Γράφει η Φοίβη
Ο δαίμων για τους αρχαίους Έλληνες είναι μια εσωτερική φυσική ορμή από την οποία εκπηγάζει η δημιουργική δύναμη του ποητή, του καλλιτέχνη, του δημιουργού εν γένει, όπως επίσης η αγαπητική δύναμη του εραστή. Η ορμή αυτή είναι η ζωτική επιθυμία σε κάθε ανθρώπινο ον να πραγματώσει το σκοπό της ύπαρξής του και να ολοκληρώσει τον εαυτό του. Όταν η
ορμή αυτή διαστέφεται, γίνεται καταστρεπτική τόσο για τον ίδιο τον άνθρωπο, όσο και για το περιβάλλον του. Γίνεται επιθετικότητα, εχθρότητα,σκληρότητα, όλα εκείνα που προέρχονται από εμάς και μας προκαλούν φρίκη και που τα απωθούμε όταν μπορούμε η τα προβάλλουμε στους άλλους. Αλλά είναι και η άλλη όψη της ίδιας ορμής που δίνει δύναμη σε κάθε δημιουργικότητα. Ολόκληρη η ζωή είναι μια ροή ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο όψεις αυτής της εσωτερικής φωνής.
Μπορούμε να την απωθήσουμε αυτή την ορμή αλλά τότε δεν θα αποφύγουμε το τίμημα της απάθειας και της ροπής για μια μεταγενέστερη έκρηξη, που αυτή η απώθηση σέρνει πίσω της. Όταν δεν κάνουμε προσωπικό το «δαιμονικό», τότε εκείνο μας ωθεί στην ανωνυμία και στην αποπροσωποίηση και υπηρετούμε τότε τους αδιάκριτους σκοπούς της φύσης, που συχνά ταυτίζονται με τη βία. Δεν είναι παράξενο που στις μεγάλες πόλεις οι ανώνυμοι άνθρωποι, οι απομονωμένοι στα διαμερίσματά -κλουβιά τους έχουν συχνά σχέση με το βίαιο έγκλημα και την φαρμακοεξάρτηση. Δεν είναι βέβαια μόνος ο ανώνυμος άνθρωπος των μητροπόλεων. Βλέπει χιλιάδες άλλους συνανθρώπους του στην οθόνη της τηλεόρασης. Τους ξέρει όλους αλλά αυτόν δεν τον γνωρίζει κανείς. Παραμένει ένας ξένος που τον σπρώχνουν μέσα και έξω στα λεωφορεία, άλλοι χιλιάδες ανώνυμοι ξένοι.
...Και τότε, αλλοίμονο, μπορεί να πάρει ένα περίστροφο και να σημαδέψει τον πρώτο τυχόντα, εξ ίσου ανώνυμο η να βάλει φωτιά σ’ ένα δάσος και έτσι αυτός ο ανώνυμος και άγνωστος να γίνει επώνυμος και γνωστός, να γίνει κάποιος έστω και φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς η εμπρηστής. Ούτε είναι παράξενο που νέοι άνθρωποι στους δρόμους, φτιάχνουν συμμορίες και κάνουν επιθέσεις βίας για να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους.
Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος απρόσωπης έκφρασης του «δαιμονικού», που είναι μια ομαλή κοινωνική, έστω μερική έκφραση αυτής της ορμής. Πρόκειται για το ενδιαφέρον φαινόμενο των αποκριάτικων μεταμφιέσεων και των αποκριάτικων χορών. Εδώ καλλιεργείται η γοητεία του «δαιμονικού» στην ανωνυμία, όπου δεν ξέρει κανείς σε ποιόν ανήκουν τα εκφραστικά μάτια που κρύβονται πίσω από την μάσκα. Οι άνθρωποι έχουν έτσι την ευκαιρία να απελευθερωθούν προσωρινά από τη συνεχή ευθύνη, που κάποτε είναι κουραστική, να ελέγχουν διαρκώς την προσωπική τους συμπεριφορά. Η δυνατότητα να γίνεις μια βραδιά άλλος είναι μια ελευθερία απόλυτη. Έστω για μια βραδιά, σου προσφέρεται η ευκαιρία να βιώσεις, δίχως ενοχές, δίχως ντροπή ότι ψεύδεσαι, κάτι που ονειρευόσουν να είσαι. Οι μάσκες, εδώ, δεν είναι προσωπεία, μεταμορφώνονται σε πρόσωπα. Να φορέσεις το προσωπείο που σου εξιδανικεύει το πρόσωπο. To να σε ελκύει να μεταμφιεστείς και να το περιμένεις με λαχτάρα προϋποθέτει να γνωρίζεις ποιός είσαι. Για να γίνεις συνειδητά άλλος, πρέπει να γνωρίζεις πρώτα ποιός πραγματικά είσαι. Πως αλλιώς θα ξεχωρίσεις το «άλλο»? Μεταμφιεζόμαστε όμως και για να κρυφτούμε, να εξαφανιστούμε. Να απαλλαγούμε επιτέλους από το άγχος συντήρησης του δήθεν – εαυτού μας. Δίνει μεγάλη ανασφάλεια το να αποχωριστείς τη γνωστή, ορατή λογική σου και να μετεωρίζεσαι στα αόρατα. Δεν είναι για ολους η Βενετία.
Οι μεταμφιέσεις και τα καρναβάλια πρίν την σαρακοστή, αποτελούν μια απολαυστική εκτόνωση που έχει κοινωνική επιδοκιμασία και ελέγχεται. Αποτελούν μια κάθαρση, όχι πολύ διαφορετική από εκείνη των Διονυσίων της αρχαίας Ελλάδας. Αυτή η έκφραση του «δαιμονικού» που έχει καθιερώσει ο πολιτισμός μας, φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να εκτονώνει ακίνδυνα τις παρορμήσεις προς τη βία. Ωστόσο βασικό χαρακτηριστικό αυτής της ευχάριστης «εγκατάλειψης» είναι ότι είναι προσωρινή, ελεγχόμενη, έχει κοινωνική επιδοκιμασία και είναι μια εκδήλωση συλλογική. Το επόμενο στάδιο είναι να γίνει προσωπικό το «δαιμονοκό». Το να είσαι άνθρωπος είναι να βρίσκεσαι στα όρια του ανώνυμου και του προσωπικού. Μη ξεχνάμε ότι όταν διοχετεύουμε το «δαιμονικό» καθιερώνουμε την ιδιαιτερότητά μας, ενώ όταν το διασκορπίζουμε γινόμαστε ανώνυμοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου