Ενα απογευματινό του Αυγούστου του έτους 1964, το φέρυ «Άγιος Γεράσιμος» προσέγγισε, σχίζοντας τα ήσυχα νερά του Ιονίου, το λιμάνι της Σάμης.
Μπροστά μου ο πράσινος όγκος του νησιού. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ήμασταν αγόρια πολλά από Φλώρινα-Καστοριά-Πέλλα στο λιμάνι της Πάτρας. Πρώτη φορά
στη ζωή μου έβλεπα θάλασσα, πρώτη φορά καράβι. Το βράδυ της προηγούμενη ημέρας είχαμε φιλοξενηθεί στο «Ιωσηφόγλειο Ορφανοτροφείο» επί της Λεωφόρου Συγγρού στην Αθήνα. Είχαμε ξεκινήσει νωρίς από το κέντρο νεότητας που τότε ήταν στο σημερινό κτίριο Εξάρχου στη Φλώρινα. Ο συμμαθητής μου και συγχωριανός, ο Αντρέας, δεν ήταν μαζί μας. Στη διαδρομή προς Αθήνα δε χόρταινα να παρατηρώ από το παράθυρο του λεωφορείου τις πόλεις και τα μέρη που περνούσαμε, να διαβάζω τις πινακίδες, να προσπαθώ να προσδιορίσω τόπους με ιστορική βαρύτητα (Σαραντάπορο, Αλαμάνα με τον Αθανάσιο Διάκο, Θερμοπύλες με το Λεωνίδα).Φτάσαμε απόγευμα στην Αθήνα. Μεγάλη πόλη, πολλά αυτοκίνητα. Τη μόνη πόλη που είχα γνωρίσει μέχρι τότε ήταν η μικρή Φλώρινα. Μαθητής για ένα σχολικό έτος (1963-‘64) στην Ά τάξη του Γυμνασίου Αρρένων Φλωρίνης.
Μεσημέρι μιας ημέρας Ιουνίου 1964 ανέβαινα τα σκαλιά της αυλής του Γυμνασίου. (προαγωγικές εξετάσεις περιόδου Ιουνίου). Αποχωρούσαν εκείνη την ώρα δύο καθηγήτριές μου, η φυσικός κ.Χαστάογλου, μια ψηλή πανέμορφη γυναίκα, και η φιλόλογος –λυπάμαι που δε θυμάμαι το επίθετό της- η οποία υστερούσε μόνο σε ομορφιά από την κ.Χαστάογλου. Όταν με είδε είπε: «ε, Γερμανίδη δε χρειάζεται εσύ να δεις τα αποτελέσματα. Ήσουν πολύ καλός στα δικά μου μαθήματα». Η φιλόλογος μισοχάλασε την ωραία εικόνα, λέγοντας «ναι, αλλά στα δικά μου ήσουν μέτριος». Ας όψεται η «αμαρτωλή» σλαυοφωνία μου. Φυσική 18, Γεωγραφία 18 αλλά Ελληνικά 13 και Έκθεση μόλις 11.
Εκείνο το καλοκαίρι το πέρασα στο χωριό μου βοηθώντας τους γονείς μου στις αγροτικές εργασίες.
Η αρρενοτσακαλοπαρέα απελάμβανε το κολύμπι στη «λάκκα του Κατσικά» στο ποτάμι του χωριού που συγκεντρώνει τα νερά της λεκάνης απορροής Τριανταφυλλιάς-Πολυποτάμου-Ατραπού. Μετρούσαμε διάφορες αντοχές της εφηβείας μας. Μαζί μας και ο Ανδρέας, με τον οποίο συγκατοικούσα στο ίδιο δωμάτιο στη Φλώρινα, στην οικία του δασκάλου κ.Σεϊταρίδη. Ήμασταν οι δύο μόνοι άρρενες του χωριού που μετά την αποφοίτηση από το Δημοτικό συνεχίσαμε –μετά από εξετάσεις- στο Γυμνάσιο. Ο Ανδρέας ήταν από μικρασιατική οικογένεια και καλός μαθητής. Εγώ όπως προανέφερα από σλαυόφωνη, αλλά επίσης καλός μαθητής.
Ήταν αρχές Αυγούστου του 1964 όταν η εκ Τροπαιούχου καταγόμενη κα Σοφία Πεντερίδου, υπάλληλος της Βασιλικής Πρόνοιας, ανακοίνωσε στους γονείς μου ότι είχα επιλεγεί (τα κριτήρια επιλογής δεν τα γνωρίζω ακόμα και σήμερα) για να φιλοξενηθώ στο οικοτροφείο Γυμνασιοπαίδων «Ο Βασιλεύς Παύλος» στη Λάσση Κεφαλονιάς. Θυμάμαι ότι βάζαμε χόρτα στο αχερώνα και η καλή υπάλληλος ρώτησε τους γονείς μου αν συμφωνούν. Ο πατέρας μου είπε «ναι» χωρίς να βασανίσει πολύ το θέμα. (Φτώχεια γαρ). Η μάνα μου δε μίλησε. Πρόλαβα και είδα μια φευγαλέα θλίψη στο πανέμορφο πρόσωπό της. Εγώ χαρούμενος συμφώνησα. Δεν είχα δει ποτέ μου θάλασσα και τοποθέτησα στο Αιγαίο το νησί. Με βοήθησε το 18 που είχα στη Γεωγραφία της πρώτης τάξης, στο Γυμνάσιο Αρρένων Φλωρίνης.
Ο αδερφός μου ετοιμαζόταν για την Αυστραλία, όπου ήδη ήταν προ διετίας η αδερφή μας. Εργαζόταν τότε σε ένα ξυλουργείο επί της 25ης Μαρτίου. Φύγαμε όλα τα οικοτροφάκια για το Αργοστόλι, τέλος Αυγούστου.
Τον αδερφό μου τον αποχαιρέτησα βουβά με ένα σφιχτό αγκάλιασμα. Δεν με ενόχλησε που μύριζε ροκανίδι.
Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν καλοκαιρινά για τα δυο μα αδέρφια στη Μελβούρνη, εγώ έπαιξα την Παναγία στο χριστουγεννιάτικο θεατρικό και οι γονείς μου στο χωριό μοιράστηκαν πορτοκάλια, κάστανα και θρεψίνη με τον μικρότερο αδερφό μας. Ήταν κατάτι μεγαλύτερες οι μερίδες τους.
Είχε σουρουπώσει και τα λεωφορεία από τη Σάμη μέσα από τις ανηφόρες-στροφές-κατηφόρες του ορεινού όγκου του Αίμου, μετέφεραν τα κουρασμένα εφηβικά μας σώματα και τις αγωνίες μας για το νέο-άγνωστο τόπο.
Απ’ τον Κούταβο η θέα της απλωμένης πόλης του Αργοστολίου. Περάσαμε τη βενετσιάνικη γέφυρα, ανηφορίσαμε στην περιοχή «Φαραώ» κι ύστερα μια γλυκιά κατηφόρα στο στενό ασφαλτοστρωμένο δρόμο με ελαιώνες πολλούς δεξιά και αριστερά. Στο βάθος η θάλασσα.
Αυτή η περιοχή-παρθένα τότε από τουρισμό ήταν η Λάσση. Εκεί και το χαμηλό τσιμεντόκτηστο κτήριο του Οικοτροφείου Γυμνασιοπαίδων «Ο Βασιλεύς Παύλος».
Αφού μας χωρίσανε σε θαλάμους και δωμάτια περάσαμε στη μεγάλη αίθουσα της τραπεζαρίας. Δύσκολα κατέβαινε το κριθαράκι, «φάε παιδί μου το φαΐ σου» με προέτρεψε ο κ. Πεβεράτος.
«Δεν έχω όρεξη κύριε», τόλμησα να πω.
Χαμογέλασε με καλοσύνη και μου είπε: «εδώ τρώμε υποχρεωτικά το φαΐ μας». Κατάλαβα από τη πρώτη ώρα ότι εκεί τα πράγματα ήταν κάπως αλλιώς.
Πέντε χρόνια για μένα τα καλύτερα δύσκολά μου χρόνια.
Εκεί καρφωμένα με τις μνήμες να μη φεύγουν ακόμα.
στη ζωή μου έβλεπα θάλασσα, πρώτη φορά καράβι. Το βράδυ της προηγούμενη ημέρας είχαμε φιλοξενηθεί στο «Ιωσηφόγλειο Ορφανοτροφείο» επί της Λεωφόρου Συγγρού στην Αθήνα. Είχαμε ξεκινήσει νωρίς από το κέντρο νεότητας που τότε ήταν στο σημερινό κτίριο Εξάρχου στη Φλώρινα. Ο συμμαθητής μου και συγχωριανός, ο Αντρέας, δεν ήταν μαζί μας. Στη διαδρομή προς Αθήνα δε χόρταινα να παρατηρώ από το παράθυρο του λεωφορείου τις πόλεις και τα μέρη που περνούσαμε, να διαβάζω τις πινακίδες, να προσπαθώ να προσδιορίσω τόπους με ιστορική βαρύτητα (Σαραντάπορο, Αλαμάνα με τον Αθανάσιο Διάκο, Θερμοπύλες με το Λεωνίδα).Φτάσαμε απόγευμα στην Αθήνα. Μεγάλη πόλη, πολλά αυτοκίνητα. Τη μόνη πόλη που είχα γνωρίσει μέχρι τότε ήταν η μικρή Φλώρινα. Μαθητής για ένα σχολικό έτος (1963-‘64) στην Ά τάξη του Γυμνασίου Αρρένων Φλωρίνης.
Μεσημέρι μιας ημέρας Ιουνίου 1964 ανέβαινα τα σκαλιά της αυλής του Γυμνασίου. (προαγωγικές εξετάσεις περιόδου Ιουνίου). Αποχωρούσαν εκείνη την ώρα δύο καθηγήτριές μου, η φυσικός κ.Χαστάογλου, μια ψηλή πανέμορφη γυναίκα, και η φιλόλογος –λυπάμαι που δε θυμάμαι το επίθετό της- η οποία υστερούσε μόνο σε ομορφιά από την κ.Χαστάογλου. Όταν με είδε είπε: «ε, Γερμανίδη δε χρειάζεται εσύ να δεις τα αποτελέσματα. Ήσουν πολύ καλός στα δικά μου μαθήματα». Η φιλόλογος μισοχάλασε την ωραία εικόνα, λέγοντας «ναι, αλλά στα δικά μου ήσουν μέτριος». Ας όψεται η «αμαρτωλή» σλαυοφωνία μου. Φυσική 18, Γεωγραφία 18 αλλά Ελληνικά 13 και Έκθεση μόλις 11.
Εκείνο το καλοκαίρι το πέρασα στο χωριό μου βοηθώντας τους γονείς μου στις αγροτικές εργασίες.
Η αρρενοτσακαλοπαρέα απελάμβανε το κολύμπι στη «λάκκα του Κατσικά» στο ποτάμι του χωριού που συγκεντρώνει τα νερά της λεκάνης απορροής Τριανταφυλλιάς-Πολυποτάμου-Ατραπού. Μετρούσαμε διάφορες αντοχές της εφηβείας μας. Μαζί μας και ο Ανδρέας, με τον οποίο συγκατοικούσα στο ίδιο δωμάτιο στη Φλώρινα, στην οικία του δασκάλου κ.Σεϊταρίδη. Ήμασταν οι δύο μόνοι άρρενες του χωριού που μετά την αποφοίτηση από το Δημοτικό συνεχίσαμε –μετά από εξετάσεις- στο Γυμνάσιο. Ο Ανδρέας ήταν από μικρασιατική οικογένεια και καλός μαθητής. Εγώ όπως προανέφερα από σλαυόφωνη, αλλά επίσης καλός μαθητής.
Ήταν αρχές Αυγούστου του 1964 όταν η εκ Τροπαιούχου καταγόμενη κα Σοφία Πεντερίδου, υπάλληλος της Βασιλικής Πρόνοιας, ανακοίνωσε στους γονείς μου ότι είχα επιλεγεί (τα κριτήρια επιλογής δεν τα γνωρίζω ακόμα και σήμερα) για να φιλοξενηθώ στο οικοτροφείο Γυμνασιοπαίδων «Ο Βασιλεύς Παύλος» στη Λάσση Κεφαλονιάς. Θυμάμαι ότι βάζαμε χόρτα στο αχερώνα και η καλή υπάλληλος ρώτησε τους γονείς μου αν συμφωνούν. Ο πατέρας μου είπε «ναι» χωρίς να βασανίσει πολύ το θέμα. (Φτώχεια γαρ). Η μάνα μου δε μίλησε. Πρόλαβα και είδα μια φευγαλέα θλίψη στο πανέμορφο πρόσωπό της. Εγώ χαρούμενος συμφώνησα. Δεν είχα δει ποτέ μου θάλασσα και τοποθέτησα στο Αιγαίο το νησί. Με βοήθησε το 18 που είχα στη Γεωγραφία της πρώτης τάξης, στο Γυμνάσιο Αρρένων Φλωρίνης.
Ο αδερφός μου ετοιμαζόταν για την Αυστραλία, όπου ήδη ήταν προ διετίας η αδερφή μας. Εργαζόταν τότε σε ένα ξυλουργείο επί της 25ης Μαρτίου. Φύγαμε όλα τα οικοτροφάκια για το Αργοστόλι, τέλος Αυγούστου.
Τον αδερφό μου τον αποχαιρέτησα βουβά με ένα σφιχτό αγκάλιασμα. Δεν με ενόχλησε που μύριζε ροκανίδι.
Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν καλοκαιρινά για τα δυο μα αδέρφια στη Μελβούρνη, εγώ έπαιξα την Παναγία στο χριστουγεννιάτικο θεατρικό και οι γονείς μου στο χωριό μοιράστηκαν πορτοκάλια, κάστανα και θρεψίνη με τον μικρότερο αδερφό μας. Ήταν κατάτι μεγαλύτερες οι μερίδες τους.
Είχε σουρουπώσει και τα λεωφορεία από τη Σάμη μέσα από τις ανηφόρες-στροφές-κατηφόρες του ορεινού όγκου του Αίμου, μετέφεραν τα κουρασμένα εφηβικά μας σώματα και τις αγωνίες μας για το νέο-άγνωστο τόπο.
Απ’ τον Κούταβο η θέα της απλωμένης πόλης του Αργοστολίου. Περάσαμε τη βενετσιάνικη γέφυρα, ανηφορίσαμε στην περιοχή «Φαραώ» κι ύστερα μια γλυκιά κατηφόρα στο στενό ασφαλτοστρωμένο δρόμο με ελαιώνες πολλούς δεξιά και αριστερά. Στο βάθος η θάλασσα.
Αυτή η περιοχή-παρθένα τότε από τουρισμό ήταν η Λάσση. Εκεί και το χαμηλό τσιμεντόκτηστο κτήριο του Οικοτροφείου Γυμνασιοπαίδων «Ο Βασιλεύς Παύλος».
Αφού μας χωρίσανε σε θαλάμους και δωμάτια περάσαμε στη μεγάλη αίθουσα της τραπεζαρίας. Δύσκολα κατέβαινε το κριθαράκι, «φάε παιδί μου το φαΐ σου» με προέτρεψε ο κ. Πεβεράτος.
«Δεν έχω όρεξη κύριε», τόλμησα να πω.
Χαμογέλασε με καλοσύνη και μου είπε: «εδώ τρώμε υποχρεωτικά το φαΐ μας». Κατάλαβα από τη πρώτη ώρα ότι εκεί τα πράγματα ήταν κάπως αλλιώς.
Πέντε χρόνια για μένα τα καλύτερα δύσκολά μου χρόνια.
Εκεί καρφωμένα με τις μνήμες να μη φεύγουν ακόμα.
Γερμανίδης Αθανάσιος
Οικότροφος 1964-1969
Σ.Σ. Το κείμενο αυτό ήταν η εισήγηση του Θ.Γερμανίδη στην Ημερίδα που διοργάνωσε το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης με θέμα: "Τα παιδιά της Φρειδερίκης"
Τόσο ευγενικό και φορτισμένο ταυτόχρονα. Βαθύτατα ανθρώπινο και βαθύτατα πολιτικό!
ΑπάντησηΔιαγραφή(Γράφω βουρκωμένος..)