Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Οι Κήρυκες της Φλώρινας

 

Από τις περιγραφές ο παραπάνω εικονιζόμενος 
μοιάζει με τον Γιούσκα τον τελευταίο  τούρκο τελάλη της Φλώρινας 
(Παλιά αγορά Φλώρινας 1917)


Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Πανάρχαιο το επάγγελμα του κήρυκα, που στο ξεκίνημά του ήταν ένα από τα πιο σπουδαία επαγγέλματα, επειδή ο κήρυκας ήταν πάντα κοντά στους άρχοντες. Με την πάροδο του χρόνου όμως, το επάγγελμα αυτό έγινε
επάγγελμα των φτωχών και των αναπήρων, που τα μόνα προσόντα που διέθεταν ήταν οι λίγες γραμματικές γνώσεις και η δυνατή φωνή τους. Ο κήρυκας περιφερόταν με ένα μπαστούνι στο χέρι, που το χτυπούσε καταγής κάθε φορά που ήθελε να ανακοινώσει κάτι. Ο κρότος του μπαστουνιού σήμαινε έναρξη και όλοι μαζευόταν γύρω του. Ο κήρυκας τοποθετούσε την τεντωμένη παλάμη του δίπλα στο στόμα για να δημιουργήσει ηχείο και φώναζε μια στερεότυπη φράση και μετά έλεγε την ανακοίνωση μπροστά στο ολιγάριθμο ακροατήριο. Στη συνέχεια πήγαινε σε άλλη γωνιά, σε άλλο καφενείο και όπου άλλου υπήρχαν κάποιοι που μπορούσαν να τον ακούσουν. Έτσι ο κήρυκας, από δρόμο σε δρόμο και από γειτονιά σε γειτονιά γύριζε όλη την πόλη και γνωστοποιούσε σε όλους την ανακοίνωση του Δήμου, των δημόσιων υπηρεσιών ή μια ιδιωτική υπόθεση. Οι προφορικές μαρτυρίες για τους κήρυκες της πόλης μας περιορίζονται στα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι το 1960, που πέθανε ο τελευταίος κήρυκας.
Στην περιοχή μας στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αντί την λέξη «κήρυκας» χρησιμοποιούσαν την λέξη «τέλαλο», αλλά και τη λέξη «τελάλης», από την τουρκική λέξη «τελλάλ», που σημαίνει κήρυκας. Από το 1912 όμως και μετά η λέξη τελάλης συνυπήρχε με την λέξη κήρυκας, επειδή ο κήρυκας ανακοίνωνε της ανακοινώσεις του νεοσύστατου Δήμου Φλώρινας. Το επάγγελμα του κήρυκα ή τελάλη είχε άμεση σχέση με τους άρχοντες και γι αυτόν τον λόγο στην τουρκοκρατία χρησιμοποιούσαν τουρκική λέξη, ενώ μετά το 1912 την ελληνική λέξη.
Στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, τελάλης  της πόλης μας ήταν ένας τούρκος, που ήταν γνωστός με το όνομα Γιούσκας, που σημαίνει Ευάγγελος στα βλάχικα. Το όνομα αυτό το πήρε από κάποιον δάσκαλο, επειδή αυτός ο τούρκος τελάλης ανακοίνωνε το 1912 στον τούρκικο πληθυσμό, ότι η τουρκοκρατία τελείωσε. Έτσι ένας δάσκαλος του ελληνικού σχολείου τον ονόμασε «Ευάγγελο», δηλαδή «ο φέρων καλάς αγγελίας» και στη συνέχεια πήρε το παρατσούκλι «Γιούσκας» που σημαίνει στα βλάχικα Ευάγγελος. Ο τελάλης αυτός, του οποίου το πραγματικό όνομα δεν γνωρίζουμε, ήταν στην υπηρεσία  των Καδήδων και των Μπέηδων, αλλά και σε όποιον πλήρωνε για να ανακοινώσει κάτι προς όφελός του. Ο Γιούσκας έλεγε τις ανακοινώσεις σε όλες τις γλώσσες που μιλιόταν στην πόλη μας, παρόλο που μιλούσε καλά μόνο τα τουρκικά. Έτσι το ακροατήριο ξεσπούσε πολλές φορές στα γέλια από αυτά που έλεγε ο Γιούσκας στο παζάρι, και άλλες φορές πολλοί ρωτούσαν επίμονα τον Γιούσκα για να καταλάβουν αυτό που ήθελε να τους ανακοινώσει. Βαβυλωνία ήταν η πόλη μας στα χρόνια της τουρκοκρατίας, και οι δυσκολίες στην λεκτική επικοινωνία ήταν πολλές. Γέλιο και χαρά στο παζάρι κάθε φορά που ο Γιούσκας έβγαινε να ανακοινώσει την απώλεια κάποιου γαϊδάρου. Χτυπούσε το μπαστούνι του και οι χωρικοί και τα παιδιά μαζευόταν γύρω του για να το διασκεδάσουν. Ο Γιούσκας άρχιζε την ανακοίνωση του με την βροντερή φωνή του  και ήταν σαν να άρχιζε μια κωμική θεατρική παράσταση. Και αφού καταλάβαιναν όλοι για το γαϊδούρι που χάθηκε και όποιος το βρει σε πιο χάνι θα το πάει για να ανταμειφτεί, σκορπούσαν πρώτα τα παιδιά για να ψάξουν και να παραδώσουν το ζώο στον ιδιοκτήτη του και να πάρουν την αμοιβή. Ο Γιούσκας όμως ανακοίνωνε και σοβαρά γεγονότα, όπως πολέμους και επιστρατεύσεις, που έκαμνε το ακροατήριο να κρέμεται από τα χείλη του και η φαιδρότητα του γινόταν κωμικοτραγική μπροστά στο παγωμένο ακροατήριο. Ο Γιούσκας ο τελάλης ήταν αγαπητός σε όλους τους κατοίκους της περιοχής μας, επειδή ήταν αστείος και υπομονετικός και δεν έφευγε από το παζάρι, αν δεν καταλάβαιναν όλοι την ανακοίνωση. Το 1917, ο Γιούσκας έγινε τελάλης του γαλλικού στρατού και με έναν χαρτονένιο τηλεβόα, που του είχαν δώσει οι γάλλοι και το είχε κρεμασμένο σε μια στρατιωτική ζώνη, γυρνούσε στην αγορά και ανακοίνωνε της ανακοινώσεις τους, όσες είχαν σχέση με τους κατοίκους της περιοχής. Μέσα στα τόσο φοβερά γεγονότα του Α΄  παγκοσμίου πολέμου ο Γιούσκας δεν έχασε το χιούμορ του. Με τον τηλεβόα στο χέρι φώναζε: «αεροπλάν γκελτίν» κάθε φορά που εμφανιζόταν τα γερμανικά αεροπλάνα. Με την συνθηματική αυτή φράση ειδοποιούσε τους κατοίκους της πόλης μας να κρυφτούν. Η συνθηματική αυτή φράση που σημαίνει στα τούρκικα «έρχεται το αεροπλάνο», έγινε τραγούδι παίρνοντας την μελωδία ενός εμβατηρίου, που το τραγουδούσαν όλοι όταν έτρεχαν να κρυφτούν για να γλυτώσουν από την αεροπορική επιδρομή. Το τραγούδι του συναγερμού «αεροπλάν γκελντίν», το τραγούδι του Γιούσκα του τελάλη εμψύχωνε νέους και γέρους, που με αυτό τον τρόπο διακωμωδούσαν τον βομβαρδισμό και έπαιρναν θάρρος για να τρέξουν στα πιο κοντινά υπόγεια και να κρυφτούν. Μετά την αεροπορική επιδρομή ο Γιούσκας έβγαινε με το χωνί του και φώναζε: «αεροπλάν καστί», που στα τούρκικα σημαίνει: «το αεροπλάνο έφυγε». Η συνθηματική αυτή φράση σήμαινε το τέλος του συναγερμού. Τότε έβγαιναν όλοι από τα πρόχειρα καταφύγια και όποιον συναντούσαν στον δρόμο αντί για «καλημέρα» ή «χαίρετε» αντάλλαζαν την φράση «αεροπλάν καστί», γεμάτοι ικανοποίηση, επειδή σώθηκαν και σε εκείνη την αεροπορική επιδρομή. Ο Γιούσκας ήταν τελάλης της πόλης μας από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το 1922.  Με την ανταλλαγή των πληθυσμών αναχώρησε για την Τουρκία.
Το 1912 κήρυκας του Δήμου Φλώρινας έγινε ο Φλωρινιώτης Αριστείδης Αριστείδου, ο οποίος έλεγε στα ελληνικά τις ανακοινώσεις του Δήμου και των άλλων δημοσίων υπηρεσιών. Ο Αριστείδης, ως κήρυκας, εργάστηκε πολλά χρόνια στις δημοπρασίες των ανταλλάξιμων περιουσιών μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Ο επόμενος κήρυκας ήταν ο καθαρευουσιάνος Πέτρος Δούμπαλης, πρόσφυγας από το Μεγάροβο Μοναστηρίου. Ο Πέτρος ήταν κουτσός, ακατάλληλος για χειρονακτική εργασία. Είχε όμως βροντερή φωνή και λίγες γραμματικές γνώσεις. Ανέλαβε τα καθήκοντά του στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ως έκτακτος υπάλληλος του Δήμου Φλώρινας, αλλά και άλλων δημοσίων υπηρεσιών και ποτέ δεν δεχόταν να τον ονομάζουν με την τουρκική λέξη «τελάλης», αλλά μόνο με την ελληνική λέξη «κήρυκας». Αναλάμβανε επίσης να ανακοινώνει και ιδιωτικές υποθέσεις, όπως εγκαίνια καταστημάτων, αφίξεις θεάτρων, μουσικές εκδηλώσεις και άλλα. Παρόλο που η πόλη μας την περίοδο του Μεσοπολέμου διέθετε αρκετές εβδομαδιαίες τοπικές εφημερίδες, ο κήρυκας ήταν απαραίτητος, επειδή δεν υπήρχε τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός, αλλά και επειδή οι αγράμματοι ήταν πολλοί, που περίμεναν τον κήρυκα για να πληροφορηθούν. Έτσι ο κήρυκας Πέτρος Δούμπαλης ήταν απαραίτητος, και για τις υπηρεσίες, αλλά και για τους ιδιώτες, σε μια εποχή  που ο παλιός τρόπος ζωής και κάθε νέο έσμιγαν χωρίς να αλληλοαναιρούνται. Κατά την γερμανική Κατοχή ο Πέτρος με την βροντερή φωνή ανακοίνωνε όλες τις ανακοινώσεις του γερμανικού Φρουραρχείου και έτσι μάθαιναν οι περισσότεροι τις εξελίξεις του πολέμου. Επειδή τα γεγονότα ήταν κρίσιμα, ο Πέτρος έτρεχε σε όλες τις γειτονιές και ανακοίνωνε τις νίκες και τις ήττες του γερμανικού στρατού. Οι γερμανοί στρατιώτες τον φώναζαν «Ράντιο Φλωρίνα», επειδή πήγαινε παντού, μέχρι και τις γειτονιές στις άκρες της πόλης. Όπου έβλεπε κόσμο έτρεχε, στεκόταν καμαρωτός, χτυπούσε το μπαστούνι του για να αποσπάσει την προσοχή των άλλων και άρχιζε πάντα με την φράση: «αν θέλετε ακούστε με και αν δεν θέλετε μη με ακούτε», και μετά έλεγε μεγαλόφωνα την ανακοίνωση. Ο Πέτρος Δούμπαλης, ο «Ράντιο Φλωρίνα» εργάστηκε ως κήρυκας μέχρι το 1945 περίπου.
Ο τελευταίος κήρυκας ήταν ο Φλαμπουριώτης Κοσμάς Λήττος, που η αναπηρία του και η καθαρή και δυνατή φωνή του τον έκαναν κήρυκα, έκτακτο υπάλληλο του Δήμου και των άλλων δημοσίων υπηρεσιών. Ο Κοσμάς  όμως αναλάμβανε και ιδιωτικές υποθέσεις, όπως και οι άλλοι κήρυκες.  Πήγαινε στα καφενεία, στην αγορά, στο παζάρι και όπου αλλού υπήρχαν συγκεντρωμένοι και αφού τοποθετούσε την τεντωμένη παλάμη κοντά στο στόμα για να ακούγεται η φωνή του πιο μακριά, άρχιζε πάντα με την φράση: «ακούστε κύριοι και κυρίες» και μετά έλεγε την ανακοίνωση. Ο Κοσμάς πέθανε το 1960 και με τον θάνατό του έκλεισε ένα πανάρχαιο επάγγελμα, το επάγγελμα του κήρυκα.
Στην δεκαετία του 1960 οι κήρυκες δεν χρειαζόταν πια, επειδή είχε ήδη λειτουργήσει ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Φλώρινας, ο οποίος κάποιες ώρες, μετέδιδε τοπικές ανακοινώσεις, κάτι που έκαμναν οι κήρυκες παλιότερα. Αλλά και τα καταστήματα, και οι αφίξεις θεάτρων και οι μουσικές εκδηλώσεις διαφημιζόταν και ανακοινωνόταν με έντυπα  «φεϊγβολάν». Τα διαφημιστικά αυτά έντυπα τυπωνόταν στα τυπογραφεία της πόλης μας και τα μοίραζαν κάποια παιδιά σε όλες τις γειτονιές. Έτσι τα παιδιά με τα φεϊγβολάν αντικατέστησαν τους κήρυκες, σε μια εποχή, που οι περισσότεροι μπορούσαν να διαβάσουν τα διαφημιστικά έντυπα.
Το επάγγελμα του κήρυκα στην πόλη μας δεν συνεχίστηκε μετά το 1960, επειδή άλλαξε ο τρόπος μετάδοσης των ανακοινώσεων, και σε αυτό συνέβαλαν οι τρεις παρακάτω παράγοντες: η ραδιοφωνία, η τυπογραφία και η μείωση του αναλφαβητισμού.
Δημήτριος Μεκάσης


Σημείωση: Το άρθρο αυτό είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Αριστοτέλης» τεύχος 253.

3 σχόλια:

  1. Συγχαρητήρια για άλλη μία φορά. Θα ήθελα όμως κ.Μεκάση να συντάξετε και ένα άρθρο για τα ορφανά παιδιά την περίοδο του εμφυλίου που φιλοξενήθηκαν στο οικοτροφείο της Φλώρινας .

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Διάβασε: "Το παλιό εθνικό οικοτροφείο αρρένων Φλωρίνης συμπλήρωσε 90 χρόνια" Florine@

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εξέλιξη του «κύρηκα» ήταν εκτός από το ραδιοφωνικό σταθμό και οι πίνακες ανακοινώσεων του Ηλία Βυζάντη (και άλλων) οι οποίες αποτέλεσαν τις «άηχες ιαχές και ανακοινώσεις» της Φλώρινας μέχρι την προηγούμενη εικοσαετία. Τα χρώματα, τα σχήματα και τα μεγέθη αντικατέστησαν τα χαρακτηριστικά του ήχου και της φωνής.

    Επαναλαμβάνω ο Δ. Μεκάσης με αυτά που δημοσιοποιεί δεν «παίζεται». Τον ευχαριστούμε!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή