Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Το κουλούρι είναι από τα πιο παλιά αρτοσκευάσματα του τόπου μας. Υπήρχε και υπάρχει, και συμπληρώνει την διατροφή μας τις πρωινές ώρες. Κουλούρι το πρωί στο σπίτι, κουλούρι στη δουλειά, κουλούρι στο σχολείο.
Τραγανό και γευστικό, σουσαμάτο, που το αναζητά κανείς τις πρωινές ώρες.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το ονόμαζαν «γκεβρέκι» αλλά και «κουλούρι». Επικράτησε όμως η λέξη «κουλούρι» και με αυτό το όνομα είναι γνωστό σήμερα. Το σχήμα του ήταν πάντα κυκλικό, σαν ένα όμικρον, σαν ένα μηδενικό, μια κουλούρα, από την αρχαία ελληνική λέξη «κολλύρα», εκ της οποίας η λέξη «κολλύριον» και «κολλούριν», που σημαίνει κουλούρι. Το σχήμα του, που μοιάζει το μηδενικό είχε περάσει στην συνθηματική γλώσσα των μικρών μαθητών, και με την φράση «πήρε κουλουράκι» σήμαινε ότι κάποιος μαθητής πήρε μηδέν στην βαθμολογία του, ενώ με την φράση «μπαστουνάκι και κουλουράκι» ήταν το άριστα, το δέκα.
Τα παλιά φλωρινιώτικα κουλούρια ήταν διαφορετικά από τα σημερινά. Είχαν πιο σκληρή κόρα, επειδή πριν τα ψήσουν τα βουτούσαν σε βραστό νερό. Ήταν γυαλιστερά και είχαν λίγο σουσάμι. Με την πάροδο του χρόνου τα κουλούρια έγιναν πιο μαλακά, πιο αφράτα και πιο σουσαμάτα.
Το σιμίτι ήταν και αυτό ένα από τα αρτοσκευάσματα των αρτοποιείων της Φλώρινας. Το σιμίτι υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα με το όνομα «σεμίδαλις». Υπήρχε και στις αραβικές χώρες με το όνομα «sämid» και στην οθωμανική αυτοκρατορία με το όνομα «simit». Παλιό αρτοσκεύασμα και αυτό, που οι αρτοποιοί της Φλώρινας το έπλαθαν με πολλή τέχνη. Η μαγιά του ήταν από ρεβίθι και το αλεύρι σιταρένιο. Έπλαθαν βέργες και τις στριφογύριζαν, έτσι που έπαιρνε στο σχήμα γεμάτου κουλουριού. Έκαμναν και άλλο ένα σχήμα σιμιτιού, αφού σχημάτιζαν μια μικρή πλεξούδα με το ζυμάρι. Και στις δυο περιπτώσεις, τα σιμίτια είχαν το μέγεθος του κουλουριού, αλλά ήταν γεμάτα και δεν είχαν κενά. Ήταν πιο βαριά από τα κουλούρια και πιο χορταστικά. Ήταν όμως λίγο πιο ακριβά από τα κουλούρια. Σήμερα δεν βρίσκεις σιμίτια, όπως εκείνα τα παλιά. Επειδή κανένα αρτοποιείο δεν τα φτιάχνει. Χάθηκαν και αυτά, όπως και η ίδια η λέξη, έγινε άγνωστη λέξη.
Οι αρτοποιοί της Φλώρινας, νωρίς το πρωί, ζύμωναν τα κουλούρια και τα σιμίτια και τα έψηναν πριν ξημερώσει, έτσι ώστε με το χάραγμα της αυγής οι κουλουράδες να βγουν στους δρόμους. Οι κουλουράδες με λαμαρίνες ή με τα καρότσια τους γεμάτα κουλούρια και σιμίτια ακολουθούσαν το ίδιο δρομολόγιο, κάθε πρωί. Πήγαιναν προς τον σιδηροδρομικό σταθμό και το πρακτορείο των λεωφορείων για να προλάβουν τους πρώτους επιβάτες. Πολλά κουλούρια πουλούσαν στα σχολεία και κυρίως στα μαγαζιά της αγοράς. Οι καταστηματάρχες τους περίμεναν την συγκεκριμένη ώρα, για να πάρουν κουλούρια και σιμίτια. Τους κουλουράδες τους έβρισκες παντού, επειδή τότε δεν υπήρχαν κυλικεία στα σχολεία, ούτε πρατήρια άρτου. Αλλά και οι φούρνοι, αν και τα παρασκεύαζαν, είχαν δώσει την αποκλειστικότητα των πωλήσεων στους κουλουράδες. Με αυτόν τον τρόπο οι κουλουράδες μπορούσαν να έχουν ένα καλό μεροκάματο. Οι κουλουράδες εργάζονταν και τις Κυριακές, καθώς μερικά αρτοποιεία έβγαζαν κουλούρια και σιμίτια το πρωί, και μετά φούρνιζαν τα φαγητά των νοικοκυρών. Ήταν το κυριακάτικο μεσημεριανό φαγητό, που απαιτούσε καλό ψήσιμο στον φούρνο της γειτονιάς.
Οι κουλουράδες, το πρωί της Κυριακής, στάθμευαν τα καροτσάκια τους έξω από τις εκκλησίες και μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, οι περισσότεροι αγόραζαν ένα κουλούρι ή ένα σιμίτι και το έτρωγαν στον δρόμο προς τα σπίτια τους. Το απόγευμα οι κουλουράδες βρίσκονταν έξω από την είσοδο του γηπέδου, κατά τον ποδοσφαιρικό αγώνα, για να πουλήσουν τα μπαγιάτικα κουλούρια που τους είχαν απομείνει.
Ήταν και τα παιδιά-κουλουράδες και ήταν κυρίως παιδιά φτωχών οικογενειών, που με αυτό τον τρόπο συμπλήρωναν τα έσοδα της οικογένειας . Ήταν μαθητές του δημοτικού σχολείου και πουλούσαν κουλούρια το Σάββατο, που ήταν η ημέρα της λαϊκής αγοράς. Την ημέρα αυτή δεν πήγαιναν στο σχολείο, αφού οι απουσίες τους ήταν δικαιολογημένες, καθώς οι δάσκαλοι λάμβαναν υπόψη τους την φτώχεια ορισμένων οικογενειών. Τα παιδιά αυτά πήγαιναν σε συγκεκριμένους φούρνους, όπου ο φούρναρης τους έδινε μια λαμαρίνα με κουλούρια. Τα παιδιά δεν πλήρωναν τα κουλούρια. Η συμφωνία ήταν στα δέκα κουλούρια το ένα ήταν δικό τους. Αφού τα πουλούσαν πήγαιναν στον φούρναρη και του έδιναν τα χρήματα. Κρατούσαν βέβαια το μερίδιό τους και ένα κουλούρι για τον κόπο τους.
Κάθε πρωί, άλλοι τακτικά και άλλοι περιστασιακά συνήθιζαν να τρώνε τα νόστιμα κουλούρια και σιμίτια, που τα προμηθεύονταν από τους πλανόδιους κουλουράδες. Με την πάροδο του χρόνου οι κουλουράδες εκλείψανε, καθώς και τα σιμίτια. Όχι όμως και τα κουλούρια, που ακόμη πωλούνται στα αρτοποιεία, στα πρατήρια άρτου και στα κυλικεία των σχολείων.
Δημήτρης Μεκάσης
Αν θυμάμαι καλά 3 ήταν οι τελευταίοι κουλουράδες ( Φλώρινα δεκαετία 1970-1980) πρίν χάθεί το επάγγελμα των κουλουρτζήδων στην Φλώρινα όταν συνταξιοδοτήθησαν. Ο φούρναρης ο Κάλες , ο κ.Δημήτρης και ο Κριθαρίδης .Απ αυτούς τους μεροκαματιάρηδες κουλουρτζήδες είχαν φάει ξεροψημένα η αφράτα κουλούρια και σταφιδόψωμα, γενεές γενεών παλιών και νεότερων Φλωρινιωτών. Ερε χρόνια εκείνα...αλησμόνητα.
ΑπάντησηΔιαγραφή