Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι στη Φλώρινα (1ο Μέρος)


Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι αστικό τραγούδι και δημιούργημα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων των πόλεων. Πρωτοεμφανίστηκε στην Σμύρνη στο τέλος του 19ου αιώνα και με την προσφυγιά πέρασε στην άλλη μεριά του Αιγαίου. Στη Φλώρινα όμως δεν το έφεραν οι πρόσφυγες, αλλά κάποιοι Φλωρινιώτες εργάτες, που πήγαιναν συχνά για να εργαστούν στην Θεσσαλία. Το ρεμπέτικο τραγούδι όμως στη Φλώρινα δεν είχε σχέση με την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική 
τάξη αυτών που το πρωτοτραγούδησαν. Αντίθετα είχε σχέση με την πολιτισμική ταυτότητά τους. Οι νεαροί που μάθαιναν μουσική σε κάποιο σύλλογο ή συμμετείχαν σε κάποια χορωδία παρέμειναν πιστοί στην καντάδα για πάντα. Οι καλλιεργημένοι αυτοί νεαροί, τραγουδούσαν παίζοντας κιθάρα και μαντολίνο τα ελαφρά αστικά τραγούδια. Αντίθετα όσοι δεν έμαθαν κάποιο όργανο από αυστηρό μουσικοδιδάσκαλο και γενικά δεν πήραν ευρωπαϊκή μουσική παιδεία, αυτοί ήταν πιο ανοικτοί προς το ρεμπέτικο τραγούδι και με αυτό διασκέδαζαν, αλλά και τραγουδούσαν τους έρωτές τους, τις χαρές και τις λύπες τους.  
Η κλειστή ζωή της τουρκοκρατίας είχε περάσει, ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος είχε τελειώσει και τα επόμενα χρόνια ήταν χρόνια ανοικοδόμησης και  οικονομικής ανάπτυξης. Η ζωή άλλαζε διαρκώς προς το καλύτερο.  Στη δεκαετία του 1930 πολλοί εργαζόμενοι νεαροί της πόλης μας άλλαξαν τρόπο ζωής, αναζητώντας και αυτοί διέξοδο στο πιοτό και στις ταβέρνες. Μερικά λαϊκά ταβερνάκια έγιναν στέκια όπου σύχναζαν οι νεαροί πότες, οι οποίοι κάθε Σάββατο μετά τα μεσάνυχτα που έκλειναν τα ταβερνάκια κατέληγαν στο μπακάλικο του χωριού Σκοπιά, για να συνεχίσουν το γλέντι τους, καταβροχθίζοντας κοτόπουλα με καλό κόκκινο κρασί, μέχρι το πρωί. Το μπακάλικο της Σκοπιάς είχε γίνει καταφύγιο των ξενύχτηδων, επειδή δεν έφτανε μέχρι εκεί ο έλεγχος της Χωροφυλακής την νύχτα. Οι νέοι αναζητούσαν καλή ζωή και νέες συνήθειες και ότι καινούργιο κυκλοφορούσε στις άλλες πόλεις ήθελαν να το γνωρίσουν.
Οι πρώτοι ρεμπέτες
Το ρεμπέτικο τραγούδι και οι χοροί εμφανίστηκαν στην Φλώρινα κατά την Δικτατορία του Μεταξά, που ήταν εξαιρετικά δύσκολη εποχή. Όλα ξεκίνησαν το 1938 όταν για μερικούς μήνες λειτούργησε το ταβερνάκι  «Ο Σκνίπας» του Χρήστου Νέτσιου ή Νίτσα του πρώτου ρεμπέτη της πόλης μας. Παρόλο που τα ρεμπέτικα τραγούδια ήταν απαγορευμένα ο Σκνίπας τόλμησε, επειδή είχε τον αέρα του ανθρώπου που έζησε σε μεγαλουπόλεις. Αυτός μετά την στρατιωτική του θητεία έφυγε στην Λάρισα για δουλειά, μετά στον Βόλο και τέλος στα Τρίκαλα. Στην περιοδεία του αυτή, όπου εργαζόταν ως εργάτης, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει ρεμπέτες, να τραγουδήσει και να χορέψει τα τραγούδια τους να γίνει και ο ίδιος ρεμπέτης. Το 1937 επέστρεψε στην Φλώρινα και την επόμενη χρονιά άνοιξε το ταβερνάκι  «Ο Σκνίπας» στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου 115, λίγο πιο κάτω από την παλιά Νομαρχία. Σε αυτό το ταβερνάκι συγκεντρώνονταν οι νεαροί μάγκες της πόλης μας κάθε βράδυ, για να ακούσουν ρεμπέτικα τραγούδια από πλάκες γραμμοφώνου. Ο Σκνίπας ο ρεμπέτης με τα ψηλοκάβαλα παντελόνια του, που είχαν κοφτά τις τσέπες μπροστά και τα μπατζάκια λοξά, καλύπτοντας έτσι το πίσω μέρος των  ψηλοτάκουνων παπουτσιών του, χόρευε ασταμάτητα αδιαφορώντας για την εξυπηρέτηση των πελατών του. Αλλά και οι νεαροί μάγκες για τον Σκνίπα πήγαιναν, για να τον δουν να χορεύει το ζεϊμπέκικο  και τον χασάπικο χορό.
Στη Φλώρινα, από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, όσους χορούς  χόρευαν με μελωδίες ανατολίτικων αμανέδων τους ονόμαζαν «τσερκέζικα ζεϊμπέκικα». Χόρευαν επίσης και «πηδηχτό χασάπικο» σαν το γνωστό χασαποσέρβικο. Το ζεϊμπέκικο όμως του Σκνίπα ήταν εξευγενισμένο και ελληνοποιημένο ζεϊμπέκικο, με ωραίες μάγκικες κινήσεις. Τον χασάπικο χορό επίσης αυτός τον πρωτοχόρεψε  με όλες του τις φιγούρες. Είχε καθιερωθεί μάλιστα μετά τις δέκα και μισή κάθε βράδυ να χορεύει ο Σκνίπας στο ταβερνάκι του μπροστά σε όλους τους νεαρούς μάγκες, που τον θαύμαζαν για της χορευτικές του ικανότητες. Στο τέλος έκαμνε τον Σαρλό με δεξιοτεχνία και το πρόγραμμα τελείωνε.
Ο Σκνίπας έμαθε πολλούς να χορεύουν ζεϊμπέκικο και χασάπικο, και μάλιστα όσοι έμαθαν από αυτόν έλεγαν «χασάπικο αλά Σκνίπα» ή «ζεϊμπέκικο αλά Σκνίπα», επειδή ο Σκνίπας είχε προσθέσει δικές του φιγούρες στους παραπάνω χορούς. Τόσο πολύ είχε επηρεάσει τους νεαρούς με τους χορούς του, που μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 οι νεαροί χόρευαν «αλά Σκνίπα» στην ταβέρνα του Ευκλείδη, δίχως να γνωρίζουν ποιος ήταν ο Σκνίπας.
Και όλα πήγαιναν μια χαρά στο ταβερνάκι των ρεμπέτηδων με χορούς, τραγούδια, μεζέδες και κρασί, μέχρι που το επισκέφτηκε ο Νομάρχης Τσαχτσήρας, που όλα ήταν υπό τον έλεγχό του. Ο Νομάρχης είχε μάθει από την Χωροφυλακή  για τους ρεμπέτες που μαζευόταν δυο βήματα πέρα από την Νομαρχία,  και θέλησε να τους επισκεφτεί ο ίδιος, που ήταν πιο φοβερός από τον χωροφύλακα. Μόλις ο Νομάρχης μπήκε στο ταβερνάκι όλοι πάγωσαν και σταμάτησαν το γραμμόφωνο. Αφού ο Νομάρχης έριξε το απειλητικό του βλέμμα του σε όλους, ρώτησε γιατί το ταβερνάκι ονομάστηκε «ο Σκνίπας». Τότε ο Χρήστος Νέτσιος χωρίς να τα χάσει του απάντησε πως όπως οι σκνίπες μαζεύονται γύρω από την κάνουλα του βαρελιού, έτσι και οι πελάτες του μαζευόταν στο ταβερνάκι για να πιούν κρασί και να διασκεδάσουν. Ο Νομάρχης χωρίς δεύτερη κουβέντα «διέταξε» τον Σκνίπα να κατεβάσει την ταμπέλα του μαγαζιού και να αναρτήσει νέα ταμπέλα, στην οποία θα αναγραφόταν «Ουζοπωλείον η 4η Αυγούστου». Η διαταγή του Νομάρχη εκτελέστηκε την άλλη ημέρα και οι ρεμπέτες της Φλώρινας συνέχισαν να γλεντούν στο ταβερνάκι της «4ης Αυγούστου», νομίζοντας ότι ήταν καλυμμένοι από τον τίτλο της ταμπέλας. Η Χωροφυλακή όμως με τις συχνές της επισκέψεις στο ταβερνάκι για έλεγχο και συλλήψεις, καθοδηγούμενη από τον Νομάρχη, κατάφερε να διώξει την πελατεία του Σκνίπα. Έτσι στα μέσα του 1938 έκλεισε το πρώτο ταβερνάκι στέκι των ρεμπέτηδων, το ταβερνάκι όπου ακούστηκαν τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα, του Βαγγέλη Παπάζογλου, του Δημήτρη Γκόγκου, του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Βασίλη Τσιτσάνη και άλλων μεγάλων συνθετών. Ήταν το πρώτο ταβερνάκι όπου χόρεψαν και έμαθαν να χορεύουν ζεϊμπέκικο και χασάπικο χορό. Εκεί έγινε το ξεκίνημα για μια ευρύτερη διάδοση αυτών των χορών, αλλά και του ρεμπέτικου τραγουδιού στη Φλώρινα.  
Ο Σκνίπας αναγκάστηκε να μετακομίσει στα Καβάκια, σε ένα μαγαζί με αυλή (όπου σήμερα βρίσκεται το Ασβεστοποιείο Χατζηλία), κουβαλώντας πάντα το βάρος της ταμπέλας «Ουζοπωλείον η 4η Αυγούστου», κατά παραγγελία του Νομάρχη Τσαχτσήρα.  Το νέο ταβερνάκι είχε μεγάλη αυλή με λεύκες και μια βρύση με τρεχούμενο κρύο νερό. Ο Σκνίπας νοικοκύρεψε την αυλή και μάλιστα άσπρισε με ασβέστη του κορμούς των δένδρων, τον φράχτη και την βρύση. Σε αυτό οι ρεμπέτες βρήκαν την ησυχία τους, και έγινε ένα εξοχικό στέκι διαφορετικό από εκείνο της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το γραμμόφωνο έπαιζε ασταμάτητα ρεμπέτικα τραγούδια και οι δυο σερβιτόροι ο Κώστας Τορώνης και ο Μιχάλης Καράντζας, ντυμένοι με άσπρα υποκάμισα και μαύρα παντελόνια, εξυπηρετούσαν μάγκικα τους πελάτες τους. Σερβίριζαν και αναψυκτικά για να δίνει την εντύπωση εξοχικού καφενείου. Αλλά και αυτό το ταβερνάκι δεν γλύτωσε από τις επισκέψεις της Χωροφυλακής και τελικά έκλεισε μετά το καλοκαίρι του 1938. Στη συνέχεια ο Σκνίπας έφυγε για δουλειά στην Λάρισα. Το 1946 εξορίστηκε στην Γυάρο, και το 1948 μετανάστευσε στον Καναδά, όπου αργότερα πέθανε ο πρώτος ρεμπέτης της πόλης μας. Στις αναμνήσεις όλων ο Σκνίπας έχει μείνει ως μεγάλος γλεντζές και εξαιρετικός χορευτής.
Οι Ρεμπέτες, τα χρόνια εκείνα στην πόλη μας, ήταν νεαροί, που γλεντούσαν με ρεμπέτικα τραγούδια από γραμμόφωνο, χόρευαν χασάπικο και ζεϊμπέκικο, έπιναν άφθονο κρασί, τσίπουρο και ούζο, κάπνιζαν τσιγάρα και τα γλέντια τους κρατούσαν μέχρι το πρωί. Δεν υπήρχε όμως ορχήστρα, και κανείς από αυτούς δεν έπαιζε μπουζούκι ή μπαχλαμαδάκι.
Το 1940 πριν την κήρυξη του πολέμου, πολλοί νοτιοελλαδίτες στρατιώτες υπηρέτησαν στην πόλη μας. Μερικοί ήταν ρεμπέτες και έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο. Ένας από αυτούς ήταν και ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο γνωστός συνθέτης, που υπηρέτησε ως στρατιώτης στην πόλη μας αρκετούς μήνες. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου με μερικούς στρατιώτες, έκανε μια μικρή ορχήστρα και συγκεντρωνόταν στο Ταβερνάκι του γέρο-Βάλα (απέναντι από την Ταβέρνα του Ευκλείδη).  Ο Βάλας ήταν χασάπης, αλλά διατηρούσε και αυτό το εξοχικό ταβερνάκι, όπου σερβίριζε εκλεκτά κεμπάπια, τουρσιά, τσίπουρο και κρασί. Το ταβερνάκι είχε ένα μεγάλο τραπέζι και πάγκους γύρω από αυτό, έτσι όλοι οι πελάτες γινόταν μια παρέα. Σε αυτό το απόμερο ταβερνάκι σύχναζε ο Γιάννης  Παπαϊωάννου και άλλοι στρατιώτες, και γρήγορα σμίξανε με τους Φλωρινιώτες, και μάλιστα πολλοί νέοι πήγαιναν στον γέρο-Βάλα για να ακούσουν τον Παπαϊωάννου που τραγουδούσε δικά του τραγούδια και άλλα ρεμπέτικα. Όλα γινόταν πρόχειρα και χωρίς καμιά προετοιμασία σε αυτό το στέκι των νεαρών και των φαντάρων, όπου όλοι τραγουδούσαν, χόρευαν και έπιναν. Τότε τα αγαπημένα τραγούδια των στρατιωτών ήταν η «Μαρία Μανταλένα» και ο «Αντώνης ο Βαρκάρης»,  επιτυχίες της εποχής, αλλά και πολύ ωραίες μελωδίες για χασάπικο χορό. Στο ταβερνάκι του γέρο-Βάλα τραγουδήθηκαν πολλά απαγορευμένα ρεμπέτικα τραγούδια, και μάλιστα από ένστολους, σε δύσκολες εποχές μέχρι την κήρυξη του  πολέμου. Πολλοί ισχυρίζονται ότι και ο Βασίλης Τσιτσάνης υπηρέτησε την ίδια εποχή στην πόλη μας. Δεν αληθεύει όμως η  παραπάνω πληροφορία, αν και υπήρξε κάποιος στρατιώτης Χρήστος Τσιτσάνης, ο οποίος έλεγε ότι ήταν αδελφός του Βασίλη Τσιτσάνη, και έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε, αν και τραύλιζε λίγο, στο κουρείο του Τάκου Σπυρομήλιου. Σε αυτό το κουρείο σύχναζε και τραγουδούσε και ο Γιάννης Παπαϊωάννου, μέχρι την κήρυξη του πολέμου. Η φανταρίστικη κομπανία του Γιάννη Παπαϊωάννου, στην ταβέρνα του γέρο-Βάλα ήταν η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία που τραγούδησε ζωντανά ρεμπέτικα τραγούδια στη Φλώρινα.
Οι μάγκες της κατοχής και του εμφυλίου
Κατά την γερμανική Κατοχή, με την  «μαύρη αγορά» έφτασαν στην πόλη μας πολλές πλάκες γραμμοφώνου ρεμπέτικων τραγουδιών. Έτσι μερικοί ταβερνιάρηδες, αγοράζοντας αυτές τις πλάκες εμπλούτισαν την δισκοθήκη τους με μια μεγάλη ποικιλία γνωστών, άγνωστων και απαγορευμένων τραγουδιών. Αρκετές πλάκες γραμμοφώνου κατέληξαν στο Ουζερί του «Αρίστου», που τότε ήταν στην γειτονιά Καραγκιόζη, και οι περισσότερες στην ταβέρνα του «Κωστάκη», απέναντι από το Οικοτροφείο, όπου οι μάγκες γλεντούσαν με ρεμπέτικα τραγούδια σε όλη την διάρκεια της Κατοχής. Το Ουζερί του «Αρίστου» ήταν παλιό και η πελατεία του αρκετά σοβαρή, επειδή σύχναζαν σε αυτό μεσήλικες, οι οποίοι όμως άκουγαν ρεμπέτικα τραγούδια και απολάμβαναν το ούζο και τον μεζέ τους. Αντίθετα στην ταβέρνα «Ο Κωστάκης» του Κώστα Τορώνη, που άνοιξε το 1941 συγκεντρωνόταν οι νεαροί, οι οποίοι πήγαιναν εκεί για να μάθουν να χορεύουν. Ο ίδιος ο Τορώνης ήταν και χοροδιδάσκαλος και ταβερνιάρης και σερβιτόρος, και μάλιστα είχε την καλύτερη δισκοθήκη ρεμπέτικων τραγουδιών. Γλέντι και χορό στην ταβέρνα του Τορώνη μέχρι τις οκτώ το βράδυ, επειδή αυτήν την ώρα έκλειναν όλα τα μαγαζιά και κανείς δεν κυκλοφορούσε  στον δρόμο,  κατόπιν διαταγής των γερμανικών αρχών Κατοχής. Και ενώ τα γλέντια με ζεϊμπέκικο και χασάπικο συνεχιζόταν στην Ταβέρνα - Χοροδιδασκαλείο του Τορώνη, επενέβη η Χωροφυλακή που διατηρούσε την μεταξική νοοτροπία και διέλυσε το στέκι των ρεμπέτηδων.
Στον εμφύλιο πόλεμο τα ταβερνάκια για μάγκες γίνανε περισσότερα, επειδή στην πόλη μας υπήρχε μεγάλος αριθμός στρατιωτών, οι οποίοι ελεύθερα διασκέδαζαν στην ταβέρνα «ο Κωστάκης» του Κώστα Τορώνη, στην ταβέρνα του «Κουτσογιώργου» στα Καυκάσικα και στην Ταβέρνα «Τα μεθυσμένα αηδόνια» του Μιχαήλ Σουλτανίδη. Πολλοί στρατιώτες ήταν μάγκες και λάτρες του ρεμπέτικου τραγουδιού και σε αυτά τα ταβερνάκια «ξέδιναν» κάθε φορά που επέστρεφαν από τις επιχειρήσεις στα βουνά. Οι μάγκες στρατιώτες δεν υπολόγιζαν την Χωροφυλακή, ούτε και την ΕΣΑ, αλλά και αυτοί, λόγω της καταστάσεως, δεν τους ενοχλούσαν όταν  διασκέδαζαν. Έτσι κάθε βράδυ στηνόταν το ίδιο σκηνικό σε αυτά τα Ταβερνάκια, όπου οι μεθυσμένοι στρατιώτες με ξεκούμπωτα τα υποκάμισα άδειαζαν τα ποτήρια τους και χόρευαν ζεϊμπέκικο ακούγοντας ρεμπέτικα τραγούδια από το γραμμόφωνο.
Στο Κάτω Τσιφλίκι υπήρχε ένα καφενείο, το καφενείο του «Ρώσου», που σε όλη την περίοδο του εμφυλίου πολέμου συγκέντρωνε πολλούς στρατιώτες και κατοίκους του Τσιφλικίου και πολύ φθηνά σερβίριζε ούζο και μεζέ, που ήταν μια μπουκιά ψωμί, μια ελιά και δυο τρία φασόλια. Στο καφενείο του «Ρώσου» υπήρχε γραμμόφωνο με πολλά ρεμπέτικα τραγούδια και εκεί γλεντούσαν φθηνά οι μάγκες στρατιώτες.
Μετά τον πόλεμο η λογοκρισία απαγόρευσε τα περισσότερα ρεμπέτικα τραγούδια και όσα επιτράπηκαν εντάχτηκαν στα λαϊκά ελληνικά τραγούδια. Για ένα διάστημα στην δεκαετία του 1950 κυκλοφόρησαν και τα «αρχοντορεμπέτικα», όπως ονομάστηκαν μετά, τα οποία ήταν μεταξύ του λαϊκού τραγουδιού και του παλιού ελαφρού αστικού τραγουδιού ή με μελωδία δημοτικού συρτού χορού. Το λαϊκό όμως τραγούδι κέρδιζε συνεχώς έδαφος, παρόλο που στις Ταβέρνες της Φλώρινας επικρατούσαν οι καντάδες και τα παλιά αστικά τραγούδια.
Δημήτρης Μεκάσης
(η συνέχεια αύριο...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου