του Γιώργου Νικολάου
Οι γραμμές αυτές γράφονται με αφορμή τη σύγκρουση μεταξύ της ηγεσίας
του Υπουργείου Παιδείας και της Διοικούσας Επιτροπής των Πρότυπων και
Πειραματικών Σχολείων (ΔΕΠΣ), η οποία απασχόλησε αυτή την εβδομάδα την κοινή
γνώμη και οδήγησε στην παραίτηση των μελών της τελευταίας. Ωστόσο, το
περιστατικό αυτό δεν είναι παρά η αφορμή προκειμένου να αναφερθούμε στην
“εκπαιδευτική αριστεία” η οποία
αποτελεί και το μείζον πρόταγμα για τη
μετεξέλιξη των πρώην Πειραματικών Σχολείων σε Πρότυπα και Πειραματικά, με το Ν.
3966/11. Συγκεκριμένα, η παράγραφος δ, του άρθρου 36 του εν λόγω νόμου
προβλέπει, κατά λέξη, τα εξής: Σκοπός των Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων (ΠΠΣ)
είναι: ... δ. η υποστήριξη του στόχου της δημιουργικότητας, της
καινοτομίας και της αριστείας, με τη δημιουργία ομίλων, στους οποίους μπορούν
να συμμετέχουν μαθητές από όλα τα σχολεία της δημόσιας εκπαίδευσης, και η
ανάδειξη, προώθηση και εκπαίδευση μαθητών με ιδιαίτερες μαθησιακές δυνατότητες
και ταλέντα αλλά και η υποστήριξη μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες.
Η διατύπωση είναι “αθώα” και μάλιστα, δύσκολα ο μέσος αναγνώστης του
νόμου θα διαφωνούσε μαζί της. Προσπερνώντας την “ειδική μέριμνα” για
“χαρισματικούς” μαθητές, όχι γιατί είναι ήσσονος σημασίας, αλλά γιατί θα
απαιτούσε ιδιαίτερο άρθρο, διαπιστώνουμε ότι με τη θέσπιση των ΠΠΣ, η τότε
ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ενέταξε την αριστεία μεταξύ των βασικών σκοπών
του νέου θεσμού. Έννοια για την οποία ο μέσος πολίτης έχει μία συγκεχυμένη
αντίληψη, που οι προηγούμενοι Υπουργοί Παιδείας, σκοπίμως κατά τη γνώμη μας,
ουδέποτε φρόντισαν να διευκρινίσουν. Παραπλανητικά, μάλιστα, υπονοούσαν τη
σύνδεση της “αριστείας” με το ομηρικό “αιέν αριστεύειν”, ένα από τα ρητά που
γαλούχησαν γενιές και γενιές Ελλήνων και το οποίο έχει εντυπωθεί στο συλλογικό
υποσυνείδητο ως η συνεχής προσπάθεια για καλύτερες επιδόσεις και βελτίωση.
Ακόμη, όμως, και αυτή η ομηρική ρήση (Ιλιάδα Ζ'208) εμπεριέχει την παιδαγωγικά
αμφισβητήσιμη έννοια του ανταγωνισμού: αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων (Να
είσαι πάντα πρώτος και ανώτερος από όλους), αν και στο νεώτερο
ελληνικό λόγο συγκρατήσαμε μόνο το πρώτο μέρος της.
Ωστόσο, στην ορολογία της εκπαιδευτικής πολιτικής, οι έννοιες της
“αριστείας” (excellence) και της λογοδοσίας (accountability), είναι
συνδεδεμένες με βαθύτατα συντηρητικές πολιτικές στο χώρο της Παιδείας.
Πολιτικές που εφαρμόστηκαν από τους Ρέηγκαν και Μπους στις ΗΠΑ και Θάτσερ
και Μέητζορ στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι, μάλιστα, αξιοσημείωτο ότι αυτή η
συντηρητική στροφή προς ένα σχολείο της αγοράς και των επιδόσεων σημειώθηκε εν
μέσω σοβαρών οικονομικών κρίσεων που αντιμετώπισαν οι δύο χώρες, στα μέσα της
δεκαετίας του '70 και στις αρχές του '80 αντίστοιχα. Και στις δύο περιπτώσεις,
σημαντικό μέρος της ευθύνης για την κακή οικονομική κατάσταση των ΗΠΑ και της
Μ. Βρετανίας αποδόθηκε στην “εκφυλισμένη γνώση” και την αναποτελεσματικότητα
του σχολείου, την ανεπαρκή και δίχως συγκεκριμένα, ποσοτικά κριτήρια αξιολόγηση
των μαθητών, τη χαμηλής ποιότητας εργασία των εκπαιδευτικών. Συντηρητικοί
παιδαγωγοί και πολιτικοί, και στη μία χώρα και στην άλλη, όπως η Diane Ravitch
στις ΗΠΑ και ο Sir Keith Joseph στη Μεγάλη Βρετανία, διατύπωσαν ευθέως το
αίτημα για μετάβαση από ένα σχολείο των ίσων ευκαιριών (πρόταγμα που επικράτησε
κατά τη δεκαετία του '60) σ' ένα σχολείο της αποδοτικότητας, συνδεδεμένο με την
αγορά και τον ανταγωνισμό.
Στα σχολεία αυτά ο μαθητής θα ήταν “καταναλωτής” ενός προϊόντος, την
ποιότητα του οποίου η διοίκηση της μονάδας όφειλε να διασφαλίσει βάσει
αυστηρών, ποσοτικών προδιαγραφών και οι επιδόσεις του θα αξιολογούνταν με συγκεκριμένα,
μετρήσιμα, εθνικά κριτήρια. Οι επιδόσεις αυτές αποτελούσαν, με τη σειρά τους,
δείκτη ποιότητας τόσο του σχολείου όσο και του εκπαιδευτικού. Εννοείται ότι ο
στόχος της κάθε σχολικής μονάδας ήταν η επίτευξη των καλύτερων δυνατών
επιδόσεων (πάντα με βάση τις τυποποιημένες προδιαγραφές), δηλαδή η “αριστεία”,
αφού η τελευταία αποτελούσε και την προϋπόθεση άντλησης πόρων προκειμένου το
σχολείο να μπορεί να λειτουργεί. Και τούτο γιατί μέσω της λογοδοσίας, κάθε
σχολείο ήταν υποχρεωμένο να ανακοινώνει τα αποτελέσματα των μαθητών του στις
εθνικές εξετάσεις και με βάση αυτά τα αποτελέσματα καταρτίζονταν πίνακες
κατάταξης (ranking) από τα καλύτερα στα λιγότερο καλά σχολεία. Παράλληλα, οι
γονείς είχαν το δικαίωμα της επιλογής του σχολείου (Parental Charter στην Αγγλία,
Open Enrollement στις ΗΠΑ), αφού ο κάθε μαθητής διέθετε ένα ειδικό κουπόνι
(School Voucher) το οποίο αντιστοιχούσε στην κρατική χρηματοδότηση για την
εκπαίδευσή του και το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιήσει στο σχολείο της επιλογής
του, εφόσον υπήρχαν θέσεις και γίνονταν δεκτός. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν,
κανείς ότι οι τόσο θελκτικοί όροι της “αριστείας” και της “λογοδοσίας” δεν
είναι παρά τα εργαλεία για την ανάσχεση της δημοκρατικοποίησης του σχολείου, τη
μετατροπή του σε μία ανταγωνιστική επιχείρηση, η οποία θα λειτουργεί με τους
όρους της αγοράς και θα προσπαθεί, μέσω των αποτελεσμάτων της να προσελκύει
“πελάτες” και ταυτόχρονα, τη μετατροπή του μορφωτικού αγαθού σε εμπορικό
προϊόν. Παράλληλα, διαμόρφωσε και ένα ελιτίστικο πνεύμα όσον αφορά την επιλογή
και τη φοίτηση σε συγκεκριμένα σχολεία, γεγονός που δεν άφησε ανεπηρέαστο και
το διδακτικό προσωπικό, το οποίο εργάζονταν σ' αυτά.
Ταυτόχρονα, επιχειρήθηκε ο αναπροσανατολισμός των μαθησιακών στόχων του
σχολείου, οι οποίοι, τώρα, θα έπρεπε να στραφούν προς τις ανάγκες της αγοράς
και της οικονομίας. Παρατηρήθηκε, λοιπόν, η υποχώρηση των ανθρωπιστικών και
κοινωνικών σπουδών προς όφελος των μαθηματικών, των θετικών επιστημών και της
τεχνολογίας, τομείς οι οποίοι θεωρήθηκαν περισσότερο “χρήσιμοι” και αποδοτικοί
μέσα στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον. Διαπιστώνεται, δηλαδή, η
επιχείρηση της συνολικής αλλαγής του ηθικού και παιδαγωγικού παραδείγματος
του σχολείου, το οποίο θα έπρεπε να αφήσει πίσω του δεκαετίες λειτουργίας
προσανατολισμένης σε ανθρωπιστικές και κοινωνικές αξίες, προκειμένου να
ακολουθήσει την οδό της μετάδοσης ωφελιμιστικής, πρακτικής και ανταποδοτικής
γνώσης.
Θα ήταν αδύνατον οι “σειρήνες” αυτές να μη γοητεύσουν και τους
ελληνικούς πολιτικούς και παιδαγωγικούς κύκλους. Ο αναγνώστης, ήδη, θα έχει
αναγνωρίσει ότι πολλά από τα εκπαιδευτικά μέτρα των κυβερνήσεων Σημίτη,
Καραμανλή, Γ. Παπανδρέου και Σαμαρά προσιδιάζουν καταπληκτικά με τις
νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές πολιτικές που αναφέρθηκαν παραπάνω. Αξίζει,
μάλιστα, να αναφερθεί ότι οι πολιτικές αυτές εφαρμόστηκαν, με οδυνηρές
συνέπειες, και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά αυτό ίσως αποτελέσει θέμα
άλλου κειμένου. Η “αριστεία”, η οποία για το μέσο πολίτη εισπράττεται ως ένας
ελκυστικός παιδαγωγικός λόγος, αποτελεί στην ουσία – μαζί με τη λογοδοσία –
τους “δούρειους ίππους” της συντηρητικοποίησης και του ελληνικού εκπαιδευτικού
παραδείγματος, το οποίο μέχρι χθες βασίζονταν στο σχολείο των ίσων ευκαιριών.
Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξενίζει το γεγονός ότι αυτές οι πολιτικές
ακολουθήθηκαν και από “σοσιαλιστικές” κυβερνήσεις, αφού η σοσιαλδημοκρατία στην
Ευρώπη δεν μας έχει δώσει, γενικά, δείγματα ρήξης με τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές.
Άλλωστε και στη Μ. Βρετανία ο Τόνι Μπλαιρ ακολούθησε – και μάλιστα
υπερθεματίζοντας – τις πολιτικές της Θάτσερ και του Μέητζορ.
Επανερχόμενοι, λοιπόν, στο θέμα των Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων,
πρέπει να πούμε ότι απετέλεσαν τον προπομπό υλοποίησης όλων εκείνων των μέτρων,
που θα σηματοδοτούσαν αυτή την αλλαγή. Στα ΠΠΣ έγινε για πρώτη φορά η
αξιολόγηση για την επιλογή του διδακτικού προσωπικού, η αξιολόγηση του ίδιου
του προσωπικού, καθώς και η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Τα κριτήρια ήταν
απολύτως συγκεκριμένα και βεβαίως “ποσοτικοποιημένα” ακόμα και όταν αφορούσαν
ποιοτικά χαρακτηριστικά. Στα ΠΠΣ, επίσης, εφαρμόστηκαν εκ νέου οι εξετάσεις για
την εγγραφή στο Γυμνάσιο, βάζοντας στη διαδικασία του ανταγωνισμού, των
φροντιστηρίων, του άγχους και του αισθήματος αποτυχίας και απόρριψης
δωδεκάχρονα παιδιά.
Είναι βέβαιο, επίσης, ότι ο ελιτισμός, συνειδητά ή υποσυνείδητα,
υπολανθάνει στη νοοτροπία κάποιων, είτε αυτοί είναι μέλη της ΔΕΠΠΣ, είτε
διευθυντές, εκπαιδευτικοί ή γονείς. Ήδη, από το 2013 λειτουργεί στην Αθήνα ο
“Επιστημονικός Σύλλογος Διδασκόντων ΠΠΣ Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης”. Αν αυτό
δεν είναι απόδειξη ελιτίστικης νοοτροπίας, πώς αλλιώς θα μπορούσε να ονομαστεί,
αφού οι συγκεκριμένοι εκπαιδευτικοί καλύπτονται, τόσο συνδικαλιστικά όσο και επιστημονικά
από την ΟΛΜΕ. Το δυστύχημα είναι ότι αυτός ο ελιτισμός περνάει ενίοτε και στους
μαθητές, κάποιοι εκ των οποίων θεωρούν ότι είναι κάτι ξεχωριστό, αφού φοιτούν
σε Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία. Αν για τα Νηπιαγωγεία και τα Δημοτικά
Σχολεία το φαινόμενο αυτό δεν είναι και τόσο – έως καθόλου – ορατό, δεν
συμβαίνει το ίδιο και με τα Γυμνάσια ή τα Λύκεια, όπου απαιτούνται εισαγωγικές
εξετάσεις. Οι τελευταίες, εκτός των άλλων, εξυπηρετούν και την κοινωνική
επιλογή των μαθητών που θα φοιτήσουν στα ΠΠΣ της Δευτεροβάθμιας, αφού σπανίως
μαθητές προερχόμενοι από λαϊκά κοινωνικά στρώματα μπαίνουν σ' αυτή τη
διαδικασία. Θα είχε, λοιπόν, τη σημασία της μία μελέτη και της κοινωνικής
διαστρωμάτωσης των μαθητών των ΠΠΣ της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Έχοντας αυτά υπόψη, είναι βέβαιο ότι μία αριστερή εκπαιδευτική πολιτική
δεν μπορεί παρά να αμφισβητήσει μέρος της φιλοσοφίας πάνω στην οποία στηρίζεται
η λειτουργία των ΠΠΣ. Και μόνο η επίκληση της απατηλά γοητευτικής “αριστείας”
θα αρκούσε προκειμένου να κινητοποιηθούν τα κοινωνιοκεντρικά ανακλαστικά των
παιδαγωγών, των εκπαιδευτικών και των πολιτικών που πεισματικά επιμένουν να
πιστεύουν στο σχολείο των ίσων ευκαιριών. Ιδίως, μάλιστα, όταν ταυτόχρονα
επιχειρείται και η επαναδιατύπωση των μαθησιακών προτεραιοτήτων του σχολείου,
οι οποίες, τώρα πια στρέφονται προς τη χρηστική και αποδοτική γνώση. “Παρόλο
που η έρευνα δείχνει ότι στη σημερινή αγορά εργασίας οι πραγματικές απαιτήσεις
για γνώσεις στα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες είναι κατά πολύ
χαμηλότερες από εκείνες που θέτει το κίνημα των κριτηρίων της αριστείας, το να
προτείνει κάποιος εμπλουτισμένα προγράμματα σπουδών προκειμένου να
δημιουργηθούν οι συνθήκες για την απόκτηση ουσιαστικής κοινωνικής εμπειρίας
μέσα στο σχολείο ακούγεται σχεδόν αιρετικό”
(Πετρονικολός, eriande.elemedu.upatras.gr/).
Προκειμένου να αναστραφεί η πορεία αυτή, είναι απαραίτητο να υπάρξει η
αναδιατύπωση των στόχων και των προτεραιοτήτων, τόσο για τα ΠΠΣ όσο και για όλο
το εκπαιδευτικό οικοδόμημα, συνολικά. Ειδικά για τα ΠΠΣ, η γνώμη μας είναι ότι
θα πρέπει να λειτουργήσουν ως “Πειραματικά”, οργανικά συνδεδεμένα με τα
Πανεπιστήμια. Θα είναι ο χώρος εκπαίδευσης των μελλοντικών εκπαιδευτικών, καθώς
και το πεδίο εφαρμογής εκπαιδευτικών και διδακτικών μεθόδων και καινοτομιών, οι
οποίες θα δοκιμάζονται ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Η εγγραφή σ' αυτά
θα πρέπει να γίνεται κατόπιν κλήρωσης, αν και – ιδανικά – ο μαθητικός πληθυσμός
τους οφείλει να αποτυπώνει την κοινωνική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας.
Τέλος, θα πρέπει να διαθέτουν την απαραίτητη αυτονομία και ευελιξία προκειμένου
να μπορούν απρόσκοπτα να επιτελούν το σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκαν.
* Ο Γιώργος Νικολάου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου του 1ου και 2ου
ΠΠ Δημοτικών Σχολείων Ιωαννίνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου