Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Ο έρωτας, το προξενιό και ο γάμος στη Φλώρινα (Μέρος Β’)

Πομπή γάμου προς τον Άγιο Νικόλαο (Φλώρινα 1953)

Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Τα προξενιά
Δημιούργημα της κλειστής κοινωνίας ήταν το προξενιό. Υπήρχε τον 19ο αιώνα και ήταν η αρχή της διαδικασίας που κατέληγε στον γάμο. Συνήθως οι γονείς του νέου συναντούσαν τους γονείς της κοπέλας και έκαμναν την
πρόταση τους. Τις περισσότερες φορές δεν ρωτούσαν τους νέους. Οι γάμοι τότε γίνονταν με κριτήρια οικονομικά και διεύρυνσης της συγγένειας. Η απόφαση των γονέων γινόταν αποδεκτή και από το μέλλοντα γαμπρό και από την μέλλουσα νύφη.
Υπήρχαν και οι προξενήτρες που έκαμναν το προξενιό, όταν οι γονείς δεν γνωρίζονταν. Οι προξενήτρες έπαιξαν σπουδαίο ρόλο μετά τα 1920, καθώς οι τούρκοι ανταλλάχτηκαν και η Φλώρινα κατακλύστηκε από πρόσφυγες. Η ελληνοχριστιανική κοινότητα διευρύνθηκε, έτσι που τα πρώτα χρόνια οι οικογένειες δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Οι προξενήτρες μόλις έπαιρναν την εντολή από κάποια οικογένεια να κάνει προξενιό για το γιο τους, ξεκινούσαν από σπίτι σε σπίτι και συγκέντρωναν πληροφορίες για την κοπέλα. Οι πληροφορίες είχαν σχέση με το χαρακτήρα, το ήθος, τη νοικοκυροσύνη, την οικονομική κατάσταση των γονέων και την συγγένεια. Τις πληροφορίες αυτές τις μετέφερε στην ενδιαφερόμενη οικογένεια και αν τα πράγματα πήγαιναν καλά, επισκεπτόταν τους γονείς του κοριτσιού, με τους οποίους συζητούσαν για τον χαρακτήρα, το επάγγελμα και την οικονομική κατάσταση του μέλλοντα γαμπρού. Αν όλα πήγαιναν καλά η συζήτηση έκλεινε κάνοντας αναφορά στην προίκα του κοριτσιού. Την άλλη ημέρα η προξενήτρα οδηγούσε τους γονείς του γαμπρού στο σπίτι της νύφης για να γνωριστούν μεταξύ τους.
Οι προξενήτρες θεωρούσαν το προξενιό μεγάλο καλό. Γι αυτή την καλοσύνη τους όμως δεν ζητούσαν χρήματα. Κατά το έθιμο την ημέρα του γάμου έπαιρναν δώρα και από την οικογένεια του γαμπρού και την οικογένεια της νύφης. 
Μέχρι την δεκαετία του 1960 υπήρχαν και προξενήτρες και προξενητές που βοηθούσαν τους άβγαλτους νέους να παντρευτούν, αλλά και όσους είχαν περάσει κάπως την ηλικία του γάμου. Οι ελεύθερες σχέσεις των νέων κατήργησαν τις προξενήτρες που με τόση χάρη και μεράκι πάντρευαν τους νέους επί αιώνες. 
     
Ο αρραβώνας
Και όταν οι διαπραγματεύσεις των γονέων τελείωναν, όριζαν την ημέρα του αρραβώνα. Κάποιο βραδάκι οι δυο οικογένειες συγκεντρώνονταν στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης και καθόταν όλοι μαζί στο τραπέζι που ήταν γεμάτο φαγητά και γλυκά. Οι αρραβωνιασμένοι κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Παλαιότερα αυτή ήταν η πρώτη συνάντηση των μελλόνυμφων. Ήταν η πρώτη γνωριμία. Τότε με ντροπαλά βλέμματα αλληλοκοιτάζονταν και σιγά, σιγά εξοικειωνόταν στη νέα κατάσταση. Τα έθιμα του αρραβώνα ήταν πολλά και διάφορα, ανάλογα με την καταγωγή του γαμπρού και της νύφης. Κοινό έθιμο όμως ήταν το τραπέζι και οι βέρες που τις φορούσαν παίρνοντας ευχές από όλους.
Μετά τον αρραβώνα ο γαμπρός και η νύφη χώριζαν και ο καθένας έμενε στο σπίτι του μέχρι την ημέρα του γάμου. Οι σχέσεις όμως των μελλονύμφων άλλαζαν, έτσι που ο γαμπρός μπορούσε ελεύθερα να επισκέπτεται τη νύφη, αλλά και να την συνοδεύει στις εξόδους.

Ο γάμος
Για τα έθιμα του γάμου κατά τον 19ου αιώνα στη Φλώρινα δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε. Το μόνο γνωστό είναι ότι ο γαμπρός φορούσε αντερί και η νύφη σκούρο μακρύ φόρεμα μέχρι την εμφάνιση των ευρωπαϊκών ρούχων. Τότε φόρεσαν οι γαμπροί κοστούμι και γραβάτα και οι νύφες άσπρο νυφικό.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο γαμπρός πήγαινε στο ράφτη και έραβε το σκουρόχρωμο γαμπριάτικο κοστούμι του, αγόραζε καινούργια παπούτσια, λευκό πουκάμισο και γραβάτα ή παπιγιόν. Η νύφη έραβε το νυφικό της στη μοδίστρα. Την Παρασκευή φόρτωναν σε κάρο την προίκα της νύφης και την πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Το έθιμο αυτό διατηρήθηκε και τα επόμενα χρόνια και σταδιακά το κάρο αντικαταστάθηκε από φορτηγό αυτοκίνητο. Η προίκα ήταν κυρίως κουβέρτες, σεντόνια, κιλίμια, φλοκάτες, πετσέτες, έπιπλα και άλλα. Κατά το έθιμο, το διπλό κρεβάτι που άρχισε να χρησιμοποιείται στην δεκαετία του 1920, ήταν αγορασμένο από τον γαμπρό. Την Κυριακή το πρωί συγγενείς και φίλοι του γαμπρού μαζί με τους οργανοπαίκτες και τα παιδιά που κρατούσαν ένα ψωμί πογάτσα, σχημάτιζαν μια πομπή και με μουσική πήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου. Αργότερα αντικαταστάθηκε η πογάτσα από μια μεγάλη τούρτα και προστέθηκε το πανέρι με τις μπομπονιέρες. Έπαιρναν τον κουμπάρο και η πομπή με τους οργανοπαίκτες μπροστά πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού. Έπαιρναν το γαμπρό και τραγουδώντας η πομπή πήγαινε στο σπίτι της νύφης. Μετά όλοι μαζί πήγαιναν στην εκκλησία. Τα όργανα ήταν πάντα μπροστά και οι μελωδίες τους έκαμναν την πομπή χαρούμενη και κεφάτη. 
   Μερικοί που έμεναν μακριά έπαιρναν λαντόνια και με αυτά πήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου, του γαμπρού, την νύφης και μετά στην εκκλησία. Τα λαντόνια χτυπούσαν τα κουδούνια σε όλη την διαδρομή. Αργότερα τα λαντόνια αντικαταστάθηκαν από αυτοκίνητα ΤΑΧΙ που σε όλη την διαδρομή κόρναραν ασταμάτητα. 
Μετά την στέψη, που πάντα γινόταν μετά την θεία λειτουργία, συγκεντρώνονταν οι στενοί συγγενείς και οι φίλοι του γαμπρού και της νύφης στο σπίτι του γαμπρού και έτρωγαν όλοι μαζί. Μετά το γλέντι που κρατούσε μέχρι το απόγευμα, ο γαμπρός και η νύφη αποσύρονταν στη κρεβατοκάμαρά τους. Την άλλη ημέρα η νύφη έπρεπε να δείξει κρυφά το ματωμένο σεντόνι στη πεθερά της, απόδειξη της παρθενιάς της.
Από τα χρόνια της τουρκοκρατίας υπήρχε και ο φόρος των παντρεμένων που τον πλήρωναν μια φορά το χρόνο όλοι οι παντρεμένοι, και το ποσό αυτό πήγαινε στο ταμείο της Ιεράς Μητροπόλεως. Ο καντηλανάφτης περνούσε από όλα τα σπίτια και εισέπραττε το φόρο υπέρ του Μητροπολίτη. Έτσι φτωχοί και πλούσιοι πέρα από τα οικογενειακά βάρη ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν και φόρο παντρειάς. Ο φόρος αυτός καταργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και λίγο πριν καταργηθεί αναλογούσε 150 δραχμές σε κάθε ζευγάρι. 
Έθιμα υπήρχαν πολλά μετά το 1920, επειδή πολλοί πρόσφυγες είχαν έρθει στη Φλώρινα και διατηρούσαν τις συνήθειες τους. Οι Μοναστηριώτες άρχιζαν από την Πέμπτη και πήγαιναν τη νύφη σε τρεις βρύσες να πιει νερό. Την συνόδευαν νέοι και νέες με κιθάρες, βιολιά και μαντολίνα και τραγουδούσαν όλοι μαζί. Το ίδιο βράδυ γίνονταν δυο χωριστά γλέντια. Το ένα στο σπίτι του γαμπρού και το άλλο στο σπίτι της νύφης. Μετά το γλέντι ο γαμπρός και οι φίλοι του πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να κλέψουν μια κότα ή ένα άλλο αντικείμενο. Οι συγγενείς της νύφης, μόλις έμπαινε ο γαμπρός στο σπίτι έριχναν αλεύρι στον γαμπρό και σε όλους τους άλλους. Την Παρασκευή πήγαιναν με συνοδεία τους λαϊκούς οργανοπαίκτες οι συγγενείς της νύφης στον κουμπάρο για να του δώσουν την πογάτσα και τα άλλα δώρα.
Παρόμοια ήταν και τα έθιμα όλων αυτών που καταγόταν από τα χωριά της Φλώρινας. Διέφεραν όμως τα έθιμα των προσφύγων από την Μικρά Ασία και τον Καύκασο. 
Με την πάροδο του χρόνου όμως τα περισσότερα έθιμα χάθηκαν ή εντάχτηκαν στις αστικοποιημένες συνήθειες του γάμου. Το νυφικό για παράδειγμα που πρέπει να εμφανίστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, στην αρχή ήταν ένα λευκό φόρεμα. Στη δεκαετία του 1930 κυκλοφόρησαν και τα ανοιχτόχρωμα ροζ και κιτρινωπά νυφικά παράλληλα με τα λευκά. Στη δεκαετία του 1950 τα νυφικά ήταν μόνο λευκά και με μπόλικο τούλι. Τα νυφικά τα έραβαν στις μοδίστρες ή τα δανειζόταν από φιλενάδες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να νοικιάζουν νυφικά. Το πρώτο κατάστημα που νοίκιαζε νυφικά ήταν του φωτογράφου Ζαφείρη Μανιώτη στην οδό 25ης Μαρτίου. Λίγο αργότερα και το κατάστημα του Ιωάννη Μπούζτιου πουλούσε και νοίκιαζε νυφικά.
Αλλά και το γαμήλιο τραπέζι που γινόταν στο σπίτι με τους λίγους συγγενείς και φίλους, αντικαταστάθηκε από το γεύμα και χορό σε κάποιο κέντρο ή ταβέρνα. Πρώτοι οι Καυκάσιοι, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, άρχισαν να καλούν όλους για φαγητό και χορό στα κέντρα, επειδή κατά το έθιμό τους, οι παραβρισκόμενοι στο γάμο έδιναν χρήματα στους νιόπαντρους για τον οικιακό εξοπλισμό τους. Έτσι καλούσαν όλους, καθώς όσο πιο πολλοί τόσο περισσότερα χρήματα συγκέντρωνε το ζευγάρι. Πολύ αργότερα ο ντόπιος πληθυσμός μιμήθηκε τους Πόντιους. Τότε οι ντόπιοι έκαμναν δώρα στους νεόνυμφους και κυρίως οικιακά σκεύη και σκεπάσματα.    
Το γαμήλιο ταξίδι ήταν άγνωστο στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η ανασφάλεια έκαμνε τους νεόνυμφους να περιορίζονται στα όρια της χριστιανικής γειτονιάς. Στον Μεσοπόλεμο όμως, που ήταν μια περίοδος ειρηνική, κάποιος Φλωρινιώτης, ο βιολιστής Σταύρος Καπουλίτσας, έκανε πρώτος ταξίδι μετά το γάμο του. Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 όταν αυτός και η σύζυγός του ταξίδεψαν στο Παρίσι με το τρένο για να περάσουν εκεί τον μήνα του μέλιτος. Αργότερα, στη δεκαετία του 1950 όλο και περισσότεροι Φλωρινιώτες έκαμναν γαμήλιο ταξίδι στη Θεσσαλονίκη. Τα επόμενα χρόνια σχεδόν όλοι οι Φλωρινιώτες έκαμναν γαμήλιο ταξίδι στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό.
Οι γάμοι πάντα ήταν θρησκευτικοί και μαζί με το τελετουργικό δημιουργήθηκαν διάφορα έθιμα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 όμως νομοθετήθηκε και ο πολιτικός γάμος. Στη Φλώρινα ο πρώτος πολιτικός γάμος έγινε στις 26 Αυγούστου 1982 στο Δημαρχείο της πόλης. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια άλλοι 77 πολιτικοί γάμοι και συνεχίζονται παράλληλα με τους θρησκευτικούς γάμους.        

Το διαζύγιο
Γάμος δεν σημαίνει πάντα την αρμονική συμβίωση των συζύγων. Σε αυτή την περίπτωση ο γάμος καταλήγει στο διαζύγιο. Στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας τα διαζύγια στη Φλώρινα δίνονταν από το Πνευματικό Δικαστήριο της Ιεράς Μητροπόλεως Μογλενών και Φλωρίνης. Ο εκάστοτε Μητροπολίτης και οι ένορκοι αποφάσιζαν για την έκδοση του διαζυγίου. Τότε τα διαζύγια ήταν ελάχιστα. Οι Φλωρινιώτες δεν χώριζαν από ασήμαντη αφορμή. Όλοι ήταν υπομονετικοί και προσπαθούσαν να διατηρήσουν την οικογένεια τους, το βασικό κύτταρο της τοπικής κοινωνίας. Το Πνευματικό Δικαστήριο έδινε διαζύγια μόνο σε περίπτωση ανίατων ψυχικών διαταραχών, εγκατάλειψης της οικογένειας από τον ένα σύζυγο και σε ορισμένες περιπτώσεις  μεταναστών, οι οποίοι δεν έστελναν χρήματα στην οικογένεια και δεν είχαν καμία επαφή με αυτή για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Και μετά την απελευθέρωση του 1912 τα διαζύγια στη Φλώρινα ήταν ελάχιστα, επειδή ο τρόπος ζωής είχε άμεση σχέση με την οικογενειακή ζωή, αλλά και επειδή οι γυναίκες ήταν ακόμη μόνο νοικοκυρές. Όταν όμως η γυναίκα άρχισε να εργάζεται και απέκτησε οικονομική ανεξαρτησία, άλλαξε νοοτροπία. Και καθώς οι κανόνες της τοπικής κοινωνίας μεταβάλλονταν συνεχώς, και η κλειστή κοινωνία γινόταν όλο και πιο ανοιχτή, άλλαξε η νομοθεσία για τα διαζύγια μετά την Μεταπολίτευση του 1974. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης οργάνωνε συλλαλητήρια πιστών με συνθήματα όπως «όχι στο αυτόματο διαζύγιο» και «το ζευγάρι χωρίζει το φτυάρι του νεκροθάφτη». Ο Μητροπολίτης αντιστάθηκε στο νέο νόμο. Ο ίδιος μάλιστα είχε ορκιστεί, και το δήλωνε στους μελλόνυμφους, ότι δεν δίνει σε κανέναν διαζύγιο.       
Το διαζύγιο παλιά ήταν δύσκολη υπόθεση για τις γυναίκες, επειδή δεν εργάζονταν, ούτε μπορούσαν να εργαστούν κάπου, επομένως ήταν εξαρτημένες από τους άνδρες. Αλλά και αργότερα το ζευγάρι που ήθελε να χωρίσει είχε να αντιμετωπίσει την εκκλησία που δεν υπέγραφε την έκδοση διαζυγίου. Μετά την δεκαετία του 1980 το διαζύγιο έγινε εύκολη υπόθεση, γεγονός που ανακούφισε πολλούς, αλλά και δημιούργησε μεγάλα κοινωνικά προβλήματα.
Στο διάστημα των τελευταίων δυο αιώνων, ο έρωτας, ο φτερωτός θεός που γεμίζει συναισθήματα τους νέους ήταν ο ίδιος πάντα. Η εξωτερίκευση όμως αυτών των συναισθημάτων εξαρτιόταν από τους κανόνες της κοινωνίας της εκάστοτε χρονικής περιόδου. Αδύναμος στη αρχή ο έρωτας δυνάμωσε και υπερίσχυσε, σε αντίθεση με τον γάμο που κάποτε ήταν ο ισχυρότερος κοινωνικός θεσμός.  
Δημήτρης Μεκάσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου