Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

H Κοινωνική Πρόνοια

Ως κοινωνική πρόνοια (social welfare) ορίζεται η μέριμνα για βοήθεια και εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης των πολιτών, οι οποίοι που δεν έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν τις βασικές ανάγκες. Η πρόνοια παρέχεται, κατά κύριο λόγο, από το κράτος μέσω των διαφόρων καταβαλλόμενων φόρων και
εισφορών. Τους τελευταίους αιώνες το κοινωνικό κράτος αποτελεί δεδομένο σταθερό κεκτημένο όλων των ανεπτυγμένων εθνών, κυρίως της μεταπολεμικής Ευρώπης. Παραδείγματα παροχών αποτελούν η ασφάλιση υγείας, η σύνταξη γήρατος και αναπηρίας, τα διάφορα επιδόματα, τα προγράμματα στήριξης εργασίας κλπ. Το ύψος της πρόνοιας παρουσιάζει διεθνώς μεγάλες διακυμάνσεις: στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και στην Ιαπωνία προβλέπονται ικανοποιητικές καλύψεις και επιτυγχάνεται υψηλός βαθμός εξομοίωσης των κοινωνικών στρωμάτων, ενώ, στο άλλο άκρο, στις υπανάπτυκτες χώρες η πρόνοια είναι ανύπαρκτη.

Σημαντικές παράμετροι για τη διαμόρφωση της τελικής παροχής αποτελούν οι εκάστοτε στόχοι, υποθέσεις και όρια που τίθενται από τον λαό και το κράτος. Συχνά ορίζεται ένα ελάχιστο ατομικό ή οικογενειακό εισόδημα κάτω από το οποίο ενεργοποιείται κάποια μορφή ενίσχυσης. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα μια τετραμελής οικογένεια θεωρείται άπορη αν διαθέτει ετήσιο εισόδημα ως 5000 ευρώ, ενώ στις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσό είναι 25000 δολάρια. Κατ' επέκταση, διαμορφώνεται μια άτυπη εικόνα των ελάχιστων ανεκτών πόρων ζωής σε τομείς όπως σίτιση, κατοικία, υγεία κλπ., τα οποία υποτίθεται ότι εξασφαλίζονται. Στην Ελλάδα επικρατούν μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών τα χαμηλότερα όρια, τοποθετώντας τη χώρα στο σύνορο μεταξύ αυτών και των υπανάπτυκτων.

Η κοινωνική πρόνοια συνδέεται άμεσα με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, συνήθως, με σχέση αντιστρόφως ανάλογη. Όταν οι παροχές είναι αυξημένες, τότε παρόμοιες είναι και οι εισφορές, με αποτέλεσμα επιβάρυνση του κόστους παραγωγής των τελικών προϊόντων. Αποτέλεσμα είναι η αύξηση της ποιότητας ζωής των πολιτών αλλά η μείωση της δυναμικής της οικονομίας. Για παράδειγμα, το υψηλό επίδομα ανεργίας σε σχέση με τον βασικό μισθό δρα ως αντικίνητρο για ανάληψη διαθέσιμων θέσεων εργασίας από τον άνεργο. Η βασική ιδεολογική διαφορά μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης εντοπίζεται σε αυτό το σημείο: στην πρώτη πιστεύεται εκτεταμένα ότι ο πολίτης πρέπει να δρα αποκλειστικά ατομικά, χωρίς συλλογική βοήθεια, ενώ στη δεύτερη επικρατεί μακρά παράδοση κοινωνικής συνοχής κα αρωγής. Ωστόσο, σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου οι παροχές είναι ήδη ελάχιστες, η προσπάθεια οφείλει να εστιάζεται στην πραγματική ανάπτυξη και αύξηση της ανταγωνιστικότητας και όχι στην περαιτέρω αποδόμηση του κοινωνικού κράτους.

Ένα υψηλό επίπεδο πρόνοιας αποτελεί φυσικό δικαίωμα του πολίτη, το οποίο οφείλει να απαιτεί ενεργά και χωρίς όρους από το κράτος, με αποτέλεσμα να μετατρέπεται σε υποχρέωση του τελευταίου. Ωστόσο, σε διεθνές επίπεδο διαπιστώνεται ότι τα κράτη διατηρούν επίπεδο παροχών στο όριο της φυσικής, ψυχολογικής και κοινωνικής ανοχής του αντίστοιχου λαού, πέρα από το οποίο αυτός θα αντιδρούσε επαναστατικά και καταλυτικά. Το φαινόμενο λαμβάνει χώρα έντονα στη Ελλάδα την τρέχουσα οικονομική κρίση, όπου κάθε χρόνο η εκάστοτε κυβέρνηση επιχειρεί επαναλαμβανόμενα, πρώτα να διευρύνει το όριο ανοχής του κόσμου και, έπειτα, να επιβάλει τα εξωγενή καταπιεστικά μέτρα λιτότητας. Μια απλή αλλά δραστική λύση για το Ελληνικό και τα προβλήματα των υπολοίπων εθνών αποτελεί η απότομη και αμετακίνητη μαζική απαίτηση για τη βέλτιστη ποιότητα διαβίωσης, με απειλή πραγματικής αντίστασης, στην οποία κάθε εγχώριος και διεθνής θεσμός θα αναγκαστεί να υπακούσει.
Βαγγέλης Τσούκας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου