Στο επί της – τότε - Πλατείας Ομονοίας τυπογραφείο του «ΕΘΝΟΥΣ», με «ηγέτην» τον εσχάτως αποβιώσαντα Στέφανο Κωνσταντινίδη, με συντροφιά τις παλιές αγαπημένες (και ας φαντάζουν σήμερα σαν… προϊστορικές…) μηχανές εκτύπωσης, τις κάσες με τα στοιχεία (κάθε γράμμα, κάθε σημείο στίξεως, κάθε λέξη ένα ένα με το χέρι…) ήτοι τα μολυβένια εκείνα «στρατιωτάκια» που έπρεπε με απέραντη υπομονή να «συνταχθούν» ώστε σιγά - σιγά να σχηματισθούν τα κείμενα της
εφημερίδας, των λοιπών εντύπων, των προσκλήσεων γάμων και βαπτίσεων, με συντροφιά ακόμη εκείνο το παμπάλαιο γραφειάκι όπου «συγγραφείς» (αλλά και Συγγραφείς…) έγραψαν την γνώμη τους, τον πόνο τους, τον θυμό τους, τους τίτλους και τους υπότιτλους (πάντα με το χέρι, σ’ ένα άσπρο ή κίτρινο χαρτί πάντοτε…).
Εκεί – λοιπόν - πέρασα τα δέκα (και κάτι) καλύτερα (ίσως) χρόνια της ζωής μου. Κάθε μέρα και επί ώρες ολόκληρες, εραστής του έντυπου λόγου και του αντιμονίου.
Με την άγρυπνη, διορατική αλλά και τόσο διακριτική και ευγενική «επίβλεψη» του αξέχαστου Στέφανου (μάστορα της στοιχειοθεσίας, «λαγωνικού» της δημοσιογραφίας και ικανότατου, λιτού και περιεκτικού συγγραφέα) και με την εμφανή ενθάρρυνσίν του έγραψα και τι δεν έγραψα. Χρονογράφημα, άρθρα, σημειώματα με την πρόσθετη τιμή μάλιστα να συστεγάζονται τα κείμενά μου με την στήλη του αείμνηστου «Παππού» (του Σταύρου Κωνσταντινίδη, πατρός του Στέφανου, πατριάρχου του Φλωρινιώτικου Τύπου) μέχρις ότου πέθανε, αλλά και με κείμενα και άρθρα του – ίδιου του - Στέφανου.
Σε κάποια στιγμή – μάλιστα - άρχισα να μαθαίνω και στοιχειοθεσία, υπό την ανοχήν του Στέφανου αλλά και το υποδορίως ειρωνικό χαμόγελό του όταν μου έλεγε: «άστα ρε Σπύρο αυτά, δεν είσαι εσύ γι’ αυτή τη δουλειά…» (και είχε δίκαιο, βεβαίως…).
Τι να πω για εκείνο το τυπογραφείο, για εκείνο το «ΕΘΝΟΣ». Για τα βομβαρδισμένα, τρύπια κεπέγκια (από βλήματα του εμφυλίου…), για τους τυπογράφους – φίλους Κώστα Γλάμνα, Ιωσήφ Βαραχίδη, Τάκη Βατσινάρη και – για λίγο - Λάζαρο Λαζαρίδη, για τον «άτακτο» υπάλληλο (αείμνηστον και αυτόν) Τσουμήτα («Σκίμπον») και τα «παιχνίδια» του με την μόνη γυναίκα (κοπέλα) υπάλληλο, που πέρασε από εκεί, για το πότε έσβηναν τσιγάρα και «πλάκες» όταν φαινόταν ερχόμενη η σύζυγος του Στέφανου, η αγαπητή μας «Πέπη» (Ευτέρπη)…
Και ο Στέφανος πάντα εκεί. Μικρός το δέμας, μεγάλος στην ψυχή και την θωριά, πιστός υπηρέτης του Τύπου, του Τόπου και των συνανθρώπων. Ήρεμος αλλά αποτελεσματικός, άκακος αλλά συγκεκριμένος και «κοφτός», χρόνια ολόκληρα εκεί, στο καθήκον…
Χαιρετά η μνήμη με συγκίνηση το αξέχαστο πατάρι, το μαυρισμένο, τρυπημένο, σανιδένιο πάτωμα, την ηρωική σόμπα που έκαιγε αενάως κατά το φθινόπωρο και τον χειμώνα με λιγνίτη και μπόλικο χαρτί…
Και αποχαιρετά το «αφεντικό», τον κύριο, τον φίλο Στέφανο με αγάπη και ευγνωμοσύνη για όσα μου έμαθε, για όσα με παρότρυνε, για όσα υπέμεινε, για όσα είπαμε ώρες και ώρες. Και γιατί αυτός ο ταπεινός ήρωας της δημοσιογραφίας, είχε την πίστη, την πρωτοβουλία, το θάρρος να μου αναθέτει (εμένα τον νεαρό τότε των 20 ετών) την έκδοση της εφημερίδας «εν λευκώ» όταν χρειαζόταν να λείψει – αραιά - σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη κ.λ. Αυτά είναι σπάνια πράγματα. Και δεν ξεχνιούνται…
Στέφανε, αντίο.
1/12/2011
Σπύρος Αλεξίδης
(Ο «ΔΙΑΠΟΡΩΝ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου