Πιστεύω ότι είναι βασικό να αρχίσουμε το στοχασμό μας και το κείμενο αυτό, παραδεχόμενοι ότι η Τέχνη είναι μια πνευματική δραστηριότητα του ανθρώπου που σχετίζεται απόλυτα και άμεσα με το περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργείται. Διευκρινίζουμε, λοιπόν, από την αρχή ότι η Τέχνη είναι απόρροια του περιβάλλοντος, όπως αυτό ορίζεται μέσα σε συγκεκριμένα όρια που θα μπορούσαμε να θέσουμε στις έννοιες του χώρου και του χρόνου. Και λέω ότι θα μπορούσαμε να θέσουμε, αναφερόμενοι στις έννοιες αυτές όχι μέσα από τις φυσικές τους διαστάσεις οι οποίες
είναι μεταβλητές αλλά μέσα από τις τοπικές και κυρίως ανθρωπομετρικές διαστάσεις σύμφωνα με τις οποίες κινείται και εργάζεται το ανθρώπινο ον. Δηλαδή περιορίζουμε τις διαστάσεις του χωρίου χρονικά και γεωγραφικά ώστε να μπορέσουμε ψύχραιμα να παρακολουθήσουμε την πορεία του φαινομένου που θα ονομάσουμε κάθε φορά Τέχνη. Και αυτό γιατί απλούστατα τα κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κάποια από τις ανθρώπινες πράξεις ως Τέχνη διαφέρουν από τόπο σε τόπο και συνήθως είναι ανάλογα με τα κριτήρια και τα χαρακτηριστικά τα οποία ορίζουν τον κάθε πολιτισμό.
Έτσι, με άλλα κριτήρια θα πρέπει να αντιληφθούμε τις καλλιτεχνικές σκέψεις και πράξεις που αφορούν δραστηριότητες ανθρώπων σε άλλες ηπείρους και με διαφορετικές ανάγκες από αυτές που ορίζουμε θεωρώντας και βιώνοντας ανάγκες τις οποίες αυτάρεσκα αντλούμε από την Ευρωπαϊκή παράδοση φτάνοντας έως και τις απαρχές του κυκλαδικού πολιτισμού και αναφερόμενοι αφηρημένα στους άλλους πολιτισμούς π.χ. τον κινέζικο.
Όπως καταλαβαίνουμε, είναι σκόπιμο να περιορίσουμε το ενδιαφέρον μας στη παραγωγή της πολιτισμικής σκέψης του παρόντος και της χώρας μας, και μάλιστα της περιφέρειας, γιατί είναι εύκολα κατανοητό ότι τα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά μιας πόλης είναι ένας παράγοντας σημαντικότατος όσον αφορά τη θεώρηση της πολιτισμικής σκέψης και παραγωγής, καθώς η ζωή είναι διαφορετική από πόλη σε πόλη. Έτσι εστιάζουμε τώρα την προσοχή μας στην περιφέρεια, στην Θεσσαλονίκη και γιατί όχι στη Φλώρινα, οι οποίες ναι μεν είναι δραστήριες εικαστικά αλλά ποτέ δεν έπαψαν να είναι περιφέρεια και να τροφοδοτούν την Αθήνα με δημιουργούς αλλά και εργατικό δυναμικό όλων των ειδών.
Μετά από αυτή τη γενική θεώρηση των πραγμάτων ας περάσουμε τώρα στον ορισμό της τέχνης. Είναι κάτι χρήσιμο; Ζει κανείς χωρίς τέχνη; Είναι απαραίτητη για τη ζωή μας; Σε ποιο επίπεδο αναγκαιότητας τοποθετούμε την παραγωγή και την κατανάλωση των προϊόντων της Τέχνης; Πώς η σύγχρονη κοινωνία αντιλαμβάνεται το ρόλο του καλλιτέχνη και σε τι ύψος τον τοποθετεί στην κοινωνική πυραμίδα σε σχέση με τις προηγούμενες κοινωνίες; Ο ίδιος ο καλλιτέχνης πώς αντιλαμβάνεται τον ρόλο του; Μέσα από το ιδιωτικό, το προσωπικό του πρίσμα, ή μέσα από το πρίσμα του κοινωνικού του ρόλου; Δημιουργεί για να καλύψει δικές του ανάγκες μόνο ή αισθάνεται ότι η επικοινωνία με το κοινό είναι ένα από τα ζητούμενά του; Τι είναι σημαντικότερο για το φαινόμενο Τέχνη, το ιδιωτικό ή το δημόσιο βλέμμα; Και για ποια τέχνη θα μιλήσουμε σήμερα, για αυτήν που παράγει ένας επαγγελματίας ή ένας ερασιτέχνης καλλιτέχνης; Ο χώρος μέσα στον οποίο προσφέρεται η τέχνη είναι μόνο αυτός που χαρακτηρίζεται ως επαγγελματικός ή η Τέχνη δικαιούται να συναντά τον άνθρωπο σε όλους τους χώρους ακόμα και στο δρόμο; Τα ερωτήματα που τέθηκαν λίγο πιο πάνω δεν είναι δυνατόν να μην αναδείξουν περισσότερο την αξία της ύπαρξης του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης αλλά και του νεοσύστατου Τμήματος των Εικαστικών που εδρεύει στη Φλώρινα.
Στα ερωτήματα που σας έθεσα μπορώ να δώσω κάποιες απαντήσεις, αυτές που προκύπτουν από τη ζωή μου ως καλλιτέχνη και κατά τη γνώμη μου το σπουδαιότερο δεν είναι να δώσουμε σε αυτά κοινές απαντήσεις, αλλά ο καθένας από μας να ορίσει τη σχέση του με το φαινόμενο τέχνη και εν τέλει να την εφαρμόσει στη ζωή του ως δέκτης και γιατί όχι ως δημιουργός.
Αυτή η θέση μου ξεκινάει από τις μη συγκρίσιμες αξίες της Τέχνης και της Επιστήμης. Στην επιστήμη τα πάντα μπορούν να μετρηθούν και να συγκριθούν, στην Τέχνη τα πάντα υπακούουν στο αξίωμα, ότι ένα και ένα δεν κάνουν απαραίτητα δύο. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ο καλλιτέχνης αισθάνεται ελεύθερος να εκφράζεται. Βεβαίως πάντοτε κάτω από κάποιους αισθητικούς κανόνες. Οι κανόνες αυτοί ενίοτε αλλάζουν και έτσι δημιουργούνται τα διάφορα καλλιτεχνικά στυλ ανά τις εποχές. Θα έλεγα, ότι οι κανόνες διαδέχονται οι μεν τους δε σε μια συνέχεια αλλαγών, απολύτως αρμονικών με το περιβάλλον και τα όσα μέσα ο τεχνολογικός πολιτισμός μας προσφέρει. Παράδειγμα, εύκολο, είναι το κίνημα του κυβισμού αλλά ακόμα πιο εύκολο είναι το σημερινό με τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας στην Τέχνη. Είναι απολύτως βέβαιο ότι θα με ρωτήσετε αν ο κάθε χρήστης ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι καλλιτέχνης. Θα απαντήσω αμέσως λέγοντας ότι όποιος κρατάει πινέλο και το χρησιμοποιεί δεν είναι απαραίτητα καλλιτέχνης. Για να θεωρήσουμε ότι μια ανθρώπινη σκέψη και πράξη είναι καλλιτεχνική και όχι απλά μια εφαρμογή τεχνικής, πέρα από το στοιχείο της δεξιότητας των χεριών πρέπει να έχει σίγουρα το στοιχείο της σύνθεσης που είναι μια κατ’ εξοχή πνευματική εργασία. Άρα αμέσως ξεχωρίζει ο καλλιτέχνης από τον τεχνίτη. Ο τεχνίτης μπορεί να χαρακτηρίζει την εργασία του με ποιότητα και αρτιότητα αλλά ο καλλιτέχνης πρέπει να τη χαρακτηρίζει με γνωρίσματα ενός υψηλότερου πνευματικού επιπέδου, που τα συνοψίζουμε όλα στην έννοια της σύνθεσης. Και δε μιλώ μόνο για τους εικαστικούς καλλιτέχνες αλλά για όλους τους δημιουργούς, μουσικοσυνθέτες, λογοτέχνες, σκηνοθέτες μα και για τον καθένα που θα προσπαθούσε να μετατρέψει την πράξη μιας μη «καλής τέχνης» σε καλή προσδίδοντάς της τα στοιχεία μιας σύνθεσης.
Τώρα θα θίξω ένα πρόβλημα που μας απασχολεί όλους αλλά κυρίως όσους ασχολούνται με τα εικαστικά. Γιατί στα εικαστικά; Γιατί για παράδειγμα, το να γράψει ή να εκτελέσει κανείς ένα μουσικό έργο είναι κατά τα φαινόμενα πράξη δυσκολότερη ακόμα και στον τομέα της δεξιότητας από ότι να ασχοληθεί κανείς με τα σχήματα και με τα χρώματα. Όλοι μπορούν να λένε ότι ζωγραφίζω, αλλά όλοι δε μπορούν να λένε ότι παίζω ή γράφω μουσική. Ίσως γιατί η μετάφραση του ήχου σε νότα είναι πολύ πιο σύνθετη και αφηρημένη έννοια από το να «ζωγραφίσει κανείς». Τότε θα κρατούσαμε αυτάρεσκα τα εικαστικά έργα φυλακισμένα σε μια κάστα που θα τα δημιουργεί και θα απευθύνεται μόνο σε ένα κοινό. Δε με ενοχλεί να ασχολείται ο κόσμος με την Τέχνη. Τόσο το καλύτερο. Θα γίνει ένας απαιτητικός και ωριμότερος πολίτης και θα ζητά περισσότερα από αυτούς που εκλέγει. Ο Πικάσο έλεγε ότι η Τέχνη δεν έγινε για να διακοσμεί σαλόνια. Έγινε για να μπορεί ο άνθρωπος να καλλιεργεί και να ολοκληρώνει την οντότητά του. Και ως δημιουργός αλλά και ως αποδέκτης των δημιουργημάτων των άλλων. Για αυτό και θεωρώ ότι η ενασχόληση με την Τέχνη δεν είναι προνόμιο αλλά καθήκον των εκλεγμένων και απαίτηση των εκλογέων πολιτών.
Η θέση μου αυτή είναι βαθύτατα πολιτική και καθόλου κομματική. Ακριβώς πιστεύω στην οικουμενικότητα της έννοιας της Τέχνης και δε βλέπω το λόγο γιατί η Τέχνη να περιορίζεται σε χώρους ειδικούς και να ασχολούνται μαζί της μόνο οι ειδικοί.
Νομίζω ότι στην παρούσα πολύ δύσκολη οικονομικά, αλλά και ηθικά, συγκυρία που περνάει η χώρα μας, όποια δραστηριότητα ανθρώπινη αφυπνίζει τις συνειδήσεις και ενεργοποιεί τους πολίτες καλλιεργώντας το πνεύμα τους, αυτή είναι αναγκαία. Ας ξεφεύγει μέσα από τους συνήθεις χώρους. Ας ακούγεται η μουσική στο δρόμο. Ας βγουν τα σχήματα και τα χρώματα στο δρόμο. Ας μοιράζεται η κινούμενη εικαστική εικόνα στα μάτια όλων. Αυτός είναι ο πολιτισμός. Με αυτά που λέω δεν αναιρώ κανένα φορέα διδασκαλίας και διάδοσης της Τέχνης. Μα αυτή είναι μια έννοια μια ενέργεια που ρέει και δεν είναι δυνατόν να μένει περιορισμένη. Για αυτό και όσο περισσότεροι άνθρωποι ευεργετούνται από την Τέχνη τόσο το καλύτερο.
Αν με ρωτήσετε πάλι, για τους νέους και τις δικές τους ιδιαίτερες μορφές έκφρασης, οι οποίες μπορεί να μας φαίνονται επιθετικές και όχι πάντα χάρμα ιδέσθαι, αυτοί καλώς πράττουν και ας ξαναθυμηθούμε τον Πικάσο και τα λόγια που προανέφερα. Τα εικαστικά προσλαμβάνονται συνήθως σε πρώτο επίπεδο με το μάτι, αλλά με το μυαλό αναλύονται και αφομοιώνονται. Άρα οργισμένη ψυχή και κοφτερό μυαλό είναι μια συνταγή που σίγουρα μας δίδει αποτελέσματα.
Αυτές οι σκέψεις που καταγράφονται σήμερα, είναι αποτέλεσμα μίας πολύχρονης δραστηριότητας γύρω από τη χαρακτική, τις εικαστικές εκτυπώσεις (κομμάτι των οποίων είναι σήμερα η χαρακτική) και την απήχηση που έχουν στον κόσμο. Και από την κοινωνιολογική τους πλευρά αλλά και από την καθαρά εικαστική. Και εννοώ την αντίληψη της φόρμας την οποία παράγουν οι σύγχρονες και οι παλαιότερες τεχνικές των εικαστικών τυπωμάτων. Αντιλαμβανόμενος το ρευστό της Τέχνης, τα όλο και περισσότερο διαπερατά όρια, όσο αφορά, τις κατατάξεις σε είδος των εικαστικών τεχνών, εφαρμόζοντας ιδέες που πήγασαν από τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα μου, κινήθηκα ελεύθερα, γνωρίζοντας, όμως πολύ καλά τον αποχρώντα λόγο της κάθε μου κίνησης. Όχι αυθαίρετα, μα πάντα προσπαθώντας να βρω τους ιδεολογικούς προπάτορες της κάθε μου εικαστικής σκέψης και πράξης. Προσπάθησα και προσπαθώ να εμπνέομαι από το περιβάλλον μου και την παγκοσμιότητά του, το πεπερασμένο των διατάσεών του, καθώς προσπαθώ να το εντάξω νοητά μέσω των έργων και των σκέψεών μου σε μια μεγαλύτερη συνολική αρμονία.
Γι’ αυτό το λόγο η έκθεση στο Μουσείο της Φλώρινας περιλαμβάνει, τόσο παλαιότερα αλλά και πολύ νεώτερα έργα. Και πάντα, μιλούμε για έργα που ενέχουν τις ιδέες και τις πράξεις του χαράγματος και του τυπώματος σε ένα κοινό τόπο. Και ας μην είναι τα μορφολογικά αποτελέσματα των πράξεων αυτών ευθέως ανάλογα πάντα. Αρκεί να συγκατοικεί η ιδέα της χάραξης με αυτή του τυπώματος. Αρκεί να υπάρχει η πράξη της χάραξης και το τύπωμα να αντικαθίσταται με τη σκιά της χάραξης. Αρκεί, επίσης, ένα ζεύγος κατόπτρων να πολλαπλασιάζει στο άπειρο το οπτικό ερέθισμα μιας χαραγμένης και μελανωμένης μήτρας και να μας παρουσιάζει την έννοια της εκτύπωσης σε άπειρο αριθμό αντιτύπων.
Μήπως, όλες αυτές οι προσπάθειες είναι αιρετικές; Mα τότε τίποτα δε θα είχε αλλάξει και η θέλησή μας για έρευνα θα είχε μαραθεί. Θα αφήναμε τη καλλιτεχνική ζωή μας να περνάει χωρίς να αναλαμβάνουμε ποτέ τον ευγενή κίνδυνο της αποτυχίας που προέρχεται από την προσπάθειά μας να προτείνουμε προς καθιέρωση καινούργιες ιδέες και πράγματα.
Ακολουθώντας αυτό το αξίωμα της καθαγιασμένης συνεχούς προσπάθειας μετακίνησα τα όρια του έως τώρα αποδεκτού έργου της χαρακτικής και ονόμασα τα έργα αυτά εικαστικές εκτυπώσεις. Εκτυπώσεις που τολμούν να χρησιμοποιούν ακόμα και τις τρεις διαστάσεις.
Η πρόσφατη σειρά των εγχρώμων ξυλογραφιών είναι έργα τα οποία επικεντρώνουν το ενδιαφέρον στην προσπάθεια να προσκαλέσουν το θεατή στη σφαίρα του δημόσιου ή καλύτερα του κοινωνικού πρίσματος. Σε αυτά τα έργα το νέο δεν έγκειται στην τεχνική που είναι η έγχρωμη ξυλογραφία, αλλά στη μετακίνηση του σχολιασμού από το προσωπικό στο δημόσιο και ακόμα πλατύτερα στο διεθνές, καθώς η έναρξη της φιλοτέχνησης της σειράς συμπίπτει με την έναρξη της Αραβικής κοινωνικής άνοιξης και ενός υποκριτικού πολέμου, μοντέλου του Δυτικού κόσμου. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στις αυτοπροσωπογραφίες που έγιναν συνθέτοντας την ψηφιακή εκτύπωση με την κλασική ακιδογραφία και τις πρόσφατες ξυλογραφίες. Έτσι όταν οι κύκλοι των εργασιών κλείνουν, κλείνουν συνήθως με την αναφορά στις απαρχές της τέχνης μέσω της οποίας πραγματοποιούνται. Και εδώ δε μπορώ παρά να θυμηθώ τα χαρακτικά του Γκόγια και του Καγιό με την πολεμική θεματογραφία. Βεβαίως και η διαχείριση του θέματος είναι διαφορετική, όταν εικόνα και γραπτός λόγος συντίθενται στην ίδια επιφάνεια καθώς τα σχήματα των γραμμάτων συμμετέχουν στη σύνθεση. Το καινούργιο βλέμμα είναι λογικό αποτέλεσμα των όσων η Τέχνη έχει κατακτήσει και στο πεδίο της φόρμας αλλά και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Όσο για το έργο των τριών διαστάσεων του 2010 που τιτλοφορείται «Απειλή» δεν μπορεί παρά να μας τρομάξει με την επικαιρότητά του. Αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος του, μόνο που η έννοια του «προαναγγελθέντος» την οποία θα μπορούσε να βρει κανείς στην ημερομηνία της σύνθεσής του, δεν υπάρχει πια, καθώς περισσότερο ισχύει η έννοια του συνεχούς που και την αναιρεί ή καλύτερα δηλώνει μια τρομακτική συνέχεια στα όσα κακά συμβαίνουν.
Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω από την καρδιά μου το Δ.Σ. του Μουσείου για την τιμή που μου κάνει να εκθέσω στον καθιερωμένο πια χώρο του Μουσείου αλλά να ευχαριστήσω επίσης την Τοπική Αυτοδιοίκηση για την πολύτιμη έκδοση αυτού του καταλόγου.
Ξενής Σαχίνης
Καθηγητής Χαρακτικής Α.Π.Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου