Χορεύουν με τις μελωδίες της γκάιντας στο χωριό Ιτιά Φλώρινας
(Γαλλική φωτογραφία του 1918)
|
Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Ο Ευθύμιος Χρήστου ή πιο γνωστός με το όνομα
Έφτος ήταν ο τελευταίος που έφτιαχνε γκάιντες στην Φλώρινα. Καταγόταν από το
χωριό Τριπόταμος και ήρθε στην Φλώρινα στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όπου
παντρεύτηκε και κατοίκησε στο Πάνω Τσιφλίκι. Όλη του την ζωή την πέρασε
φτιάχνοντας γκάιντες και φλογέρες και παίζοντας στους γάμους και στις ταβέρνες.
Έμενε σε ένα μικρό φτωχικό σπίτι - εργαστήριο, όπου με
τον ποδοκίνητο τόρνο
του, έφτιαχνε τα πνευστά μουσικά όργανα. Τον ασκό της γκάιντας τον έφτιαχνε από
τομάρι αρνιού, και την φλογέρα της γκάιντας από ξύλο και κέρατο. Το μπάσο της
γκάιντας ή τα μπάσα όταν ήταν δυο, τα έφτιαχνε από πολλά κομμάτια ξύλου, που τα
συναρμολογούσε και γινόταν σωλήνας.
Ο Έφτος έφτιαχνε και φλογέρες. Οι καλαμένιες
φλογέρες ονομαζόταν «σουπέλκες» και τέτοιες έφτιαχνε αποκλειστικά για τους
βοσκούς. Έφτιαχνε όμως και ξύλινες μεγάλες φλογέρες που τις ονόμαζαν
«καβάλια». Αυτές τις έφτιαχνε στον τόρνο
και τις έβαφε σε καφετί χρώμα. Καβάλια
του ενός μέτρου έφτιαχνε για τους Σαρακατσάνους. Για τους ντόπιους χωρικούς
έφτιαχνε μικρότερα καβάλια με 7 - 8 τρύπες. Μέχρι το 1970 περίπου, έφτιαχνε γκάιντες και
φλογέρες με παραγγελία, αλλά έφτιαχνε και για τα μαγαζιά, που πουλούσαν
κουδούνια και διάφορα άλλα είδη που είχαν σχέση με τις αγροτικές εργασίες.
Ο ίδιος έπαιζε γκάιντα στα ταβερνάκια και
λαϊκά οινομαγειρεία της αγοράς. Όσοι γλεντούσαν με τις μελωδίες του, τον
κερνούσαν τσίπουρο. Κερνούσαν πολλά τσίπουρα, αλλά ο Έφτος έπινε όσο έπρεπε, το
υπόλοιπο τσίπουρο το άδειαζε στον ασκό της δεύτερης γκάιντας, που είχε μαζί
του, και συνέχιζε να παίζει νηφάλιος. Και όταν η γκάιντα γέμιζε με τσίπουρο
έφευγε για το σπίτι του. Αυτό ήταν το κέρδος του, από την πολύωρη παραμονή του
στα ταβερνάκια φουσκώνοντας τον ασκό της γκάιντας για να βγάλει τις μελωδίες
της. Στο εργαστήριο του, απολάμβανε μόνος του το τσίπουρο κατασκευάζοντας
φλογέρες και γκάιντες. Οι μεγάλες του αγάπες ήταν το τσίπουρο, η γκάιντα και η
φλογέρα. Έτσι έζησε όλη του την ζωή. Ήταν και αυτός ένας γραφικός τύπος άλλων
εποχών.
Δημήτρης
Μεκάσης
O EΦΤΟΣ τον τόρνο που χρησιμοποιούσαι στην δουλειά του τον είχε φτιάξει ,μόνος του .Κρίμα που μια τέχνη χάθηκε δεν έμαθε κανείς τα μυστικά της τέχνης του, και ήταν καλός τεχνίτης.Τουλάχιστον 10 γκάϊντες τον χρόνο έφτιαχνε για την Αυστραλία
ΑπάντησηΔιαγραφή" Να ο Έφτος! Θα σε δώσω στον Έφτο!" Ο φόβος και ο τρόμος των παιδικών μου χρόνων ....Ερχόταν και στην πλατεία Ηρώων ο Έφτος με την τρομερή του γκάιντα
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα πια απωθημένοι εκείνοι οι φόβοι. Χαμόγελα και τρυφερή νοσταλγία με τούτο το κείμενο
Να ΄σαι καλά, Τάκη.
Kαι όμως οΕφτος ήταν ψυχούλα καλόκαρδος εργατικός ,είχε το κουσούρι του άρεσε το ποτό δεν ενώχλησε ποτέ του κανέναν
ΑπάντησηΔιαγραφήΘεωρώ κ. Μεκάση πως είστε μια αστείρευτη πηγή λαογραφίας, παράδοσης και πολιτισμού. Δε γνωρίζω αν έχουν παρθεί πρωτοβουλίες από τους τοπικούς ιθύνοντες προκειμένου να αξιοποιηθεί όλος αυτός ο πλούτος που φαίνεται ότι διαθέτετε. Για τους νεώτερους λειτουργάτε ως κρίκος που συνδέει το παρόν με το παρελθόν. Η καθημερινότητα μας αποπαίρνει με τις σκοτούρες της και μια αναφορά δική σας, μας γυρίζει πίσω σε αναμνήσεις, πρόσωπα και γεγονότα ευχάριστα. Για κάποιον Έφτο μου μίλησε η γιαγιά, αλλά δεν ξέρω αν ήταν ο ήρωας της ιστορίας. Για τα μουσικά όργανα γκάιντα, σουπέλκα και καβάλτσε μου μίλαγε ο παππούς μου. Σουπέλκες έφτιαχνε μόνος του και έπαιζε πολύ ωραία καβάλτσε, όταν ήταν νέος. Τον θυμάμαι ευχάριστα που μου έφτιαχνε σφυρίχτρες από καλάμι και ξύλο ιτιάς. Σκέφτομαι τώρα πόσο ζωντανοί άνθρωποι ήταν και ζούσαν τη ζωή. Η χαρά τους ήταν στα μικροπράγματα και από αυτά αντλούσαν χαρά. Ζούσαν τη ζωή και τη χαίρονταν. Την κοιτούσαν στα ίσα και προχωρούσαν. Προχωρούσαν με απίστευτες δυσκολίες, φτώχειας και πολέμων. Μόλις τελείωσε ένας παγκόσμιος πόλεμος, η χώρα μας ξεκίνησε έναν άλλο πόλεμο τον εμφύλιο. Αλήθεια τι πρωτοτυπία και αυτή! Μοναδική στην παγκόσμια ιστορία. Μετά ήρθαν οι διώξεις από μια αυταρχική δεξιά. Ακολούθησαν οι μεγάλοι οραματιστές, όπου έφεραν την ελευθερία,- απίστευτη στα μάτια των παππούδων μας – αλλά έφεραν και ένα ασύδοτο σχετικά εύκολο πλουτισμό μέσα από τις επιδοτήσεις των κουτόφραγκων Ευρωπαίων. Ο τόπος γέμισε φλογέρες, πλαστικές, αλλά δεν έπαιζε πλέον κανένας. Οι παππούδες μας και ο Έφτος, ήταν οι τελευταίοι. Το ενδιαφέρον των νέων μετατοπίστηκε προς το πολυπόθητο διορισμό. Τα δυο κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία, έπαιξαν με το πόθο των νέων. Τους έδωσαν θέσεις και τους πήραν τη ψήφο και μαζί με τη ψήφο τους πήραν τη δημιουργικότητα, τη ζωντάνια, την ευρηματικότητα και το πνεύμα του επιχειρείν. .Να και μια ιστορία για του λόγου το αληθές: ένας νέος εφημέριος, απέλυσε τον καντηλανάφτη μιας ενορίας επειδή δεν ήξερε γράμματα. Αυτός πηγαίνοντας σπίτι πείνασε. Παρατήρησε ότι σε όλη τη διαδρομή δεν υπήρχε μαγαζί για φαγητό. Με τις οικονομίες του άνοιξε ένα μικρό μαγαζάκι και πούλαγε ψημένα λουκάνικα. Τα πήγε αρκετά καλά και μετά άνοιξε ένα άλλο και αργότερα ένα άλλο κ.οκ. Έφτασε μάλιστα να έχει και εργοστάσιο αλλαντικών. Κάποια στιγμή αποφάσισε να καταθέσει τα εκατομμύρια στην τράπεζα και ομολόγησε στο διευθυντή ότι δεν ήξερε γράμματα για να υπογράψει την κατάθεση. Απορημένος ο διευθυντής του λέει: «Σκεφτείτε τι θα μπορούσατε να γίνετε αν ξέρατε και γράμματα!» Ναι του απαντάει το ξέρω «ένας καντηλανάφτης στην εκκλησία της ενορίας μου»
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτή η περίεργη δοσοληψία κράτους -πολίτη ονομάστηκε πελατειακή σχέση και σκότωνε κάθε υγιή δύναμη δημιουργίας. Και προκειμένου να κρατηθούν στην εξουσία -οι δυο εναλλάξ- βρήκαν τη λύση των δανείων όλο και για πιο πολλούς διορισμούς. Μια στιγμή τα δάνεια σταμάτησαν και κανένας δε δάνειζε. Τότε αποκαλύφθηκε ότι ο βασιλιάς και οι υπήκοοι ξέμειναν από φράγκα. Ο Έφτος όμως ως ένας καλός οικονόμος δεν ξέμεινε ποτέ από ρακί…