Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Η παλιά Φλώρινα 1912 – 1970 μέσα από το φωτογραφικό αρχείο του Θ.Βογιατζή: Η γειτονιά μου το 1917


Γαλλική καρτ ποστάλ της παραποτάμιας οδού Αβέρωφ, στην βορειοδυτική πλευρά του σημερινού κτιρίου του «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ». Είχε ληφθεί από το φωτογραφικό συνεργείο του Γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος, κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), όταν τα γαλλικά 

στρατεύματα είχαν στρατοπεδεύσει στην πόλη μας (1916-1918).
Βλέπουμε τις γυναίκες της γειτονιάς μου  να πλένουν, στο άφθονο νερό του ποταμού, χαλιά, φλοκάτες και άλλα είδη, επειδή δεν υπήρχαν ακόμη στα σπίτια βρύσες. Η υδροδότηση των κατοικιών έγινε πού αργότερα και τα περισσότερα σπίτια της πόλης μας υδροδοτήθηκαν μετά το 1950. Μέχρι τότε υπήρχε σε κάθε γειτονιά και μια βρύση του Δήμου για τις ανάγκες της περιοχής και θυμάμαι τις γυναίκες της γειτονιάς, πριν από 50 και πλέον χρόνια, να περιμένουν υπομονετικά κάθε πρωί την σειρά τους, για να γεμίσουν της πήλινες στάμνες τους και άλλα σκεύη, από την μοναδική αυτή βρύση.
Στην αριστερή πλευρά του ποταμού και παράλληλα με τον δρόμο, φαίνεται καθαρά το «γιάζι» (ρυάκι), που ξεκινούσε από το σημείο αυτό και κατέληγε στην Πλατεία Σχολείων. Καταστράφηκε και αυτό από την μεγάλη πλημμύρα του 1929. Στο βάθος της φωτογραφίας γαλλικό φυλάκιο και πίσω από αυτό  διακρίνεται  το γνωστό καφωδείο  της εποχής, το περίφημο Καφέ Σαντάν.
Το πρώτο σπίτι αριστερά, είναι της οικογένειας Κιατύπη, στο ισόγειο του οποίου άνοιξε πολύ αργότερα (από το 1948 μέχρι το 1959), η γνωστή στους παλιούς Φλωρινιώτες ταβέρνα «Η ΠΑΡΑΛΙΑ» των αδελφών Κιατύπη, που άφησε εποχή. Θυμάμαι, όπως έχουμε γράψει και σε άλλο μας κείμενο, τις γλυκές καλοκαιρινές βραδιές, προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, να πλημμυρίζει η γειτονιά μας από τις μελωδίες των αξέχαστων νοσταλγικών τραγουδιών της εποχής, από δίσκους των 78 στροφών, που έβαζαν στο γραμμόφωνό τους οι αδελφοί Κιατύπη. Απολαμβάναμε έτσι, ενώ δεν υπήρχε ακόμη η τηλεόραση και τα ραδιόφωνα ήσαν λιγοστά, τις θαυμάσιες φωνές των εξαίρετων παλιών τραγουδιστών Νίκου Γούναρη, Τώνη Μαρούδα, Φώτη Πολυμέρη και άλλων, όπως και ωραία αρχοντορεμπέτικα του Σουγιούλ, αλλά και τραγούδια μεγάλων λαϊκών συνθετών, Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Μητσάκη, Χιώτη κ.λπ.
Στο τρίτο σπίτι, στην αριστερή πάντα πλευρά του ποταμού, κατοικούσε ο περίφημος γραφικός τύπος Πέτρος Λογόρης (1906-1978). Προπολεμικά ήταν γνωστός στους παλιούς Φλωρινιώτες ως κύριος «Δήμαρχος», λόγω του άψογου ντυσίματός του τις Κυριακές και τις γιορτές, ενώ όλες τις άλλες ημέρες ήταν πάντα ρακένδυτος. Υπάρχει επίσης η φήμη, ότι κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου ήταν δεινός χορευτής.
Αξέχαστη παλιά Φλώρινα, κάθε φορά που σε θυμόμαστε με νοσταλγία, ξεφεύγουμε,  έστω και για λίγο, από την σημερινή δύσκολη  εποχή μας.

Θανάσης  Βογιατζής
Φλώρινα  8-2-2013
                       

4 σχόλια:

  1. Θανάση σε συγχαίρω για την εξαιρετική εργασία σου.Μας θυμίζεις την όμορφη Φλώρινα μας και μας συγκινείς

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γιάννης Κασκαμανίδης9 Φεβρουαρίου 2013 στις 6:33 μ.μ.

    Αυτό το μεράκι, να συλλέγει δηλαδή κάποιος φωτογραφίες και να τις τεκμηριώνει ιστορικοκοινωνικά, είναι εξαιρετικά χρήσιμο, τόσο γιατί ανακινεί και ενδυναμώνει την ατομική μνήμη, όσο και γιατί συμβάλλει στη διαμόρφωση και αναδιαμόρφωση της συλλογικής μνήμης. Ο κ. Βογιατζής απλόχερα μοιράζει τους καρπούς της ιδιαίτερης αυτής ενασχόλησής του, συνεπώς είναι αναγκαίο να αναγνωρίσουμε, για νιοστή φορά, την προσφορά του στο συλλογικό σκέπτεσθαι.

    Με αφορμή τον Λογόρη, θέλω να γράψω μερικά πράγματα που θυμάμαι.

    Ο Λογόρης, ψηλός, αδύνατος, λίγο σκυφτός, πάντα ρακένδυτος, με μια μαύρη στενή καμπαρντίνα, παντελόνι που είχε με τον καιρό μαζέψει και δεν κάλυπτε ολότελα τις κνήμες του και με ένα δερμάτινο κολλητό σκουφί στο κεφάλι, το οποίο είχε πάντα δεμένο κάτω από το πηγούνι του και τον έκανε να μοιάζει με θλιβερή μεσαιωνική φιγούρα, κυκλοφορούσε εκεί γύρω, περισσότερο όμως καθόταν σε μια πέτρα που είχε τοποθετήσει στη γωνία του οικοπέδου που υπάρχει και σήμερα, δίπλα από το, γκρεμισμένο πια, σπίτι του Πέιου.

    Η παρουσία του και μόνο, μας προκαλούσε φόβο, τρόμο κάποιες φορές, όταν έπρεπε να περάσουμε μπροστά από το οικόπεδο το οποίο "φύλαγε" με την απόκοσμη μορφή του ο Λογόρης. Τότε δεν ξέραμε το μικρό του όνομα. Και όταν καμιά φορά περπατώντας τον συναντούσαμε, πάντα βιαστικό και με τα χέρια στις τσέπες της καπαρντίνας, να πηγαίνει προς το οικόπεδο ή αντίστροφα προς το σπίτι του που ήταν απέναντι (σήμερα είναι ένα οικόπεδο με μερικά χαλάσματα), παγώναμε από το φόβο μας. Κάποτε, σε μια τέτοια απρόσμενη συνάντηση, επιχειρώντας να κατευνάσουμε το πνεύμα του και να κερδίσουμε τη συμπάθειά του ενώ τρέμαμε σύγκορμοι, καταφέραμε να ψελλίσουμε "καλησπέρα" και, πράγμα απίστευτο για μας, ο απειλητικός γέρος μας καλησπέρισε με μια φωνή που περισσότερο έδειχνε την αδυναμία του και την κακομοιριά του, την έλλειψη δύναμης και κουράγιου που φέρνει η μοναξιά, παρά το μίσος και την κακία που εμείς νομίζαμε ότι είχε απέναντι στα παιδιά. Αυτή η πρώτη μας επικοινωνία αποτέλεσε και την πρώτη ύλη που μας βοήθησε να αναπτύξουμε συναισθήματα συμπάθειας γι' αυτόν τον άκακο και απόκοσμο γέρο. Αν και νιώθαμε πάντα μια απειλή, βαθιά μέσα μας ξέραμε ότι αυτή η τρομακτική φιγούρα δεν πρόκειται ποτέ να μας πειράξει. Δεν θυμάμαι τον θάνατό του. Θυμάμαι, όμως, πολύ καλά την απουσία του από εκείνη τη γωνία. Την ανακούφιση, αλλά και τη λύπη που μου προξενούσε αυτή η απουσία.

    Αυτό που μας τραβούσε σ' εκείνη την πλατεία ήταν τα "κουρσάκια", το λούνα πάρκ με τα συγκρουόμενα που τότε ερχόταν κάθε φθινόπωρο. Εμείς, άψιλοι εντελώς, "πεθαίνοντας" για μια βόλτα με τα "κουρσάκια", παρακαλούσαμε, κάποτε και ικετεύαμε, τον ιδιοκτήτη (θυμάμαι έναν χοντρό καλοζωισμένο και καλοντυμένο τύπο) να μαζέψουμε τα σκουπίδια που υπήρχαν εκεί γύρω και να μας δώσει καμιά μάρκα για να το γλεντήσουμε. Καμιά φορά δεχόταν. Δεν ήταν και άσχημα, αφού σε ένα μήνα μπορούσαμε με αυτόν τον τρόπο να κάνουμε 2-3 βόλτες. Αλλιώς, θα ξεροσταλιάζαμε μονίμως παρακολουθώντας τους έχοντες. Απ' το τίποτα...

    Σε εκείνα τα κουρσάκια το φθινόπωρο του 1979, Σάββατο θυμάμαι, είδα τελευταία φορά ζωντανό τον συμμαθητή μου Βασίλη Κουλκούνη. Την επομένη εξαφανίστηκε, γεγονός που μάθαμε τη Δευτέρα όταν πήγαμε στο σχολείο, 1ο Γυμνάσιο. Την εξαφάνισή του συνόδευσαν αμέσως αμέτρητες εκδοχές για το τι συνέβη, αλλά και φήμες ότι κυκλοφορούν απαγωγείς γύρω από τα σχολεία. Ο απόλυτος τρόμος πάνω από την πόλη! Το μυστήριο της εξαφάνισής του διαλευκάνθηκε την Πέμπτη, όταν το άψυχο σώμα του βρέθηκε κρεμασμένο στα πευκάκια του βουνού πάνω από τα Καυκάσικα. Δεν είδαμε τον Βασίλη νεκρό, πολύ δε περισσότερο δεν πήγαμε σε καμία κηδεία, αφού το πτώμα του εξαφανίστηκε κι αυτό χωρίς να μάθουμε απολύτως τίποτε. Θαρρείς κι ο θάνατός ενός παιδιού λύτρωνε μια ολόκληρη πόλη, που τώρα αδιαφορούσε επιδεικτικά και παγερά για τα ερωτήματα που είχαμε και για τα οποία θέλαμε απαντήσεις. Στο σχολείο κανείς δεν αναφέρθηκε στο γεγονός αυτό. Δεν μάθαμε ποτέ τι έγινε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Θα ήταν ενδιαφέρον αν κάποιος που γνωρίζει κάτι παραπάνω μας συνεχίσει την ιστορία...

      Διαγραφή
  3. και μόνο για το σχόλιο του κ.Κασκαμανίδη θα άξιζε η προσπάθεια του κ.Βογιατζή.Μπράβο και στους δύο και συνεχίστε πιό συχνά(εν Αθήναις Φλωρινιώτης)

    ΑπάντησηΔιαγραφή