Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Κάστανα ζεστά

Ο Τάσος Τσώτσος παίζει φλογέρα πουλώντας κάστανα Αλώνων στην αγορά

Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Φθινόπωρο, και ο καιρός αλλάζει. Μια ήλιος φθινοπωρινός, και την άλλη βοριαδάκι που προμηνύει τον ερχομό του χειμώνα. Τα δένδρα αλλάζουν χρώματα. Τα φύλλα γίνονται χρυσοπράσινα, πριν ξεραθούν τελείως και πέσουν στο έδαφος. Είναι η εποχή, που όλα φθίνουν και οι γεωργοί
μαζεύουν τους τελευταίους καρπούς των δένδρων τους.
Είναι η εποχή των κάστανων και το χωριό Άλωνα έχει την τιμητική του. Ένα χωριό έξω από την Φλώρινα γεμάτο καστανιές. Η καστανιά είναι ένα δένδρο σαν τα άλλα, το παράξενο όμως είναι ότι συγκρατεί τους καρπούς του σε ένα περίβλημα, σαν αχινός γεμάτος  αγκάθια. Οι βουνίσιοι αυτοί αχινοί,  άλλοι στα δένδρα και άλλοι πεσμένοι  στο έδαφος έχουν μέσα τους τα κάστανα.  Τα αγκάθια προστατεύουν τα κάστανα από την επιβουλή των ζώων και των πτηνών. Μόνο τα χέρια των αγροτών επιτρέπουν να τα μαζέψουν και να τα μεταφέρουν μέσα σε σακιά στις αποθήκες τους, έτοιμα για πώληση. 
Φθινόπωρο η εποχή των κάστανων. Γευστικά τα κάστανα, είτε βρασμένα είτε ψημένα, σκέτα για τους μικρούς και με κόκκινο κρασί για τους μεγάλους. Βρασμένα με λίγο νερό στην κατσαρόλα ή ψημένα στην σόμπα, τα κάστανα  πρόσφεραν μοναδικές στιγμές γεύσης, τότε που η οικογένεια, με τα πρώτα κρύα, άναβε την σόμπα και όλα τα μέλη της κάθονταν γύρω  από αυτήν.    
Οι καστανάδες πουλούσαν τα κάστανα. Μάλιστα υπήρχαν δύο ειδών καστανάδες: αυτοί που πουλούσαν βρασμένα κάστανα και αυτοί με τα ψημένα κάστανα. Καστανάδες λέμε όμως και τους αγρότες, που φέρνουν τα κάστανα στο παζάρι της Φλώρινας και τα πουλάνε με το κιλό. Είναι κυρίως Αλωνιώτες, που όλο το φθινόπωρο και μέχρι τα Χριστούγεννα πωλούν κάστανα στην δημοτική αγορά. Εκεί είναι κάθε ημέρα με τα κάστανα μπροστά τους σε μισογεμάτα σακιά και πλαστικά κιβώτια . Τα κάστανα ανάλογα με το μέγεθός τους τα χωρίζουν σε δυο τρεις κατηγορίες, και η τιμή τους ανάλογη. Όσο πιο μεγάλα τα κάστανα τόσο πιο ακριβά είναι. Κάστανα να φάει ο κόσμος, κάστανα από τους Αλωνιώτες, που στέκονται  κοντά στο υπόστεγο της αγοράς, ώστε να προστατεύονται και τα κάστανα και αυτοί από την βροχή, όταν βρέχει.  Διαλέγουν πάντα την προσήλια μεριά της αγοράς, απολαμβάνοντας με αυτόν τον τρόπο τον φθινοπωρινό ήλιο, όταν έχει λιακάδα.  Στέκονται εκεί μέχρι το μεσημέρι, κάθε ημέρα, εκτός Κυριακής.   Από αυτούς τους καστανάδες προμηθεύονται όλοι κάστανα για το σπίτι τους, όπου ανάλογα με την όρεξή τους τα βράζουν ή τα ψήνουν και τα απολαμβάνουν. 
Τους αγρότες που πουλούσαν κάστανα ποτέ δεν τους λέγαμε καστανάδες. Λέγαμε τότε «αυτοί που πουλάνε κάστανα». Τα τελευταία χρόνια συνηθίζομε να τους λέμε καστανάδες, επειδή οι πραγματικοί καστανάδες δεν υπάρχουν πια. Οι παλιοί καστανάδες ήταν μικροπωλητές. Ήταν οι περιφερόμενοι παγωτατζήδες του καλοκαιριού, που το φθινόπωρο πουλούσαν κάστανα.  Με τα καροτσάκια τους γύριζαν όλη την πόλη και τα σχολεία και πουλούσαν κάστανα βρασμένα. Τα διατηρούσαν ζεστά μέσα στο δοχείο του παγωτού, περιτυλιγμένο με άχυρα και τσουβάλια, για μόνωση. Και όταν άνοιγαν το καπάκι για να δώσουν κάστανα, ο ζεστός ατμός έβγαινε, στον παγωμένο αέρα. Τα κάστανα τα πουλούσαν με το κύπελλο και τα άδειαζαν μέσα σε ένα χωνάκι από εφημερίδα. Πολλά παιδιά δεν ήθελαν το χωνάκι, και ο καστανάς άδειαζε τα ζεστά κάστανα κατευθείαν στην τσέπη του παντελονιού τους. Τα κάστανα ζέσταιναν το πόδι αλλά και το χέρι του παιδιού, πριν ακόμη αρχίσει να τα τρώει.   Ήταν αρκετοί οι καστανάδες με τα βρασμένα κάστανα, που το καλοκαίρι με τα ίδια καροτσάκια πουλούσαν παγωτό. Τελευταίος ήταν ο Πέτρος Σαμαράς (Μπόλετς), που με το τρίκυκλο ποδήλατό του πήγαινε σε όλα τα σχολεία και πουλούσε βρασμένα κάστανα, μέχρι το 1970 περίπου.  Σήμερα δεν κάνει κανείς αυτό το επάγγελμα. 
Ήταν και οι καστανάδες που πουλούσαν ψημένα κάστανα. Αυτοί είχαν το στέκι τους στον Κεντρικό δρόμο, κοντά στην πλατεία και  άναβαν τις φουφούδες τους μόνο τις βραδινές ώρες που γινόταν η βόλτα. Ο δρόμος μύριζε ψημένα κάστανα, και η μυρωδιά αυτή προσήλκυε τους περαστικούς. Δέκα κάστανα μια δραχμή και σε χωνάκι από εφημερίδα.
Στην δεκαετία του 1960, καστανάς με φουφού ήταν ο αρτεργάτης Πασχάλης Ζαμπέρτσης, και οι νεαροί, Βαγγέλης Θεοδώρου, Ανδρέας Ζαμπέρτσης, και τα αδέλφια Χρήστος και Γιάννης (Μπάτες) Σάββας ή Μαλελής. Ο Μπάτες μάλιστα έψηνε τα κάστανα και τα πουλούσε στους θαμώνες των ταβερνών της πλατείας. Τα κάστανα για αυτούς ήταν το επιδόρπιο μετά από ένα καλό δείπνο. Με αυτά έπιναν το υπόλοιπο κρασί τους. Οι καστανάδες με τις φουφούδες  δεν υπάρχουν πια.  Και αυτό το εποχιακό επάγγελμα χάθηκε, όπως και η βόλτα στον Κεντρικό δρόμο.   
Οι Αλωνιώτες που πουλάνε κάστανα είναι αρκετοί, αφού γύρω από το χωριό τους υπάρχουν πολλές καστανιές. Όμως οι αγρότες αυτοί δεν έδειξαν πρόοδο, ώστε τα κάστανά τους να ξεπεράσουν τα όρια του νομού και να πουλιούνται και σε άλλες αγορές. Θα έπρεπε να βελτιώσουν τα δένδρα τους και να οργανώσουν τις πωλήσεις τους. Με την ποιότητα θα βελτίωναν τα εισοδήματά τους.
Δημήτρης Μεκάσης



1 σχόλιο:

  1. Υπάρχει και μία σοφή λαική ρήση φίλε Δημήτριε
    "Ποιος θα βγάλει τα κάστανα από την φωτιά" που προσδίδει την δυσκολία κάποιων να επιλύσουν δυσεπίλυτα προβλήματα .

    ΑπάντησηΔιαγραφή