Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες: Ένα σύγχρονο πρόβλημα


Ο όρος «Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες» αναφέρεται σε μια ευρεία κατηγορία δυσκολιών που αφορούν στην επεξεργασία του γραπτού λόγου. Εκφράζονται με έντονη και επίμονη δυσκολία του μαθητή να αποκτήσει τις ικανότητες ανάγνωσης, ορθογραφημένης γραφής και τη μαθηματική ικανότητα σε σχέση με τη χρονολογική του ηλικία, τη νοημοσύνη και την εκπαίδευση που έχει λάβει.

Οι Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες διαφοροποιούνται από τις Μαθησιακές Δυσκολίες γενικά. Το πρόβλημα του παιδιού με ΕΜΔ εντοπίζεται σε κάποιες γνωστικές λειτουργίες που είναι απαραίτητες στη μάθηση και οι οποίες προκαλούν δυσχέρειες σε ορισμένους μόνο τομείς, όπως είναι η ορθογραφία, η ανάγνωση, η αριθμητική. Στην περίπτωση αυτή κάνουμε λόγο για παιδιά φυσιολογικής νοημοσύνης, χωρίς αισθητηριακές βλάβες (πχ. προβλήματα όρασης ή ακοής), χωρίς αναπτυξιακά προβλήματα, χωρίς αποστερημένο περιβάλλον. Αν υπάρχουν τέτοιες καταστάσεις, ανάλογα με τη συνθήκη που επικρατεί, μιλάμε για μαθησιακές δυσκολίες οφειλόμενες σε χαμηλή νοημοσύνη, αισθητηριακά προβλήματα, προβλήματα ανάπτυξης ή φτωχό σε ερεθίσματα και ευκαιρίες περιβάλλον. Η διαφοροποίηση αυτή είναι σημαντική, γιατί καθορίζει τον τρόπο της παρέμβασης.
Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ειδικών μαθησιακών δυσκολιών: η διαταραχή της ανάγνωσης (δυσλεξία), η διαταραχή της γραφής και η διαταραχή των μαθηματικών. Τις περισσότερες φορές οι διαταραχές αυτές συνυπάρχουν στο παιδί, αλλά δεν αποκλείεται να παρουσιάζονται και μεμονωμένα. Για παράδειγμα, είναι δυνατόν ένας μαθητής να υστερεί ως προς την αναγνωστική του ικανότητα, αλλά να τα καταφέρνει πολύ καλά στα μαθηματικά.
Η πιο συνηθισμένη ειδική μαθησιακή δυσκολία είναι η δυσλεξία, δηλαδή η διαταραχή της ανάγνωσης. Ο μαθητής με δυσλεξία διαβάζει αργά, κάνει πολλά λάθη και κομπιάζει. Δυσκολεύεται να διακρίνει διαφορετικές λέξεις που μοιάζουν μεταξύ τους, συγχέει γράμματα που μοιάζουν οπτικά ή ακουστικά, προσθέτει ή αφαιρεί γράμματα και συλλαβές. Έτσι, μπορεί άλλο να βλέπουμε εμείς και άλλο να διαβάζει το παιδί. Επιπλέον, δεν υπακούει στα σημεία στίξης και δεν κατανοεί πάντα το κείμενο που διαβάζει, οπότε δεν μπορεί να απαντήσει σε πιθανές ερωτήσεις ή να μάθει το περιεχόμενο του κειμένου. Το πρόβλημα αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές σε μαθήματα που απαιτούν αποστήθιση, όπως η ιστορία.
Η διαταραχή της γραφής αναφέρεται στην έκφραση του παιδιού στον γραπτό λόγο, καθώς και στην ποιότητα του ίδιου του γραπτού. Η ευθυγράμμιση των λέξεων πάνω στο χαρτί είναι ατελής, τα διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις ακανόνιστα ή ανύπαρκτα και τα γράμματα δυσανάγνωστα. Συχνά τα παιδιά με δυσγραφία παραλείπουν τα σημεία στίξης, σπάνια βάζουν τόνους και κάνουν ορθογραφικά λάθη ακόμα και στις πιο κοινόχρηστες λέξεις. Επίσης, κάνουν τα ίδια λάθη που συναντούμε στην ανάγνωση. Δηλαδή αντικαθιστούν γράμματα με άλλα που μοιάζουν οπτικά ή ακουστικά, παραλείπουν, επαναλαμβάνουν ή αντιμεταθέτουν γράμματα μέσα στη λέξη. Δεν έχουν αντίληψη των λαθών τους, δεν μπορούν να μάθουν την ορθογραφία μιας λέξης, όσες φορές και αν τη γράψουν και κάνουν διαφορετικά κάθε φορά λάθη στην ίδια λέξη.
Δυσαριθμησία είναι η διαταραχή των μαθηματικών. Τα παιδιά που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία ΕΜΔ δυσκολεύονται να κατανοήσουν  μαθηματικά σύμβολα και μαθηματικές έννοιες που είναι απαραίτητες για συγκεκριμένες αριθμητικές πράξεις (όπως λιγότερα/περισσότερα, πάνω/κάτω). Συγχέουν αριθμούς που μοιάζουν ή τους αναστρέφουν , δυσκολεύονται να τελέσουν νοερά βασικές αριθμητικές πράξεις, αλλά και κάθετες, δυσκολεύονται να συγκρατήσουν στη μνήμη τα κρατούμενα, να μάθουν και να χρησιμοποιήσουν την προπαίδεια, να κατανοήσουν ακόμα και τα πιο απλά προβλήματα.
Επιπρόσθετα, τα παιδιά με ΕΜΔ εμφανίζουν δυσκολίες και σε κάποιους τομείς της καθημερινής ζωής. Ειδικότερα, δυσκολεύονται στον προσανατολισμό (δεξιά-αριστερά), στην αίσθηση του χώρου και του χρόνου (πχ. δυσκολία στη μάθηση της ώρας), στην αντίληψη της διαδοχής και της αλληλουχίας (πχ. δυσκολία στη μάθηση των ημερών, μηνών, εποχών), στην οργάνωση της μελέτης, της εργασίας και του χρόνου τους.
Μια σημαντική συνιστώσα των ειδικών δυσκολιών μάθησης αναφέρεται στην αντίληψη που σχηματίζει το παιδί για τον εαυτό του. Ο μαθητής με ΕΜΔ διαθέτει τον διπλάσιο ή τριπλάσιο χρόνο, για να ολοκληρώσει τα μαθήματά του σε σχέση έναν τυπικό μαθητή, δίνει την εντύπωση του αδιάβαστου, με αποτέλεσμα να επικρίνεται από τον δάσκαλο και συχνά γίνεται αντικείμενο χλευασμών λόγω των αδυναμιών του. Όλα αυτά συσσωρεύονται, οδηγούν στην απογοήτευση του μαθητή και πλήττουν την αυτοπεποίθηση και την πίστη του ότι μπορεί να τα καταφέρει. Μάλιστα, αυτή η αίσθηση της ανικανότητας δεν περιορίζεται στο σχολικό πλαίσιο και στις ακαδημαϊκές επιδόσεις, αλλά αντίθετα γενικεύεται και καταλήγει να αποτελεί για το παιδί χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, που το ακολουθεί και στην ενήλικη ζωή του.
Με βάση τα παραπάνω, καταδεικνύεται η ανάγκη της άμεσης διάγνωσης και παρέμβασης στα παιδιά με ΕΜΔ. Στόχο της παρέμβασης  αποτελεί η ανάπτυξη των γνωστικών ικανοτήτων, στις οποίες παρατηρείται επιβράδυνση και, φυσικά, η ψυχολογική στήριξη των μαθητών αυτών. Ας σημειωθεί ότι η έναρξη της κατάλληλης παρέμβασης όσο το δυνατό νωρίτερα είναι αυτή που εξασφαλίζει και τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
Μουρτζούκου Σοφία
Ψυχολόγος Α.Π.Θ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου