(Το πιο κάτω κείμενο κατατέθηκε στις 28.5.2012 στη 2η διαβούλευση για το Αναλυτικό Κείμενο του Εθνικού Ενεργειακού Σχεδιασμού).
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται στον τομέα της ενέργειας επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, της μεταποίησης και όλης της παραγωγικής βάσης της χώρας. Επηρεάζεται η τύχη δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, αλλά και το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Ο στόχος επομένως του Ενεργειακού
Σχεδιασμού θα πρέπει να είναι η διασφάλιση των ενεργειακών αναγκών της χώρας με το χαμηλότερο κόστος, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη και τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Όμως από το Αναλυτικό Κείμενο που δημοσίευσε το ΥΠΕΚΑ προκύπτει ότι ο σχεδιασμός έγινε για τη μείωση εκπομπών CO2 και τη μεγιστοποίηση της συμμετοχής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), με παραδοχές οι οποίες επιδέχονται τουλάχιστον αμφισβήτηση.
Πιο αναλυτικά:
• Η Ευρωπ. Ένωση (ΕΕ) έχει αυτοδεσμευθεί να μειώσει έως το 2050 τις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων σε ποσοστό 80-95% των επιπέδων του 1990 [1]. Δεν έχει καθοριστεί όμως το πώς θα επιτευχθεί αυτό σε κάθε μια χώρα. Οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα μέχρι στιγμής αφορούν το 2020 και δεν υπάρχει δέσμευση για το 2030 ή 2040. Οι απόπειρες της ΕΕ τον Ιούνιο 2011 και τον περασμένο Μάρτιο να οριστεί στόχος μείωσης εκπομπών για το 2030 συνάντησαν δυο φορές το βέτο της Πολωνίας, που παράγει πάνω από 90% της ηλεκτρ. ενέργειας από το λιγνίτη και λιθάνθρακα που διαθέτει [2].
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με πολύ πρόσφατη (24.5.2012) ανακοίνωση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) [3], το 2011 σημειώθηκε νέο ρεκόρ εκπομπών CO2 παγκοσμίως. Οι εκπομπές CO2 μειώθηκαν το 2011 σε ΕΕ (κυρίως λόγω της ύφεσης) και ΗΠΑ (κυρίως λόγω στροφής προς το φυσικό αέριο από σχιστόλιθους), αλλά αυξήθηκαν περισσότερο σε Κίνα και Ινδία. Ενώ η Κίνα διαθέτει σήμερα τις 2 από τις 3 πρώτες εταιρείες κατασκευής ανεμογεννητριών και τις 7 από τις 10 μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής φωτοβολταϊκών (Φ/Β) συστημάτων παγκοσμίως [4, 5], στηρίζει την ανάπτυξη της οικονομίας της στην άφθονη, ασφαλή και φθηνή ενέργεια που της εξασφαλίζει η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων. Δεν είναι απαραίτητο η Ελλάδα να μιμηθεί την Κίνα, αλλά πρέπει να βλέπουμε και τι γίνεται γύρω μας.
• Οι πιο φθηνές πηγές ενέργειας της χώρας είναι ο λιγνίτης και τα νερά. Το βασικό καύσιμο τις τελευταίες 10ετίες είναι ο λιγνίτης. Θα περίμενε επομένως κανείς να υπάρχει στο Αναλυτικό Κείμενο μια αναλυτική αναφορά στη διαχρονική εξέλιξη των μεγεθών της λιγνιτικής παραγωγής, αλλά σε κείμενο 75 σελίδων διατίθεται για το λιγνίτη μόλις ¼ της σελίδας!
• Το Πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ το 2009, με το οποίο κέρδισε τις εκλογές, έθετε ως στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων φαινομένου θερμοκηπίου κατά 65% μέχρι το 2050 με ενδιάμεσους δεσμευτικούς στόχους προόδου. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, αναγραφόταν ρητά ως «προτεραιότητα η αντικατάσταση των παλιών λιγνιτικών σταθμών με νέες λιγνιτικές μονάδες υψηλής απόδοσης».
Η αναφορά αυτή ήταν συμβατή με παλαιότερα μέτρα ενεργειακού σχεδιασμού, που περιγράφονταν τόσο στο «Εθνικό Πρόγραμμα Μείωσης Εκπομπών Αερίων Φαινομένου Θερμοκηπίου (2000-2010)» (ΦΕΚ Α΄ 58/2003), όσο και το «Εθνικό Σχέδιο Κατανομής ∆ικαιωμάτων Εκπομπών για την περίοδο 2005 – 2007» (ΦΕΚ Β' 1216/2006), στο οποίο ρητά αναφερόταν «…εν όψει της σημασίας του λιγνίτη για την ασφάλεια της ενεργειακής κάλυψης της χώρας, θα πρέπει να σημειωθεί η δυνατότητα ένταξης στο σύστημα νέων σύγχρονων λιγνιτικών μονάδων υψηλού βαθμού απόδοσης, προς αντικατάσταση παλαιωμένων σταθμών».
Η πρόβλεψη αντικατάστασης των παλαιών Μονάδων με νέες είναι απολύτως συμβατή και με την πρακτική στην ΕΕ: στη Γερμανία (Niederaussem και Neurath), την Πολωνία (Belchatow και Pątnów), τη Βουλγαρία (λιγνιτικό κέντρο Maritsa East) τα τελευταία χρόνια είτε κατασκευάζονται νέες, σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες, είτε εκσυγχρονίζονται παλαιότερες.
Επίσης, τον Ιούλιο 2010, η Επιτροπή 20-20-20 του ΥΠΕΚΑ, κατά την «Ανάλυση Ενεργειακών Σεναρίων Διείσδυσης των ΑΠΕ στο Ενεργειακό Σύστημα και Επίτευξης των Εθνικών Στόχων του 2020» με το ενεργειακό μοντέλο ENPEP, εξέτασε σενάρια διατήρησης λιγν. Μονάδων 4015 MW μέχρι το 2030 και διαπίστωσε ότιικανοποιείται τόσο ο εθνικός στόχος για το 2020, όσο και ο δεσμευτικός σύμφωνα με την Οδηγία 28/2009/ΕΚ.
Ωστόσο τώρα, στο Αναλυτικό Κείμενο, προτείνεται η σχεδόν πλήρης απένταξη του λιγνίτη από το ενεργειακό μίγμα: το μερίδιο του λιγνίτη θα μειωθεί από 56,7% το 2011 στο 13% το 2050 στο Σενάριο Υφιστάμενων Πολιτικών, ενώ στα υπόλοιπα σενάριαθα μηδενιστεί (η συνολική παραγωγή ηλεκτρισμού στη χώρα θα αυξηθεί σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα έως και κατά 63% έως το 2050). Ακόμα κι αν χρησιμοποιηθεί τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης CO2 (CCS) και παραμείνουν λιγνιτικές μονάδες έως το 2050, το μερίδιό τους θα είναι τότε μόνο 6% στην ηλεκτροπαραγωγή, δημιουργώντας ερωτηματικά για την αξιοποίηση των επενδύσεων.
Για την απένταξη του λιγνίτη θεωρείται ότι το κόστος του επιβαρύνεται από τα δικαιώματα εκπομπών CO2. Η τιμή του κόστους εκπομπών CO2 έχει ληφθεί σε όλα τα σενάρια να υπερβαίνει τα 20 ευρώ/τόννο, όμως μέχρι τα μέσα του 2011 ήταν περί τα 15 ευρώ/τόννο και από τότε μειώνεται. Όλο το 2012 η τιμή είναι κάτω των 10 ευρώ και σήμερα είναι στα 6,91 ευρώ (ECX EUA Dec12, [6]). Και στο Χρηματιστήριο του Σικάγου στις ΗΠΑ ήδη από το 2010 η τιμή είχε πέσει στα 5 σεντς/τόννο, με ανύπαρκτο αγοραστικό ενδιαφέρον [7]. Εάν συνεπώς η ΕΕ αυξήσει τη φορολόγηση των ορυκτών καυσίμων προκειμένου να πιέσει για ταχύτερη μείωση των εκπομπών CO2, πιθανώς το μόνο που θα επιτύχει θα είναι αφενός ηαύξηση της τιμής ενέργειας για τον τελικό καταναλωτή και μάλιστα σε συνθήκες παρατεινόμενης ύφεσης, αφ’ ετέρου η χρεοκοπία ή μετανάστευση της βιομηχανίας στην Ασία. Οι επιπτώσεις στην Ευρωπαϊκή -και ιδιαίτερα την Ελληνική- βιομηχανία θα είναι καταστρεπτικές και το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών θα μειωθεί, χωρίς τελικά όφελος για τον πλανήτη σε μείωση των εκπομπών CO2, αφού Κίνα και Ινδία συνεχίζουν να αυξάνουν τις εκπομπές.
Επομένως στον Εθνικό Ενεργειακό Σχεδιασμό θα πρέπει κατ’ ελάχιστο να γίνει μια ανάλυση ευαισθησίας με τιμές CO2 5 έως 20 ευρώ/τόννο, ώστε να υπάρχουν διαφορετικά σενάρια κόστους της ηλεκτροπαραγωγής ανάλογα με την επίδραση της τιμής CO2.
Επομένως στον Εθνικό Ενεργειακό Σχεδιασμό θα πρέπει κατ’ ελάχιστο να γίνει μια ανάλυση ευαισθησίας με τιμές CO2 5 έως 20 ευρώ/τόννο, ώστε να υπάρχουν διαφορετικά σενάρια κόστους της ηλεκτροπαραγωγής ανάλογα με την επίδραση της τιμής CO2.
• Στην Επιτροπή Σχεδιασμού συμμετείχε εκπρόσωπος της Greenpeace, η οποία με έκθεσή της το Φεβρουάριο ανέφερε ότι «η ρύπανση από το λιγνίτη προκάλεσε μέσα σ’ ένα χρόνο το θάνατο 534 συμπολιτών μας». Σε 2η έκδοση της έκθεσης, μόλις ένα μήνα μετά, οι 534 θάνατοι έχουν γίνει 1079!, θέτοντας σοβαρά ερωτηματικά για τη μεθοδολογία και την αξιοπιστία τέτοιων εκθέσεων. Σε κάθε περίπτωση, τέτοιοι στατιστικού τύπουχαρακτηρισμοί υπάρχουν για πολλές πλευρές της καθημερινής μας ζωής: π.χ. πάνω από 2.000 άνθρωποι χάνονται από τροχαία ατυχήματα κάθε χρόνο στην Ελλάδα, αλλά προφανώς η λύση δεν είναι να καταργήσουμε τα αυτοκίνητα!
• Βασικός στόχος του σχεδιασμού πρέπει να είναι η επίτευξη των βέλτιστων οικονομιών κλίμακας, ιδίως ως προς την πιο αποτελεσματική χρήση των ήδη υπαρχουσών υποδοµών, προς όφελος εν τέλει του συνόλου των καταναλωτών. Όμως από το Αναλυτικό κείμενο δεν προκύπτει αξιοποίηση βασικών υποδομών όπως τα ήδη ανοικτά ορυχεία, ο εγκατεστημένος πανάκριβος εξοπλισμός σε καδοφόρους εκσκαφείς και λοιπά μηχανήματα ορυχείων, οι υπάρχουσες λιγνιτικές Μονάδες. Ακόμα κι αν η αξία κάποιου εξοπλισμού εμφανίζεται στις λογιστικές καταστάσεις ως αποσβεσμένη, υπάρχεισημαντική παραμένουσα αξία και ειδικά ο ηλεκτροκίνητος εξοπλισμός των ορυχείων παρουσιάζει διεθνώς πολύ μεγάλη διάρκεια ζωής, ασυνήθιστη για άλλα είδη εξοπλισμού. Επισημαίνεται ότι στη Γερμανία, χώρα κατασκευάστρια καδοφόρων εκσκαφέων, διατηρείται ακόμα σε λειτουργία καδοφόρος εκσκαφέας που πρωτολειτούργησε το 1950. Αντίθετα στην Ελλάδα -με τις υφιστάμενες πολιτικές- φαίνεται ότι οδηγούνται σε ακινητοποίηση και αχρήστευση καδοφόροι εκσκαφείς που κατασκευάστηκαν στη δεκαετία του 1980, ενώ με τη διδακτορική μου διατριβή πριν 15 χρόνια είχαν τεκμηριωθεί οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις διατήρησης σε λειτουργία και παραγωγικής αξιοποίησης των πανάκριβων καδοφόρων εκσκαφέων των ορυχείων της ΔΕΗ.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, με πρότασή μου από το 2007, ιδιαίτερα οι μεγάλοι εκσκαφείς του Ορυχείου Αμυνταίου, οι μεγαλύτεροι στη χώρα, θα μπορούσαν (από το 2018 περίπου) να αξιοποιηθούν με ευνοϊκούς οικονομικούς όρους στην εκμετάλλευση τμήματος του Πεδίου Προαστείου, που είναι ήδη ανοικτό από την πλευρά του Ορυχείου Μαυροπηγής. Σύμφωνα με το ΙΓΜΕ, το κοίτασμα του Πεδίου Προαστείου, το οποίο χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστα υψηλή θερμογόνα δύναμη, μπορεί να τροφοδοτήσει 2 Μονάδες των 300 MW. Σε περίπτωση που δεν αξιοποιηθεί τα προσεχή χρόνια, δεν θα μείνει για τις επόμενες γενιές και θα απαξιωθεί, αντίθετα με το κοίτασμα π.χ. της Δράμας. Επικουρικά αναφέρεται ότι στο Υπουργείο Ανάπτυξης είχε εκπονηθεί το 2006 νομοσχέδιο για τα λατομεία αδρανών υλικών, το οποίο τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση για 6 και πλέον μήνες, και στο οποίο αναφερόταν ότι «Η αναίρεση της δυνατότητας εκμετάλλευσης κοιτασμάτων του ορυκτού πλούτου γενικότερα, με την κάλυψη αυτών από οικισμούς ή άλλες εγκαταστάσεις, δεν αποτελεί πράξη σωφροσύνης»[8]. Όταν αυτό ισχύει για τα αδρανή υλικά, ισχύει πολύ περισσότερο για τα ενεργειακά ορυκτά. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να απαξιώνει εγχώριες ενεργειακές πηγές σε βάρος επόμενων γενεών.
Επομένως ο σχεδιασμός θα πρέπει να έχει ως αφετηρία την καταγραφή των ήδη ανοικτών ορυχείων και την καλύτερη δυνατή αξιοποίησή τους, με στόχο την εξάντληση των συγκεκριμένων τουλάχιστον κοιτασμάτων στο χρονικό ορίζοντα έως το 2050, κάτι που είναι τεχνικά εφικτό. Εάν δεν γίνει εξάντλησή τους, δεν θα μπορεί να γίνει ομαλά η αποκατάσταση των εδαφών και τίθεται εν αμφιβόλω η αειφορική και βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής.
• Στο Αναλυτικό Κείμενο γίνεται αναφορά σε ένταξη μέχρι το 2020 στο σύστημα των νέων λιγνιτικών Μονάδων Πτολεμαΐδα V και Μελίτη ΙΙ. Όμως οι πρόσφατες εξελίξεις δεν δικαιολογούν την αισιοδοξία των συντακτών για το 2020, ιδιαίτερα μάλιστα με τις πολιτικές που έχουν τα τελευταία χρόνια αρνητική επίδραση στον εφοδιασμό της Μονάδας Μελίτη Ι. Τα αποθέματα λιγνίτη που υπάρχουν στα ήδη ανοικτά ορυχεία επιτρέπουν πάντως την ένταξη τουλάχιστον μιας ακόμα νέας Μονάδας.
Επιπλέον, εμφανίζεται αναφορά περί θέσης λιγνιτικών μονάδων σε «ψυχρή εφεδρεία»: η αναφορά αυτή γεννά σοβαρά ερωτηματικά για τη δυνατότητα εφοδιασμού των πιο πάνω μονάδων με λιγνίτη στη χρονική στιγμή που θα χρειαστεί να τεθούν σε λειτουργία. Ο λιγνίτης είναι καύσιμο που δεν μπορεί να αποθηκευτεί επί μακρό χρόνο, καθόσον παρουσιάζει φαινόμενα αυτανάφλεξης. Προκειμένου να αποφεύγεται η αυτανάφλεξη, τα αποθέματα στις αυλές λιγνίτη θα πρέπει να ανανεώνονται τακτικά, δηλαδή θα πρέπει να καταναλώνονται σε Μονάδες που θα βρίσκονται σε λειτουργία. Επιπλέον, τα Ορυχεία δεν μπορούν να παραμένουν σε αναμονή για να εξορύξουν λιγνίτη όταν χρειαστεί να λειτουργήσουν οι Μονάδες, καθόσον δημιουργούνται προβλήματα ακινητοποίησης του εξοπλισμού, φθορών ευαίσθητων τμημάτων όπως ιμάντες ταινιοδρόμων και καλώδια, ευστάθειας πρανών, άντλησης νερών, αυτανάφλεξης λιγνίτη, κλπ., τα οποία είτε προσαυξάνουν άνευ λόγου το κόστος εκμετάλλευσης, είτε θέτουν σε κίνδυνο την ύπαρξη των Ορυχείων. Θα πρέπει συνεπώς να διατηρούνται ταυτόχρονα σε λειτουργία τόσο Ορυχεία και Μονάδες λιγνίτη.
Επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι για τα Ορυχεία, υπάρχει θέμα τεχνολογίας εξόρυξης: η πιο κατάλληλη τεχνολογία για τη μαζική και ταυτόχρονα εκλεκτική εξόρυξη των πολυστρωματικών ελληνικών λιγνιτικών κοιτασμάτων παραμένει ο καδοφόρος εκσκαφέας, όμως κατά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σταδιακή μετάβαση σε τεχνολογία εξόρυξης με εκσκαφείς ανεστραμμένου κάδου («τσάπες»). Η τεχνολογία αυτή ΔΕΝ είναι κατάλληλη για εκτεταμένη εφαρμογή και οδηγεί σε μη ορθολογική εκμετάλλευση των κοιτασμάτων, καθόσον έχει συχνά ως αποτέλεσμα την εξόρυξη ενδιαμέσων στείρων μαζί με το λιγνίτη και την πολύ σοβαρή υποβάθμιση της ποιότητας του προϊόντος εξόρυξης. Τελικό αποτέλεσμα είναι να επηρεάζεται αρνητικά η παραγωγή ενέργειας, να αυξάνεται η κατανάλωση λιγνίτη ανά παραγόμενη κιλοβατώρα και ανάλογα το κόστος αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών CO2, καθώς και οι εκπομπές αιωρουμένων σωματιδίων στην ατμόσφαιρα της περιοχής.
• Στο Αναλυτικό Κείμενο αναφέρεται ότι οι προοπτικές ανάπτυξης του Συστήματος Μεταφοράς ηλεκτρ. ενέργειας που έχουν ληφθεί υπόψη θα διαφοροποιηθούν σημαντικά εφόσον προωθηθούν έργα ανάπτυξης των ΑΠΕ με κύριο εξαγωγικό χαρακτήρα (π.χ. Πρόγραμμα ΗΛΙΟΣ). Σύμφωνα όμως με δηλώσεις του πρώην Υπουργού ΠΕΚΑ τον Απρίλιο στην εφημερίδα “Die Welt” [9], η ενέργεια θα εξάγεται μόνο «στατιστικά»: πρακτικά θα καταναλώνεται στην Ελλάδα, με τις όποιες συνέπειες θα έχει αυτό για τις απαιτούμενεςεπενδύσεις σε δίκτυα μεταφοράς, καθώς και την εξασφάλιση εφεδρειών για τις νυκτερινές ώρες και τους χειμερινούς μήνες, που δεν θα υπάρχει παραγωγή. Δεν είναι σαφές ποιο θα είναι το τελικό κόστος ενέργειας που θα πληρώνει από αυτή την αιτία οΈλληνας καταναλωτής.
• Στο Αναλυτικό Κείμενο προτείνεται ουσιαστικά υποκατάσταση της λιγνιτικής παραγωγής ηλ. ενέργειας με παραγωγή από φυσικό αέριο, το οποίο αναφέρεται ότι θα κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο τελικής κατανάλωσης στον τομέα της βιομηχανίας. Ωστόσο:
- δεν υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση της ασφάλειας εφοδιασμού της χώρας με φυσικό αέριο μέσω της Τουρκίας, τη στιγμή που η Τουρκία κατ’ επανάληψη έχει διακόψει τη ροή του αζέρικου αερίου προς την Ελλάδα και προφανώς θα το επαναλάβει και στο μέλλον.
- Δεν υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση της επίπτωσης στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας από την αντικατάσταση ενός εγχωρίως παραγόμενου καυσίμου με εισαγόμενο.
- Δεν υπάρχει τεκμηρίωση της επίπτωσης στις θέσεις απασχόλησης της χώρας και ιδιαίτερα στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Αναφέρονται γενικές μελέτες για την αύξηση των θέσεων απασχόλησης που μπορεί να φέρει η «πράσινη ενέργεια». Ωστόσο χρειάζεται προσοχή για το πού ακριβώς γίνεται η δημιουργία θέσεων απασχόλησης: η Γερμανία ήδη χάνει θέσεις εργασίας, οι οποίες μεταφέρονται στην Ασία. Ενδεικτικά, μόνο το τελευταίο εξάμηνο χρεοκόπησαν στη Γερμανία οι Φ/Β εταιρείες Solon (Βερολίνο), Solar Millennium (Ερλάνγκεν), Scheuten Solar (Φράιμπουργκ), Solarhybrid (Βραδεμβούργο), Odersun (Βραδεμβούργο), Q-Cells (Bitterfeld-Wolfen), ενώ η First Solar κλείνει το εργοστάσιο στη Γερμανία (Φρανκφούρτη/Όντερ) και διατηρεί την παραγωγή στη Μαλαισία [10, 11]. Και στην Ελλάδα τα Φ/Β δίνουν διέξοδο στην απασχόληση σε περίοδο οικονομικής κρίσης μόνο χάρη στις πολύ υψηλές εγγυημένες τιμές της πωλούμενης ενέργειας: αν οι τιμές μειωθούν, όπως γίνεται ήδη σε όλη την Ευρώπη, θα μειωθεί αντίστοιχα και η απασχόληση, αφού η Φ/Β ενέργεια ακόμα δεν είναι ανταγωνιστική.
Ως τελικό συμπέρασμα, σήμερα είναι νωρίς για την απένταξη του λιγνίτη από το ενεργειακό μίγμα της χώρας. Δεν πρέπει να χάσουμε αυτό που έχουμε, προκειμένου να φέρουμε κάτι που είναι ακόμα αβέβαιο: η μετάβαση πρέπει να γίνει σταδιακά και με πολλή περίσκεψη. Ο Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός δεν μπορεί να έχει ως βασικούς άξονες μόνο τη μείωση των εκπομπών και την ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ, το κόστος για την κοινωνία πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη. Και οι ενδιάμεσοι δεσμευτικοί στόχοι μείωσης εκπομπών CO2 για το 2030 και το 2040 θα πρέπει να καθοριστούν με μεγάλη προσοχή και με πολύπλευρη εξέταση του συμφέροντος της χώρας.
Χρήστος Ι. Κολοβός
Δρ Μηχανικός Μεταλλείων - Μεταλλουργός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Μέλος Περιφερειακής Επιτροπής Διαβούλευσης Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας
τ.Γραμματέας Περιφερειακού Συμβουλίου ΠΑΣΚ Διπλωμ. Μηχανικών Δυτικής Μακεδονίας
Μέλος Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής Εκμετάλλευσης & Αξιοποίησης Ενεργειακών Πρώτων Υλών ΤΕΕ
Μέλος Μόνιμης Επιτροπής Ενέργειας ΤΕΕ/Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας
Πηγές:
[1] COM(2011) 885 τελικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου