Δεν ήμουν ούτε δέκα χρονών, τότε που η Αποκριά ήταν Αποκριά και η Καθαρά Δευτέρα εξ ολοκλήρου Φλωρινιώτικη. Τότε που ο ταραμάς, τα καλαμαράκια και όλα τα θαλασσινά ήταν άγνωστες λέξεις. Δεν τα ξέραμε και ούτε τα είχαμε γευτεί, καθώς η τεχνολογία τότε δεν είχε φτάσει στο σημερινό επίπεδο. Έτσι λοιπόν ήταν μια Καθαρά Δευτέρα, καθαρά Φλωρινιώτικη.
Οι λαγάνες και ο χαλβάς ήταν το πρωινό μας, καθώς και το τσάι του βουνού, το πιο
συνηθισμένο ρόφημα όλο τον χρόνο. Και μετά ετοιμαζόμασταν για το μεγάλο γεγονός, το πέταμα του χαρταετού. Ήμουν τυχερός, επειδή είχα ξαδέλφια μεγαλύτερα από εμένα και με έπαιρναν μαζί τους. Μαζευόταν όλοι στο παλιό γυμνάσιο και με τους χαρταετούς στο χέρι ξεκινούσαμε για τα αμπέλια της πλαγιάς. Περνούσαμε την οδό Σίνη Κοντογούρη, που τότε ήταν ένα ποταμάκι με τοίχους από την μια και την άλλη μεριά και φτάναμε στα αμπέλια της χαράδρας, κάτω από τα γυμνάσια. Σήμερα βέβαια ούτε το ποταμάκι υπάρχει, ούτε η χαράδρα. Όλα μπαζώθηκαν. Εκεί πάνω τότε τα σπίτια ήταν λιγοστά. Από την μια μεριά της χαράδρας ήταν ο συνοικισμός και υπήρχαν στύλοι και καλώδια του ηλεκτρικού. Ακατάλληλο το μέρος. Από την άλλη μεριά της χαράδρας όμως ήταν αμπέλια και ένα σπίτι μονάχα. Εκεί αμολούσαν τους χαρταετούς, και εγώ καθόμουν και θαύμαζα τα μεγάλα παιδιά της γειτονιάς. Καμιά φορά τα ξαδέλφια μου έδιναν να κρατήσω τον σπάγκο, και εγώ αισθανόμουν σπουδαίος, νόμιζα ότι πετούσα με τον χαρταετό που κρατούσα. Οι πολύχρωμοι χαρταετοί με τις μακριές φουντωτές ουρές συναγωνιζόταν μεταξύ τους στον ουρανό κάνοντας σκέρτσα με το φύσημα του ανέμου, αλλά και βυθιζόταν και ανέβαιναν ψηλά κάθε φορά που φυσούσε λίγο πιο δυνατά. Και όταν τα παιδιά χόρταιναν το παιχνίδι με τους χαρταετούς, τα μαζεύανε και φεύγαμε όλοι μαζί από τον ίδιο δρόμο.
Σε αυτή την παρέα ήμουν ο μικρός φιλοξενούμενος, και στην επιστροφή με πήγαιναν στο σπίτι, και αυτοί έφευγαν γι αλλού. Η στεναχώρια μου έβρισκε διέξοδο στους συνομηλίκους μου που έπαιζαν στους δρόμους της γειτονιάς. Οι χαρταετοί, που τότε ακόμη μερικοί τους έλεγαν «μπαλόνια», ήταν για τους μεγάλους. Για μας τους μικρούς ήταν οι «αλιτάσκες», ένα είδος Φλωρινιώτικου πρόχειρου χαρταετού. Παίρναμε μια εφημερίδα και την κόβαμε σε τετράγωνο. Στις τρεις άκρες δέναμε τον σπάγκο και στην τέταρτη κάτω άκρη δέναμε την ουρά, που και αυτή ήταν από εφημερίδα. Και πως φτιάχναμε την ουρά; Κόβαμε με τα χέρια μας την εφημερίδα κυκλικά από έξω προς τα μέσα. Αυτό ήταν όλο και με τρία μέτρα σπάγκο όλα ήταν έτοιμα. Η αλιτάσκα όμως δεν σηκωνόταν σαν τον χαρταετό. Έπρεπε να τρέχομε συνέχεια, ώστε η αλιτάσκα να πετά. Και αυτό κάναμε, τρέχαμε σε όλους τους δρόμους της γειτονιάς. Μέχρι που μεσημέριαζε και γυρνούσαμε μούσκεμα από τον ιδρώτα στα σπίτια μας.
Την Καθαρά Δευτέρα το πρωί δεν ήθελα να βρίσκομαι στο σπίτι. Όλες οι γυναίκες έπλεναν καλά όλα τα μαγειρικά σκεύη και στο τέλος και με σταχτόνερο, για να φύγουν τα λίπη. Δεν έπρεπε να υπάρχει ίχνος λίπους την Σαρακοστή. Ήταν μεγάλη νηστεία. Αλλά και οι γανωτήδες, άλλοι περιπλανώμενοι και άλλοι στα εργαστήριά τους, την ημέρα αυτή γάνωναν όλα τα χάλκινα σκεύη, και τα πιρούνια, και τα κουτάλια. Εμένα με κούραζαν όλα αυτά και δεν είχα την διάθεση ούτε να τα δω. Απλώς περίμενα την ώρα του φαγητού. Παρόλο που η Καθαρά Δευτέρα ήταν μεγάλη νηστεία, τα νηστίσιμα φαγητά της ήταν νοστιμότατα.
«Στουμπισμένη πιπεριά» ήταν το Φλωρινιώτικο φαγητό της Καθαράς Δευτέρας. Η μάνα μου έβραζε στεγνές κόκκινες πιπεριές, φασόλια νερόβραστα και πατάτες. Έβγαζε από τις πιπεριές τους σπόρους και τις φλούδες και το υπόλοιπο το χτυπούσε στο γουδί με λίγα βρασμένα φασόλια και λίγη πατάτα. Χτυπούσε και το σκόρδο, έριχνε αλάτι και ξύδι, και το νηστίσιμό μας ήταν έτοιμο. Σήμερα αυτό αντικαταστάθηκε από τον ταραμά. Αναρωτιέμαι γιατί ξεχάστηκαν όλα αυτά τα Φλωρινιώτικα νηστίσιμα φαγητά;
Το γλύκισμα της Καθαράς Δευτέρας ήταν το βρασμένο σιτάρι με ζουμί κανναβουριού, ψιλοκομμένα καρύδια και ζάχαρη. Στούμπιζαν τους σπόρους κανναβουριού, τους έβραζαν και τους στράγγιζαν. Το ζουμί του κανναβουριού ήταν άσπρο και είχε εξαιρετική γεύση. Τρώγαμε ότι και τα ωδικά πουλιά, εμείς όμως δεν κελαηδούσαμε. Το κανναβούρι απαγορεύτηκε να πουλιέται στα καταστήματα αλεύρων και σιτηρών στην δεκαετία του 1970, καθώς και η καλλιέργεια του στον κάμπο της Φλώρινας, και χάθηκε η γλυκιά κανναβουρόσουπα που συνηθίζονταν να τρώγεται την Καθαρά Δευτέρα και στις νηστείες της Σαρακοστής.
Δημήτρης Μεκάσης
ΩΡΆΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήθα το βάζεις την καθαρά δευτέρα και μετά, γιατί και το χρταετό μας έκατσες και στο κρύο μας ψόφησες
ΑπάντησηΔιαγραφή