακοίμητος φρουρός, συμβάλλει με τη φροντίδα και την ενίσχυσή της στην ανάπτυξη των νοητικών, των συναισθηματικών και των κινητικών δεξιοτήτων του παιδιού της, παρακολουθεί την εξέλιξή του και αντιμετωπίζει μαζί του τα προβλήματά του. Με τη σπουδαία συμβολή της το παιδί εσωτερικεύει τις στάσεις, τις αξίες, τις συμπεριφορές και τους ηθικούς κανόνες που θα το ακολουθούν στη συνέχεια της ζωής του (Γεώργας, 1990).
Στα επόμενα ευαίσθητα χρόνια της εφηβείας, όπου αμφισβητούνται από τους νέους τα πάντα, η μητέρα, ενώ φαίνεται να αποκτά ένα δευτερεύοντα ρόλο, στην πραγματικότητα παραμένει ο στυλοβάτης, η ειρηνοποιός δύναμη, το ασφαλές καταφύγιο του εφήβου. Η σχέση με τους γονείς και, ιδίως, με τη μητέρα ενισχύουν την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση που τόσο χρειάζεται στην ηλικία αυτή. Οι συζητήσεις με τη μητέρα για σοβαρά θέματα, όπως η πολιτική, η εργασία, οι αξίες, η σχέση με το άλλο φύλο, κλπ., κυριαρχούν στη σχέση μητέρας-παιδιού την περίοδο αυτή (Yoyniss and Smollar, 1985). Δε λείπουν και οι έντονες συγκρούσεις, βέβαια, τις οποίες η μητέρα θα πρέπει να διαχειρίζεται με κατανόηση και συγκαταβατικότητα.
Η μητέρα εκτός από πυξίδα καθοδήγησης των παιδιών λειτουργεί και ως συνεκτικός κρίκος της οικογένειας, με τη συγχωρητικότητα, την ανοχή και την υπομονή της. Δημιουργεί με τη συναισθηματική θέρμη της μέσα στην οικογένεια το κατάλληλο κλίμα για να ανθίσουν τα λουλούδια της δημιουργικότητας, της αλληλοπεριχώρησης και της αγάπης. Με σεβασμό, με διακριτικό έλεγχο, με αποδοχή και δημοκρατικότητα υποστηρίζει τα παιδιά της και τα βοηθά να αυτονομηθούν και να χειραφετηθούν, ώστε να γίνουν χρηστοί πολίτες και δημιουργικοί άνθρωποι. Με το ρόλο της αυτό η μητέρα αναδεικνύεται ως πρωτεργάτης στη βιολογική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού της.
Παράλληλα, διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι η ζωή της μάνας είναι μια διαρκής πορεία προσφοράς και θυσίας. Από την «εξ απαλών ονύχων» ανατροφή και διαπαιδαγώγηση του παιδιού η μητέρα γίνεται η κινητήρια δύναμη της ζωής και μέσα από τη δική τη συμπεριφορά αναπαράγονται οι αξίες, τα ήθη, η γλώσσα και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του κάθε λαού. Με τον τρόπο αυτό η κοινωνική και πολιτισμική συμβολή της είναι κεφαλαιώδης.
Για αυτό και η Μητέρα με όποιο επίθετο κι αν συνοδεύεται είναι πρόσωπο ιερό. Νεαρή ή ηλικιωμένη, πλούσια ή φτωχή, μορφωμένη ή αγράμματη, ανύπαντρη, πολύτεκνη, βιασμένη, κακοποιημένη, εργαζόμενη ή άνεργη, θετή ή παρένθετη περιβάλλεται από ένα φωτοστέφανο αγιοσύνης, γιατί στην αγάπη της αντικατοπτρίζονται τα βαθύτερα και τα πιο ποιοτικά συναισθήματα του ανθρώπου.
Για όλους αυτούς τους λόγους έχουν αφιερωθεί στη χάρη της εκλεκτές σελίδες της ποίησης και της λογοτεχνίας, αλλά και χιλιάδες μέτρα κινηματογραφικών ταινιών. Από τη Μάνα του Γκόργκι ως την αμαρτωλή μητέρα του Βιζυηνού και από τη Μάνα κουράγιο του Μπρεχτ ως τη μοιρολογίστρα μάνα των δημοτικών τραγουδιών, η Μητέρα πρωταγωνιστεί στην Τέχνη και στη Ζωή.
Ζωντανές ηρωίδες της καθημερινότητας οι μάνες του πολέμου, οι μάνες της προσφυγιάς, οι μάνες των παιδιών με ειδικές ανάγκες υποστηρίζουν με υποδειγματική γενναιότητα τα παιδιά τους για μια ζωή με αξιοπρέπεια και ποιότητα. Τραγικό αποκορύφωμα η χαροκαμένη μάνα, ως σύμβολο του άφατου πόνου, που παραμένει ενωμένη με το παιδί της στη σιωπηλή μνήμη του Θεού.
Δίπλα, όμως, στις μάνες της αυτοθυσίας και της γενναιότητας, που ορμούν στις φλόγες για να σώσουν τα παιδιά τους, που δίνουν τη ζωή τους για να για να γλιτώσουν τα παιδιά τους από το θάνατο, βρίσκονται και κάποιες άλλες μάνες της καθημερινότητας, που η συμπεριφορά τους δεν είναι καθόλου ιδανική: μάνες καταπιεστικές και υπερπροστατευτικές, μάνες αδιάφορες και απορριπτικές, μάνες επιθετικές, με ψυχικά νοσήματα, μάνες που εμπορεύονται τα σώματα και τις ψυχές των παιδιών τους, μάνες που πετούν τα νεογέννητά τους στους κάδους των σκουπιδιών………
Δυστυχώς, η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ εξιδανικευμένη και η κοινωνία των ανθρώπων δεν είναι κοινωνία αγγέλων. Η μητρότητα έχει κι αυτή τις δικές της προϋποθέσεις. Δε θα πρέπει να είναι τυχαία και απερίσκεπτη κατάσταση, αλλά συνειδητή και ώριμη επιλογή. Η νέα γυναίκα θα πρέπει να προετοιμάζει σωστά το σώμα και την ψυχή της για το μεγάλο γεγονός.
Οι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί θεσμοί της οργανωμένης πολιτείας θα πρέπει να την εκπαιδεύουν σωστά για το νέο της ρόλο με τη συνδρομή ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών. Η βοήθεια του κράτους, αν θέλει να χαρακτηρίζεται ως κοινωνικό, θα πρέπει να είναι απλόχερη απέναντί της με διάφορες οικονομικές παροχές και διευκολύνσεις, θεσμοθετημένες για τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.
Και, τέλος, η οικογένειά της θα πρέπει να την περιβάλλει με περισσή στοργή και φροντίδα και να την υποστηρίξει στα νέα της καθήκοντα. Η ενότητα και η σύμπνοια του ζευγαριού και η συμμετοχή του συζύγου στην ανατροφή των παιδιών είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ισορροπημένη λειτουργία της οικογένειας. Η μητέρα είναι άνθρωπος και πρέπει να εκπληρώνει χωρίς ενοχές τις προσωπικές της ανάγκες για ολοκλήρωση και επιβεβαίωση, ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει γενναιόδωρα την αγάπη και τη στοργή της.
Γιορτές όπως η σημερινή λειτουργούν σε δύο επίπεδα: σε συλλογικό και σε ατομικό. Η επέτειος της μητέρας σε συλλογικό επίπεδο μπορεί να μας συνεγείρει στα καθήκοντά μας και να αποτελέσει αφορμή για νέες διεκδικήσεις και αγώνες για τα δικαιώματα της μάνας, που ο ρόλος της στη σύγχρονη καθημερινότητα είναι εξαιρετικά πολύπλοκος και πολυσύνθετος.
Σε προσωπικό επίπεδο γιορτές όπως η σημερινή συνδαυλίζουν τις μύχιες δυνάμεις και τα κοιμισμένα αισθήματα που κρύβουμε μέσα μας, αναρριπίζουν τη διάθεσή μας για προσφορά και φωτίζουν τη σκέψη και τη δράση μας. Ας αδράξουμε, λοιπόν, τη σημερινή ευκαιρία για να καταθέσουμε την αγάπη και το σεβασμό μας στο πρόσωπο της Μητέρας μας και της κάθε Μάνας, που είναι η ιέρεια της αγάπης και της αφοσίωσης, της συγχωρητικότητας και της ανιδιοτέλειας, που είναι το θεμέλιο και η ρίζα της ζωής.
Γιατί πέρα και πάνω από όλα στη βαθύτερη συνείδηση του ανθρώπου η μάνα είναι το σύμβολο της εστιότητας και το σταθερό κι ακύμαντο λιμάνι του κάθε κατατρεγμένου σε όλη του τη ζωή, είναι η αγκαλιά που μας οδηγεί στα χρόνια της παιδικής μας αθωότητας. Ακόμα κι όταν αυτή η ζεστή αγκαλιά γίνει ένας κρύος μαρμάρινος σταυρός, η σκέψη και η ανάμνηση της αγάπης της εξακολουθεί να είναι το πιο τρυφερό καταφύγιο και το πιο απάνεμο αραξοβόλι.
Με ιδιαίτερη χαρά βρίσκομαι σήμερα ανάμεσά σας αποδεχόμενη την τιμητική πρόσκληση του φίλου και συναδέλφου μου. Κ. Γιάννη Κωνσταντίνου, Προέδρου του Συλλόγου των «Λυγκηστών» Φλώρινας, προκειμένου να τιμήσουμε μαζί τη σπουδαία γιορτή της Μητέρας.
Η σημερινή γιορτή για τη Μάνα είναι μια εξαιρετικά εμπνευσμένη παγκόσμια πρωτοβουλία με σκοπό την απόδοση ευγνωμοσύνης σε ένα πρόσωπο που κινείται στη σφαίρα της καθημερινότητας και δίνει έναν διαρκή αγώνα, σκληρό και αφανή, αλλά τόσο σημαντικό για τη σύγχρονη κοινωνία και σημειολογικά αποτυπώνει το συλλογικό σεβασμό της ανθρωπότητας απέναντι στο ιερό πρόσωπο της Μητέρας, το πανανθρώπινο σύμβολο της ζωής και της ανιδιοτελούς αγάπης, της αυτοθυσίας και της υπέρβασης, αλλά και τον στυλοβάτη της κοινωνίας.
Βέβαια, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση η μητέρα γιορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου, τη μέρα της Υπαπαντής του Κυρίου, κατά την οποία ο θεοσεβής ελληνικός λαός επέλεξε δίπλα στη Μεγάλη Μητέρα, την Πλατυτέρα των Ουρανών, που συνήργησε στην Ενσάρκωση του Θεανθρώπου, να γιορτάζει όλες τις μητέρες εξιδανικεύοντας το ρόλο και τη συνεισφορά τους στην κοινωνία. Έτσι, λοιπόν, μολονότι δυτικόφερτη, η σημερινή γιορτή της 2ης Κυριακής του Μάη καθιερώθηκε στη χώρα μας ο Ελληνισμός την επένδυσε με θρησκευτική ευλάβεια και σεβασμό αναγνωρίζοντας τον σπουδαίο προορισμό της μητέρας. Άλλωστε, από τα προϊστορικά χρόνια η μητρότητα θεωρήθηκε ως ιερή ιδιότητα και για αρκετούς αιώνες πολλές κοινωνίες ήταν μητριαρχικές.
Η μητέρα είναι πράγματι ο πιο ισχυρός κρίκος στην αλυσίδα της ζωής. Μέσα στο κορμί της συντελείται το μέγα θαύμα της δημιουργίας, το μέγιστο και θεϊκό μυστήριο της γονιμοποίησης, και η μήτρα της γίνεται το πρώτο λίκνο της νέας ζωής. Η βαθιά μητρική σχέση της μάνας με το παιδί της ξεκινάει από τα πρώτα σκιρτήματα του εμβρύου που κυοφορείται στα σπλάχνα της και εμπεδώνεται μέρα με τη μέρα, τρανεύει και γιγαντώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Η εγκυμονούσα μάνα προσφέρει το σώμα της και όλη της την ύπαρξη για να φέρει στον κόσμο ένα νέο άνθρωπο, την προέκταση της ζωής της, και ως συνεργός του Θεού συμβάλλει στο θαύμα της Δημιουργίας και στη συνέχεια της ζωής.
Και από την πρώτη στιγμή που θα κρατήσει στην αγκαλιά της το νεογέννητο παιδί της, το πολύτιμο δώρο του Θεού, η αγκαλιά της γίνεται το πιο σίγουρο και ασφαλές καταφύγιο του νέου ανθρώπου για όλη του τη ζωή. Η ανησυχία και η μέριμνα της μάνας γίνεται το πέπλο προστασίας για το παιδί της, ενώ η συναίσθηση της μεγάλης ευθύνης και η χαρά της μητρότητας δραστηριοποιούν τη μόνιμη έγνοια της και την ακάματη εγρήγορσή της. Ο ψυχικός της κόσμος ενεργοποιείται προς ένα σκοπό: τη φροντίδα της νέας ζωής, οι ελπίδες, τα όνειρά της, οι σκέψεις και οι προσδοκίες της κινούνται γύρω από το παιδί της. Και όσο μεγαλώνει το παιδί μεγαλώνει και η αγάπη της για αυτό.
Αν επιχειρούσαμε να κάνουμε μια επισκόπηση των επιστημονικών δεδομένων της εποχής μας θα διαπιστώναμε ότι η σημασία της μητέρας για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού και τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του έχει επισημανθεί από όλες τις αναπτυξιακές θεωρίες. Παρόλο που κάθε θεωρητική προσέγγιση τονίζει διαφορετικές διεργασίες και δομές, όλες συμφωνούν ότι η μητέρα θεωρείται ο κυρίαρχος παράγοντας στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου (Κουγιουμτζάκης, 1995).
Το παιδί, όταν έρχεται στον κόσμο είναι μια αδιαφοροποίητη οντότητα. Δεν έχει επίγνωση του εαυτού του, ούτε των άλλων ως ξεχωριστών ατόμων. Ο κόσμος για το νεογέννητο είναι μια εναλλαγή από οπτικά, ακουστικά, γευστικά κ.ά. ερεθίσματα. Από αυτόν τον αρχικά χαοτικό κόσμο το παιδί θα διαμορφώσει την ύπαρξη του εαυτού του ως ξεχωριστής οντότητας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και γνωρίσματα, αλλά και την ύπαρξη των άλλων ως ξεχωριστών ατόμων, θα οριοθετήσει δηλαδή τον εαυτό του και τους άλλους.
Στη διαδικασία αυτής της διαφοροποίησης βασικό ρόλο θα διαδραματίσει η σχέση του παιδιού με το πρόσωπο εκείνο με το οποίο αναπτύσσει στενή επαφή. Στις δικές μας κοινωνίες αυτό το πρόσωπο είναι κυρίως η μητέρα. Για το λόγο αυτό οι έρευνες με αντικείμενο τις πρωταρχικές αλληλεπιδράσεις και τη σημασία τους στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού εξετάζουν κυρίως τις σχέσεις μητέρας-παιδιού. Αυτή η πρωταρχική σχέση θεωρείται σημαντική για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας από όλες τις θεωρητικές προσεγγίσεις και κυρίως από την ψυχαναλυτική θεωρία και τη θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία (Freud, 1969), το πρώτο πρόσωπο το οποίο εσωτερικεύει το παιδί είναι η μητέρα. Σε αυτό το πρώτο στάδιο της ανάπτυξης η μητέρα καλείται να παίξει πολλούς ρόλους (A. Freud, 1982). Είναι για το παιδί το αντικείμενο, η τροφός, το πρόσωπο που παρέχει ερεθίσματα και, παράλληλα, προστατεύει το παιδί από το βομβαρδισμό των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος. Είναι το βοηθητικό Εγώ του παιδιού και αποτελεί το στόχο των επιθετικών και αγαπητικών του ενορμήσεων.
Η σχέση μητέρας-παιδιού, κατά το πρώτο στάδιο της ανάπτυξης, αποτελεί το στοιχείο με βάση το οποίο το παιδί θα διαμορφώσει γενικά την προσωπικότητά του. Ένα από τα πρώτα ευρήματα της ψυχανάλυσης είναι ότι η εμπειρία της αγάπης και των ερεθισμάτων που έχει το παιδί στην πρώτη παιδική ηλικία δημιουργεί για όλα τα επόμενα χρόνια ένα συναίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης.
Η ευαισθησία της μητέρας για ανταπόκριση στα κοινωνικά μηνύματα που στέλνει το παιδί, η ποικιλία και τρόπος που το καθησυχάζει, η συχνότητα με την οποία παίζει μαζί του και, γενικά, ο τρόπος που διαχειρίζεται κάθε αντίδρασή του είναι εξαιρετικά σημαντικές παράμετροι για την ανάπτυξη του παιδιού. Η όλη σχέση μητέρας-παιδιού κατά τον πρώτο κυρίως χρόνο εκφράστηκε με τον όρο «προσκόλληση» (attachment) και έγινε αντικείμενο εμπεριστατωμένης μελέτης από σπουδαίους ερευνητές, όπως ο Bowlby (1969/1982), η Ainsworth (1978, 1979) και ο παιδοψυχίατρος Winnikott (1958).
Από τους επιστήμονες αυτούς τονίζεται ιδιαίτερα η αξία της σχέσης αυτής κατά τις πρώτες εβδομάδες μετά τη γέννηση. Η αποκλειστική απασχόληση της μητέρας με το βρέφος της το διάστημα αυτό («primary maternal preoccupation»), όπως αναφέρει ο Winnikott, είναι ζωτικής σημασίας. Βασική ανάγκη του παιδιού κατά τις πρώτες εβδομάδες είναι να υπάρχει δίπλα του το πρόσωπο της μητέρας, η οποία θα πρέπει να ανταποκρίνεται με ευαισθησία στις ανάγκες του, να τις κατανοεί και να τις προβλέπει. Η ευαισθησία αυτή θα προστατεύσει το παιδί από το φόβο και θα του προσφέρει την ασφαλή βάση για τη διαμόρφωση του εαυτού του. Αυτή η σχέση μητέρας-παιδιού κατά τις πρώτες εβδομάδες είναι συμβιωτική σχέση και αποτελεί συνέχεια και φυσική προέκταση της συνύπαρξής τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Στο «χορό» των αλληλεπιδράσεων μητέρα και παιδί βρίσκονται σε ένα συνεχές «παιχνίδι», η ποιότητα του οποίου θα καθορίσει τη μελλοντική ανάπτυξη των γνωστικών και κινητικών δεξιοτήτων, παράλληλα με τη διαμόρφωση του συναισθηματικού κόσμου του παιδιού (Stern, 1977).
Η Μ. Ρεϊμόν-Ριβιέ (1989) παρουσιάζει πολύ παραστατικά τη μυστηριώδη επικοινωνία και συναλλαγή μεταξύ μητέρας και βρέφους, που γίνεται σε συνειδητό και ασυνείδητο επίπεδο. Έτσι, μολονότι μια μητέρα μπορεί να φροντίζει τέλεια το μωρό της, να προσέχει σχολαστικά την καθαριότητα, την υγεία και τη διατροφή του, αν οι αντιδράσεις και τα συναισθήματά της είναι στο βάθος αρνητικά, το βρέφος με διαισθητικό και θαυμαστό τρόπο αντιλαμβάνεται και καταγράφει μέσα από τη σωματική επαφή με τη μητέρα του τις διαθέσεις αυτές, οι οποίες το επηρεάζουν αρνητικά. Αυτά τα σήματα που προέρχονται από τις μη ορατές εξωτερικά, ασυνείδητες διαθέσεις της μητέρας θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη θεμελίωση της αντικειμενοτρόπου σχέσης, στην οργάνωση του Εγώ και στην ανάπτυξη όλων των τομέων της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου. Μάλιστα η A. Freud (1982), αναφέρει ότι η ποικιλία των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της μητέρας και του παιδιού δημιουργεί τη βάση για τη διαμόρφωση ενός ατελείωτου αριθμού διαφορετικών προσωπικοτήτων.
Από τον έβδομο περίπου μήνα η μητέρα γίνεται το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή του βρέφους. Η σχέση της μάνας με το παιδί της είναι βαθιά συναισθηματική, μοναδική και αναντικατάστατη (Spitz, 1959, Mahler, 1968). Σημαντικές παρατηρήσεις σε παιδιά που μεγάλωσαν σε ιδρύματα κατέδειξαν ότι, μολονότι οι βιολογικές τους ανάγκες εκπληρώνονταν με επάρκεια, η στέρηση της μητέρας είχε ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες στη συμπεριφορά τους και πολλά από αυτά τα παιδιά παρουσίασαν αποκλίνουσα, παραβατική ή και εγκληματική συμπεριφορά (Rutter, 1975).
Νεώτεροι ερευνητές συνδέουν την ποιότητα της αρχικής σχέσης μητέρας-παιδιού με τις μετέπειτα σχέσεις που το παιδί θα αναπτύξει ως ενήλικος. Παρατηρήθηκε ότι οι μητέρες συμπεριφέρονται στα παιδιά τους και τα διαπαιδαγωγούν με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο τις μεγάλωσαν οι μητέρες τους (Bying-Hall, 1995, Παπαδιώτη-Αθανασίου, 1997). Έτσι, οι μητέρες παρουσιάζονται ως κυρίαρχα υπεύθυνες για τη μεταβίβαση των βίαιων τρόπων συμπεριφοράς από γενιά σε γενιά. Επίσης, διαπιστώθηκε ερευνητικά ότι ο αρχικός τύπος προσκόλλησης συνδέεται με την ποιότητα της συζυγικής σχέσης και με άλλες καταστάσεις ψυχοκοινωνικής προσαρμογής του ατόμου, όπως, για παράδειγμα, η ικανοποίηση από το επάγγελμα (Feeney and Noller, 1996).
Το παιδί κατά τον πρώτο χρόνο διαμορφώνει ένα βασικό αίσθημα είτε εμπιστοσύνης είτε δυσπιστίας για τον εαυτό του και τους άλλους. Για τη διαμόρφωση αυτής της ψυχολογικής διάστασης καθοριστικό παράγοντα αποτελεί η σχέση που η μητέρα αναπτύσσει με το παιδί της. Όταν ικανοποιούνται οι βιολογικές και κυρίως οι ψυχολογικές του ανάγκες το παιδί διαμορφώνει θετική στάση προς τον εαυτό του και τους άλλους γύρω του (Erikson, 1963).
Η διεργασία με την οποία το παιδί αποκτά εμπιστοσύνη ή δυσπιστία λειτουργεί με τα μηνύματα αγάπης και αποδοχής που δέχεται κατά την επικοινωνία του και μέσα από τη σχέση του με τη μητέρα. Έτσι, ένα παιδί το οποίο έχει καλή διαπροσωπική σχέση με τη μητέρα του, γενικεύοντας τη στάση της και στα άλλα πρόσωπα γύρω του, θεωρεί τον κόσμο που το περιβάλλει θετικό και φιλικό. Στην αντίθετη περίπτωση αντιμετωπίζει τον κόσμο με καχυποψία.
Ο ρόλος της μητέρας στα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού είναι σημαντικός τόσο για την οριοθέτηση του υπαρξιακού του εαυτού όσο και για τις ψυχολογικές ιδιότητες που θα αναπτύξει. Αλλά και ευρύτερα, ένα σύνολο διεργασιών, ιδιοσυγκρασιακών χαρακτηριστικών και συγκεκριμένων συμπεριφορών του ανθρώπου έχουν τη βάση τους σε αυτή την πρωταρχική και θεμελιώδη σχέση (Kagan, 1995).
Στην ηλικία των 2-3 ετών η μητέρα κυρίως αναλαμβάνει τη σημαντική αρμοδιότητα να εξηγήσει στο παιδί της τον κόσμο γύρω του και να το βοηθήσει να ταξινομήσει τις εμπειρίες του. Η εκμάθηση του επεξεργασμένου λόγου, η «θετική» διόρθωση των λέξεων και των προτάσεων που χρησιμοποιεί το παιδί, η διεύρυνση των παρατηρήσεων που κάνει, η επέκταση του λόγου του και η άμεση ανταπόκριση στα ερωτήματά του ενισχύουν τη φυσική διάθεση του παιδιού για μάθηση, ενδυναμώνουν τις μελλοντικές του αναζητήσεις και εμπεδώνουν την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Με τον τρόπο αυτό η μητέρα θα «συστήσει» τον κόσμο στο παιδί της καθορίζοντας ταυτόχρονα και τη στάση του παιδιού απέναντι στον κόσμο σε μεγάλο βαθμό (Rayner, 1997).
Αργότερα στην ηλικία των 3-5 ετών, παρόλο που το παιδί αρχίζει να απομακρύνεται από τη μητέρα, εξακολουθεί να τη θεωρεί ως το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή του. Τα τρυφερά λόγια μεταξύ τους, τα θερμά αγκαλιάσματα, τα ζεστά κοιτάγματα που ανταλλάζουν μητέρα και παιδί χαρακτηρίζουν τη σχέση τους σε αυτή τη φάση (Sroufe, 1997). Η μητέρα είναι αυτή που θα οδηγήσει με παιδαγωγική ευστοχία το παιδί της στον παιδικό σταθμό και στο Νηπιαγωγείο. Η δική της προσωπικότητα και η σωστή σχέση της με το παιδί της θα λειτουργήσουν έτσι ώστε να προσαρμοστεί το παιδί στην προσχολική του ζωή, χωρίς σχολειοφοβία (Skynner, 1987) και το άγχος του αποχωρισμού και να αρχίσει να έχει θετική αυτοεκτίμηση (Κοντοπούλου, 1996).
Αλλά και κατά την είσοδο του παιδιού στη σχολική ζωή, που έχει της απαιτήσεις της πραγματικής κοινωνίας, με κανόνες και υποχρεώσεις, η μητέρα είναι σημαντικός αρωγός και συμπαραστάτης στην εκμάθηση από το παιδί των βασικών σχολικών δεξιοτήτων, στην ένταξή του στη σχολική κοινότητα και στην ομάδα των συνομηλίκων. Η μητέρα, ακοίμητος φρουρός, συμβάλλει με τη φροντίδα και την ενίσχυσή της στην ανάπτυξη των νοητικών, των συναισθηματικών και των κινητικών δεξιοτήτων του παιδιού της, παρακολουθεί την εξέλιξή του και αντιμετωπίζει μαζί του τα προβλήματά του. Με τη σπουδαία συμβολή της το παιδί εσωτερικεύει τις στάσεις, τις αξίες, τις συμπεριφορές και τους ηθικούς κανόνες που θα το ακολουθούν στη συνέχεια της ζωής του (Γεώργας, 1990).
Στα επόμενα ευαίσθητα χρόνια της εφηβείας, όπου αμφισβητούνται από τους νέους τα πάντα, η μητέρα, ενώ φαίνεται να αποκτά ένα δευτερεύοντα ρόλο, στην πραγματικότητα παραμένει ο στυλοβάτης, η ειρηνοποιός δύναμη, το ασφαλές καταφύγιο του εφήβου. Η σχέση με τους γονείς και, ιδίως, με τη μητέρα ενισχύουν την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση που τόσο χρειάζεται στην ηλικία αυτή. Οι συζητήσεις με τη μητέρα για σοβαρά θέματα, όπως η πολιτική, η εργασία, οι αξίες, η σχέση με το άλλο φύλο, κλπ., κυριαρχούν στη σχέση μητέρας-παιδιού την περίοδο αυτή (Yoyniss and Smollar, 1985). Δε λείπουν και οι έντονες συγκρούσεις, βέβαια, τις οποίες η μητέρα θα πρέπει να διαχειρίζεται με κατανόηση και συγκαταβατικότητα.
Η μητέρα εκτός από πυξίδα καθοδήγησης των παιδιών λειτουργεί και ως συνεκτικός κρίκος της οικογένειας, με τη συγχωρητικότητα, την ανοχή και την υπομονή της. Δημιουργεί με τη συναισθηματική θέρμη της μέσα στην οικογένεια το κατάλληλο κλίμα για να ανθίσουν τα λουλούδια της δημιουργικότητας, της αλληλοπεριχώρησης και της αγάπης. Με σεβασμό, με διακριτικό έλεγχο, με αποδοχή και δημοκρατικότητα υποστηρίζει τα παιδιά της και τα βοηθά να αυτονομηθούν και να χειραφετηθούν, ώστε να γίνουν χρηστοί πολίτες και δημιουργικοί άνθρωποι. Με το ρόλο της αυτό η μητέρα αναδεικνύεται ως πρωτεργάτης στη βιολογική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού της.
Παράλληλα, διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι η ζωή της μάνας είναι μια διαρκής πορεία προσφοράς και θυσίας. Από την «εξ απαλών ονύχων» ανατροφή και διαπαιδαγώγηση του παιδιού η μητέρα γίνεται η κινητήρια δύναμη της ζωής και μέσα από τη δική τη συμπεριφορά αναπαράγονται οι αξίες, τα ήθη, η γλώσσα και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του κάθε λαού. Με τον τρόπο αυτό η κοινωνική και πολιτισμική συμβολή της είναι κεφαλαιώδης.
Για αυτό και η Μητέρα με όποιο επίθετο κι αν συνοδεύεται είναι πρόσωπο ιερό. Νεαρή ή ηλικιωμένη, πλούσια ή φτωχή, μορφωμένη ή αγράμματη, ανύπαντρη, πολύτεκνη, βιασμένη, κακοποιημένη, εργαζόμενη ή άνεργη, θετή ή παρένθετη περιβάλλεται από ένα φωτοστέφανο αγιοσύνης, γιατί στην αγάπη της αντικατοπτρίζονται τα βαθύτερα και τα πιο ποιοτικά συναισθήματα του ανθρώπου.
Για όλους αυτούς τους λόγους έχουν αφιερωθεί στη χάρη της εκλεκτές σελίδες της ποίησης και της λογοτεχνίας, αλλά και χιλιάδες μέτρα κινηματογραφικών ταινιών. Από τη Μάνα του Γκόργκι ως την αμαρτωλή μητέρα του Βιζυηνού και από τη Μάνα κουράγιο του Μπρεχτ ως τη μοιρολογίστρα μάνα των δημοτικών τραγουδιών, η Μητέρα πρωταγωνιστεί στην Τέχνη και στη Ζωή.
Ζωντανές ηρωίδες της καθημερινότητας οι μάνες του πολέμου, οι μάνες της προσφυγιάς, οι μάνες των παιδιών με ειδικές ανάγκες υποστηρίζουν με υποδειγματική γενναιότητα τα παιδιά τους για μια ζωή με αξιοπρέπεια και ποιότητα. Τραγικό αποκορύφωμα η χαροκαμένη μάνα, ως σύμβολο του άφατου πόνου, που παραμένει ενωμένη με το παιδί της στη σιωπηλή μνήμη του Θεού.
Δίπλα, όμως, στις μάνες της αυτοθυσίας και της γενναιότητας, που ορμούν στις φλόγες για να σώσουν τα παιδιά τους, που δίνουν τη ζωή τους για να για να γλιτώσουν τα παιδιά τους από το θάνατο, βρίσκονται και κάποιες άλλες μάνες της καθημερινότητας, που η συμπεριφορά τους δεν είναι καθόλου ιδανική: μάνες καταπιεστικές και υπερπροστατευτικές, μάνες αδιάφορες και απορριπτικές, μάνες επιθετικές, με ψυχικά νοσήματα, μάνες που εμπορεύονται τα σώματα και τις ψυχές των παιδιών τους, μάνες που πετούν τα νεογέννητά τους στους κάδους των σκουπιδιών………
Δυστυχώς, η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ εξιδανικευμένη και η κοινωνία των ανθρώπων δεν είναι κοινωνία αγγέλων. Η μητρότητα έχει κι αυτή τις δικές της προϋποθέσεις. Δε θα πρέπει να είναι τυχαία και απερίσκεπτη κατάσταση, αλλά συνειδητή και ώριμη επιλογή. Η νέα γυναίκα θα πρέπει να προετοιμάζει σωστά το σώμα και την ψυχή της για το μεγάλο γεγονός.
Οι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί θεσμοί της οργανωμένης πολιτείας θα πρέπει να την εκπαιδεύουν σωστά για το νέο της ρόλο με τη συνδρομή ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών. Η βοήθεια του κράτους, αν θέλει να χαρακτηρίζεται ως κοινωνικό, θα πρέπει να είναι απλόχερη απέναντί της με διάφορες οικονομικές παροχές και διευκολύνσεις, θεσμοθετημένες για τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.
Και, τέλος, η οικογένειά της θα πρέπει να την περιβάλλει με περισσή στοργή και φροντίδα και να την υποστηρίξει στα νέα της καθήκοντα. Η ενότητα και η σύμπνοια του ζευγαριού και η συμμετοχή του συζύγου στην ανατροφή των παιδιών είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ισορροπημένη λειτουργία της οικογένειας. Η μητέρα είναι άνθρωπος και πρέπει να εκπληρώνει χωρίς ενοχές τις προσωπικές της ανάγκες για ολοκλήρωση και επιβεβαίωση, ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει γενναιόδωρα την αγάπη και τη στοργή της.
Γιορτές όπως η σημερινή λειτουργούν σε δύο επίπεδα: σε συλλογικό και σε ατομικό. Η επέτειος της μητέρας σε συλλογικό επίπεδο μπορεί να μας συνεγείρει στα καθήκοντά μας και να αποτελέσει αφορμή για νέες διεκδικήσεις και αγώνες για τα δικαιώματα της μάνας, που ο ρόλος της στη σύγχρονη καθημερινότητα είναι εξαιρετικά πολύπλοκος και πολυσύνθετος.
Σε προσωπικό επίπεδο γιορτές όπως η σημερινή συνδαυλίζουν τις μύχιες δυνάμεις και τα κοιμισμένα αισθήματα που κρύβουμε μέσα μας, αναρριπίζουν τη διάθεσή μας για προσφορά και φωτίζουν τη σκέψη και τη δράση μας. Ας αδράξουμε, λοιπόν, τη σημερινή ευκαιρία για να καταθέσουμε την αγάπη και το σεβασμό μας στο πρόσωπο της Μητέρας μας και της κάθε Μάνας, που είναι η ιέρεια της αγάπης και της αφοσίωσης, της συγχωρητικότητας και της ανιδιοτέλειας, που είναι το θεμέλιο και η ρίζα της ζωής.
Γιατί πέρα και πάνω από όλα στη βαθύτερη συνείδηση του ανθρώπου η μάνα είναι το σύμβολο της εστιότητας και το σταθερό κι ακύμαντο λιμάνι του κάθε κατατρεγμένου σε όλη του τη ζωή, είναι η αγκαλιά που μας οδηγεί στα χρόνια της παιδικής μας αθωότητας. Ακόμα κι όταν αυτή η ζεστή αγκαλιά γίνει ένας κρύος μαρμάρινος σταυρός, η σκέψη και η ανάμνηση της αγάπης της εξακολουθεί να είναι το πιο τρυφερό καταφύγιο και το πιο απάνεμο αραξοβόλι.
Γενναιόδωρες και ευλογημένες μητέρες όλου του κόσμου,
χρόνια πολλά!
Όλγα Μούσιου Μυλωνά
Σχολική Σύμβουλος Π.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου