Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Τα φαντάσματα και το ηλεκτρικό ρεύμα

Ηλεκτρολόγοι στον Κεντρικό δρόμο,
(Φλώρινα, δεκαετία του 1950)

Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Κάποτε η νύχτα ήταν θεοσκότεινη και στα σπίτια και στους δρόμους.  Ο μόνος φωτισμός που υπήρχε στο σπίτι ήταν η φωτιά στο τζάκι, το λυχνάρι, η καντήλα του εικονοστασίου, τα κεριά  και αργότερα η λάμπα
πετρελαίου. Όλα φωτίζονταν από την φλόγα ζωντανού φωτός, που τρεμόσβηνε και με τα πιο απαλά ρεύματα αέρος.
Το λιγοστό φως δημιουργούσε σκιές στους τοίχους του δωματίου, που πολλές φορές είχαν παράξενα σχήματα, που φόβιζαν και τους μικρούς και τους μεγάλους. Από την φλόγα γεννήθηκε ο φόβος για τα φαντάσματα, που επί αιώνες φόβιζαν τους ανθρώπους κατά την διάρκεια της νύχτας. Ένας φόβος από το υπερφυσικό, το άγνωστο, το μεταφυσικό, που το ενίσχυε και η πίστη τους. Οι φόβοι αυτοί διαλύονταν, με το σταυροκόπημα και την προσευχή. Όλοι πήγαιναν για ύπνο, μετά την προσευχή τους, και  αφού έσβηναν την φλόγα του λυχναριού.  
Υπήρχαν όμως και κάποιοι τόποι και σπίτια και κτήρια, που ήταν στοιχειωμένα. Από αυτά ακούγονταν παράξενοι θόρυβοι, αλλά μόνο την νύχτα. Και γιατί μόνο την νύχτα;  Επειδή τότε οι δρόμοι δεν φωτίζονταν και ήταν όλα σκοτεινά. Τα φαναράκια που κρατούσαν στα χέρια τους φώτιζαν ελάχιστα, και μάλιστα η φλόγα τους τρεμόσβηνε δημιουργώντας σκιές. Πολλές φορές ο άνεμος δημιουργούσε κάποια βοή, και μέσα στο σκοτάδι πάγωναν από τον φόβο τους οι περαστικοί.
Με αυτές τις φοβίες ζούσαν οι Φλωρινιώτες επί αιώνες, και μάλιστα δημιουργήθηκαν μύθοι και θρύλοι , αλλά και ιστορίες με υπερφυσικά όντα και φαντάσματα, που την ημέρα δεν τα πίστευαν, την νύχτα όμως απέφευγαν όχι μόνο να τα διηγηθούν και αλλά να τα σκεφτούν, καθώς αυτές οι ιστορίες γεννούσαν φόβο και ανασφάλεια. 
Βέβαια υπήρχαν και οι τολμηροί, που δεν πίστευαν σε αυτές τις ιστορίες, ακόμη και τα παιδιά, που έπαιζαν στο σκοτάδι, και τρόμαζαν τους άλλους με τα δικά τους καμώματα. Πολλές φορές ακουγόταν μέσα στο σκοτάδι και την ησυχία οι απότομες δυνατές φωνές των παιδιών: «Διαβόλοι τριβόλοι κατεβείτε όλοι να φάτε τον Κώστα», όταν στην παρέα είχαν κάποιον Κώστα που φοβόταν τα φαντάσματα. Επίσης για το παιδί που φοβόταν, τα παιδιά της γειτονιάς χαμηλόφωνα έλεγαν: «Ήταν στο φέρετρο  μια γριά με τα χέρια σταυρωμένα και φορούσε ένα δαχτυλίδι». Τα παιδιά σταματούσαν την αφήγηση. Ένα παιδί ρωτούσε «Τίνος ήταν το δαχτυλίδι;» Και όλα μαζί τα παιδιά μέσα στο σκοτάδι φώναζαν: «Τις γιαγιάς σου». Βέβαια όλα αυτά προκαλούσαν φόβο μόνο την πρώτη φορά, και μετά γίνονταν παιχνίδι που προκαλούσε γέλιο και αναστάτωση στην γειτονιά.
Κάποιος όμως εκμεταλλεύτηκε τον φόβο που προκαλούν τα φαντάσματα, και αποφάσισε να γίνει ο ίδιος φάντασμα. Ήταν ένα ράφτης στην γειτονιά Καζάνια. Οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά και αποφάσισε να αρχίσει να ληστεύει τους γείτονες. Όχι όμως σαν ληστής αλλά σαν φάντασμα. Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν έραψε μια λευκή στολή και τις νύχτες άρχισε να ενοχλεί τους γείτονες. Γρήγορα διαδόθηκε στην πόλη ότι κυκλοφορεί φάντασμα. Τότε όλοι πανικόβλητοι αμπάρωναν τις πόρτες και τα παράθυρα, από τον φόβο τους. Το φάντασμα όμως έριχνε πέτρες  στα παράθυρα και τις πόρτες και έντρομοι οι ένοικοι εγκατέλειπαν το σπίτι τους για να γλυτώσουν από το φάντασμα, που ίσως ήταν ένας βαμπίρης. Το φάντασμα έμπαινε στο άδειο σπίτι και ξάφριζε τα χρυσαφικά, τις τσέπες και τα πορτοφόλια. Ανέβαινε στις σκεπές  έσπαγε κεραμίδια, έκαμνε κρότους και προκαλούσε πανικό. Η υπόθεση έφτασε στην Χωροφυλακή, καθώς οι κάτοικοι των γειτονιών Καζάνια και Αγίου Γεωργίου ζήτησαν την προστασία τους από την πολιτεία. Ένα βράδυ, αρκετοί οπλισμένοι χωροφύλακες κρύφτηκαν στις αυλές και στα σπίτια περιμένοντας να εμφανιστεί το φάντασμα. Πράγματι μέσα στο σκοτάδι εμφανίστηκε το φάντασμα στην στέγη ενός χαμηλού σπιτιού. Μέσα στο σκοτάδι ακούστηκε η φωνή του χωροφύλακα, «οπλίσατε» και ο χαρακτηριστικός ήχος των κλείστρων των όπλων. Το φάντασμα – ράφτης σήκωσε τα χέρια και παραδόθηκε. Μερικά χρόνια στην φυλακή τον επανέφεραν στην πραγματικότητα.   
Ένας άλλος έγινε φάντασμα για να σώσει τον μέθυσο αδελφό του. Κάθε βράδυ, και μόνο το βράδυ έπινε στις ταβέρνες και γύριζε στο σπίτι μεθυσμένος. Το σπίτι του ήταν κοντά στο κουρσούμ τζαμί, που τότε ήταν ερειπωμένο και πολλοί πίστευαν ότι είναι στοιχειωμένο. Ο ένας αδελφός φόρεσε άσπρα ρούχα και τυλίχτηκε με ένα άσπρο σεντόνι, Κρύφτηκε στα χαλάσματα του τζαμιού και μέσα στο σκοτάδι περίμενε τον μεθυσμένο αδελφό του. Μόλις αυτός εμφανίστηκε τρικλίζοντας όρμησε πάνω του με κραυγές και άρχισε να τον κυνηγάει στο σκοτάδι μέχρι το σπίτι. Ο μεθυσμένος αδελφός ξεμέθυσε από τον φόβο του, και από τότε δεν βγήκε ξανά την νύχτα από τον φόβο του. Έκοψε και το πιοτό, επειδή μόνο τα βράδια έπινε, και επανήλθε στον κανονικό τρόπο ζωής. Ο αδελφός – φάντασμα τον έσωσε.
Τελικά, το σκοτάδι της νύχτας είχε δημιουργήσει όλα αυτά τα παράξενα όντα, τα φαντάσματα. Και οι ιστορίες είναι πολλές, όχι μόνο για τον χριστιανικό πληθυσμό, αλλά και για τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Φλώρινας. Οι τούρκοι είχαν πάρα πολλές ιστορίες με υπερφυσικά όντα. Και όλα αυτά εξαιτίας του σκότους της νύχτας.
Κάποτε όμως ήρθε και το ηλεκτρικό ρεύμα και φώτισε τα σκοτάδια των σπιτιών, των δρόμων και πολύ αργότερα τα μυαλά των Φλωρινιωτών. Οι πρώτες ηλεκτρικές εταιρίες δούλευαν με τις γεννήτριες που άφησε ο γαλλικός στρατός. Το 1936, λειτούργησε η εταιρία του Κοεμτζόπουλου με καινούριες γεννήτριες, που φώτισαν όλη την πόλη. Τέλος, η ΔΕΗ φώτισε και την πόλη και τα χωριά, με αποτέλεσμα να χαθούν τα φαντάσματα, αφού αυτά δεν αντέχουν ούτε στο ηλεκτρικό φως της ΔΕΗ, ούτε και στο φυσικό φως του ήλιου. Ο ηλεκτρισμός έφερε μια νέα εποχή σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας, που άλλαξε τον τρόπο σκέψης των Φλωρινιωτών. 
Δημήτρης Μεκάσης


1 σχόλιο:

  1. Σχετικά πρόσφατα, τη δεκαετία του 70, υπήρχε κάποιος Κυριάκος το επώνυμο του οποίου δε θυμάμαι, ο οποίος έκαμνε πολλές πλάκες με - δήθεν - φαντάσματα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή