Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Ελλάδα-Τουρκία. Μέρος 1ο: Παρελθόν

Έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια από τότε που η Ελλάδα και η Τουρκία έλαβαν αιφνίδια τη σημερινή τους μορφή μετά από μια συμβατική συμφωνία των διεθνών δυνάμεων. Στις 23 Ιουλίου 1923 υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας η περίφημη ομώνυμη συνθήκη, η οποία δεν είχε
σκοπό να βοηθήσει καμία από τις δύο χώρες, αλλά να ξεκαθαρίσει τις σχέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Βρετανία, την Ιταλία και τη Γαλλία, διαλύοντας την πρώτη. Στο παρελθόν, όμως, προηγήθηκαν, πολλοί αιώνες συμβίωσης και συνεχούς ανταλλαγής πολιτιστικών στοιχείων μεταξύ τους. Συχνά υπάρχει η τάση να λησμονείται η ιστορία αμέσως μόλις αποβιώσουν οι τελευταίοι αυτόπτες μάρτυρές της, ενώ αρκετά αργότερα επανεμφανίζεται μέσα από τα γραπτά κείμενα των ειδικών. Όταν θεωρούμε τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, δεν είναι δυνατόν να βασιζόμαστε μόνο στα γεγονότα των τελευταίων ετών ή δεκαετιών, αλλά να ανατρέχουμε ακόμα και πιο πίσω από το συμβολικό έτος 1453, αφού ο κύριος όγκος της Ελληνικής επικράτειας είχε υποπέσει σε Οθωμανικό έλεγχο αρκετά νωρίτερα.

Οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν για πολλούς συναπτούς αιώνες σχετικά σταθερή και βασιζόταν σε συγκεκριμένες ισορροπίες. Κατά τη διάρκεια ήρεμων και ειρηνικών εποχών επικρατούσε η εξουσία του μονάρχη-Σουλτάνου και των εντολοδόχων Πασάδων του σε διάφορες περιοχές της Αυτοκρατορίας. Στην ιεραρχία ακολουθούσαν οι Έλληνες, οι οποίοι απασχολούνταν συνήθως στο εμπόριο, σε υπηρεσίες και σε εξειδικευμένα επαγγέλματα, ήταν σχετικά εύποροι και απολάμβαναν καλή ποιότητα ζωής, ενώ τελευταία ερχόταν η κύρια μάζα των Τουρκικής καταγωγής πολιτών που ήταν φτωχότεροι και ενίοτε απασχολούνταν σε επιχειρήσεις Ελλήνων. Είναι γεγονός ότι οι Οθωμανοί συμπεριφέρθηκαν στους Έλληνες με φιλικό τρόπο, πολύ καλύτερο από οποιοδήποτε άλλο έθνος που κατέκτησαν, ενώ ήδη από την εποχή της άλωσης ήταν γνωστή η φράση «Καλύτερα το σαρίκι του σουλτάνου, παρά τη τιάρα του Πάπα». Η τριγωνική αυτή ισορροπία λειτουργούσε με αρκετή επιτυχία και ικανοποίηση για όλους στη Μακεδονία, τον Εύξεινο Πόντο, τη Μικρά Ασία και την ίδια την Κωνσταντινούπολη, ενώ διακόπτονταν ελάχιστες φορές, όταν συνέβαιναν αναταράξεις και επεισόδια. Ανάμεσα στους δύο λαούς κυριαρχούσε γλωσσική και θρησκευτική απομόνωση, αλλά στους υπόλοιπους πολιτιστικούς τομείς έλαβε χώρα εκτεταμένη, διαρκής και βαθεία ανταλλαγή στοιχείων, όπως στη διατροφή, τη δομή της οικογένειας, την ατομική νοοτροπία και τη συλλογική οργάνωση. Οι παγκόσμιες εξελίξεις των τελευταίων δύο αιώνων, όμως, έφεραν τις δύο κοινωνίες αντιμέτωπες με ανυπέρβλητα εμπόδια συνύπαρξης, η οποία γινόταν όλο και δυσκολότερη. Οι διεθνείς δυνάμεις επιθυμούσαν και κατάφεραν να διαλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, να αποσπάσουν και να θέσουν την Ελλάδα υπό τον έλεγχο της Δύσης και να δημιουργήσουν ένα, υποτίθεται, εκσυγχρονισμένο Τουρκικό κράτος, περιορίζοντάς το στο σημερινό του μέγεθος.

Ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη μετέβαινε από τον πρωτόγονο Μεσαίωνα σε σύγχρονες μορφές κοινωνίας, η ηπειρωτική Ελλάδα παρέμεινε στάσιμη στον παραδοσιακό, μεσανατολικό τρόπο σκέψης, ο οποίος δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα, ούτε φαίνεται να αλλάζει σύντομα στο μέλλον, παρόλο που έχει περιέλθει πλήρως στους κόλπους της Δύσης. Οι δύο χώρες, ιδιαίτερα σε επίπεδο λαού, κείτονται πολύ περισσότερο κοντά από ότι προωθείται και η αναγνώριση των ομοιοτήτων και διαφορών θα συμβάλλει στην εθνική αυτογνωσία αμφότερων με ευεργετικά αποτελέσματα στις σχέσεις τους. Από την άλλη πλευρά, η φθαρτική επίδραση της διεθνούς κοινότητας φροντίζει για τη συντήρηση πλασματικής αντιπαλότητας για διάφορους φανερούς και υπόγειους λόγους, θέμα του επόμενου άρθρου.
Βαγγέλης Τσούκας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου