Αρκούδα χορεύτρια και μαϊμού με τους αρκουδιάρηδες, Φλώρινα 1921
περίπου
(Εκδότης Ιωάννης Θεοδοσίου)
|
Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Οι τσιγγάνοι της Φλώρινας, αυτοί που είχαν στεριώσει στην οδό
Αιμιλιανού και στους παρακάτω δρόμους, στην σημερινή γειτονιά Καυκάσικα, που
τότε ονομαζόταν Γύφτικος Μαχαλάς, δεν ήταν περιπλανώμενοι. Είχαν σπίτια και το
σταθερό τους επάγγελμα. Ήταν κοσκινάδες, δηλαδή
κατασκεύαζαν διάφορα κόσκινα
για σιτηρά και άλευρα. Οι γυναίκες τους μάλιστα ήταν κοσκινίστρες, που
κοσκίνιζαν το αλεύρι στα χριστιανικά και μουσουλμανικά σπίτια, με αντάλλαγμα
μια χούφτα αλεύρι. Οι τσιγγάνοι ήταν και
αγωγιάτες, και ζωέμποροι, και πολλοί από αυτούς σιδεράδες. Οι τσιγγάνοι της
Φλώρινας δεν ήταν περιπλανώμενοι. Δεν
έμεναν σε σκηνές, αλλά σε φτωχικά σπίτια.
Υπήρχαν και οι περιπλανώμενοι τσιγγάνοι, που φόρτωναν όλα τα υπάρχοντά
τους στο κάρο, που το τραβούσαν δυο άλογα, και από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη έφταναν
και στην Φλώρινα. Είχαν και αυτοί τον χώρο τους για να στήσουν τις σκηνές τους.
Ήταν ένα μεγάλο αλώνι, όπου σήμερα τα Πισοδερίτικα. Εκεί πάντα υπήρχαν μερικά
τσαντίρια, όπου στην μέση έκαιγε μια φωτιά και γύρω έπαιζαν τα τσιγγανόπουλα. Οι περιπλανώμενοι τσιγγάνοι
ζούσαν από την ζητιανιά και από τις χορεύτριες αρκούδες και μαϊμούδες.
Και μόλις έστηναν το τσαντίρι τους και τελείωναν με την τακτοποίηση του
χώρου, άρχιζαν την δουλειά. Οι γυναίκες έβαζαν τα ταγάρια στους ώμους τους και ξεκινούσαν. Ζητιάνευαν
τρόφιμα από πόρτα σε πόρτα. Οι άνδρες είχαν τη αρκούδα και την μαϊμού. Ήταν
αρκουδιάρηδες που είχαν εκπαιδεύσει την αρκούδα να χορεύει και να κάνει
διάφορες κινήσεις. Την είχαν δεμένη με μια αλυσίδα από την μέση τους και της φορούσαν πάντα φίμωτρο για να μη
δαγκώνει. Περπατούσαν στους δρόμους και κατά διαστήματα σταματούσαν. Έβαζαν τις
φωνές για να μαζευτεί ο κόσμος, και άρχιζαν το ντέφι και να τραγουδούν «σήκω
χόρεψε κουκλί μου να σε δω να σε χαρώ…».
Η αρκούδα σηκωνόταν στα δυο πόδια και στεκόταν μια στο ένα και μια στο
άλλο εναλλάξ. Μετά ο αρκουδιάρης φώναζε:
«πως κοιμάται ο παππούς;» και χτυπούσε
το ντέφι. Η αρκούδα ξάπλωνε. Έκαμνε και άλλες ερωτήσεις, όπως πώς χτενίζεται η
γιαγιά, πώς πλένεται η θεία, και οι αρκούδα έκαμνε διάφορες κινήσεις. Ο κόσμος
διασκέδαζε με αυτόν τον τρόπο και ο αρκουδιάρης με την Μαρίτσα του (συνήθως
έτσι ονόμαζαν τις αρκούδες τους) πλησίαζαν τον κόσμο με το ντέφι ανάποδα, σαν
κουτί, για να ρίξουν τον οβολό τους, όσοι φυσικά ήθελαν. Τα παιδιά βέβαια δεν
πλήρωναν, αλλά μόνο ακολουθούσαν την αρκούδα μέχρι την επόμενη γειτονιά. Ο κόσμος πίστευε ότι η αρκούδα είχε
θεραπευτικές υπερφυσικές δυνάμεις. Όσοι
υπέφεραν από ρευματισμούς ξάπλωναν στο έδαφος και η αρκούδα περπατούσε στην
πλάτη τους αρκετή ώρα. Πλήρωναν τον
αρκουδιάρη και τον ευχαριστούσαν. Μέσα τους υπήρχε η ελπίδα, πως δεν θα πονάνε
τον χειμώνα από τους ρευματισμούς.
Και η μαϊμού χόρευε και έκαμνε διάφορες κινήσεις και διασκέδαζε τον
κόσμο. Όμως τα ζώα αυτά για να κάνουν αυτές τις κινήσεις, όταν άκουγαν το
ντέφι, είχαν εκπαιδευτεί από μικρά με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Οι γύφτοι
τυραννούσαν αυτά τα ζώα μέχρι να μάθουν να κάνουν τις συγκεκριμένες κινήσεις.
Τα έβαζαν πάνω σε πυρωμένες λαμαρίνες και αυτά χοροπηδούσαν επειδή πονούσαν.
Και το ντέφι ακουγόταν μέχρι που το αρκουδάκι και το μαϊμουδάκι ταυτίζανε τον
ήχο του ντεφιού με το κάψιμο των ποδιών τους στην λαμαρίνα. Τα κεντρίζανε με
ένα ραβδί που στην πάνω άκρη είχε ένα μυτερό καρφί, για να μάθουν κάποιες
κινήσεις. Τα κεντρίζανε σε διάφορα σημεία του σώματός τους, και αυτά
καταλάβαιναν ποιες κινήσεις θα κάνουν.
Στην Φλώρινα υπήρχε η έκφραση: «Εδώ η μαϊμού δεν χορεύει», που σημαίνει
κανένας δεν μπορεί να μας ξεγελάσει. Μια έκφραση που συνδέεται με ένα γεγονός.
Ένας γύφτος με μια μαϊμού γυρόφερνε στους δρόμους της πόλης. Κάποια παιδιά
κατάφεραν και έβγαλαν το μυτερό καρφί από το ραβδί του γύφτου, χωρίς αυτός να
το καταλάβει. Η μαϊμού, χωρίς το
τσίμπημα από το καρφί, δεν εκτελούσε τις εντολές του γύφτου. Ο εκνευρισμός
έφερε και την φασαρία και ο γύφτος και η μαϊμού πιάστηκαν στα χέρια. Υπερθέαμα
για όλους, και με την φράση: «Εδώ η μαϊμού δεν χορεύει», το γεγονός αυτό
παρέμεινε στην επικαιρότητα και ξεχάστηκε μετά από πολλά χρόνια.
Η αρκούδα στην Φλώρινα ήταν σεβαστό ζώο. Οι Πισοδερίτες είχαν ένα έθιμο που είχε σχέση με τον σεβασμό
προς την αρκούδα. Πάνω από το χωριό και σε μικρή απόσταση από τα σπίτια υπάρχει
ένα βράχος με μια μικρή σπηλιά που ονομάζεται η «Πέτρα της Αρκούδας». Εκεί
άφηναν την Πρωτοχρονιά μερικές τηγανίτες με μέλι, για να φάει η αρκούδα και τα
αρκουδάκια της. Στα χωριά του κάμπου οι χωρικοί
έπλεναν τα χέρια τους και το πρόσωπό τους στο ποτάμι, τα μεσάνυχτα της
Πρωτοχρονιάς, με την ευχή: «Να είμαστε γεροί και δυνατοί σαν την αρκούδα». Αλλά και οι «μπαμπάρηδες», οι καρναβαλιστές
της Πρωτοχρονιάς, παλιά ντύνονταν με δέρματα αρκούδας. Άγνωστο γιατί
παλιά στα μέρη μας η αρκούδα συνδεόταν με τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς.
Σχετικά με την αρκούδα υπάρχουν αρκετές φράσεις, όπως: «Έφαγε το ξύλο
της αρκούδας», που σημαίνει άγριος ξυλοδαρμός. Η φράση: «Το γέλιο της
αρκούδας», σημαίνει πολύ γέλιο. Μια άλλη φράση: «Όταν έρθει η αρκούδα στην αυλή
του γείτονα θα έρθει και στην δική σου», σημαίνει ότι ο κίνδυνος πλησιάζει.
«Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει», σημαίνει όποιος πεινά δεν μπορεί να δουλέψει.
«Μαλώνουν σαν τις αρκούδες» αναφέρεται σε ζευγάρι που δεν ζει αρμονικά.
«Αρκούδα» χαρακτηρισμός εύσωμης γυναίκας. «Αρκουδόγυφτος», λέγεται ο βρωμερός
και ακατάστατος άνδρας. «Αρκουδίζω»
σημαίνει μπουσουλάω, και όταν μάλιστα αρκουδίζει ένα παιδί που περπατάει, τότε
κατά την αρχαία ελληνική πρόληψη, που υπάρχει και σήμερα, πιστεύουν ότι κάποιος
ξένος επισκέπτης θα έρθει στο σπίτι τους.
Στα μέρη μας από παλιά υπήρχε το παραμύθι, που θέλει μια ωραία και
καλοσυνάτη νύφη, που ονομαζόταν Αρκούδα,
να έχει μια πολύ κακιά πεθερά. Μια μέρα την έστειλε στο ποτάμι με μαύρα μάλλινα
νήματα και της ζήτησε να τα ασπρίσει. Η Αρκούδα έπλενε με τις ώρες, τα χέρια
της μάτωσαν, αλλά δεν κατάφερε να ασπρίσει τα νήματα. Φοβόταν να γυρίσει στο
σπίτι και να αντικρύσει την κακιά πεθερά
της. Τότε ζήτησε από τον Θεό να την κάνει αγρίμι. Και ο Θεός την έκανε αρκούδα.
Αυτή επέστρεψε στο σπίτι και έφαγε την πεθερά της. Από τότε η αρκούδα γυρίζει
μόνη της στα δάση και στα βουνά.
Στην Φλώρινα δεν κυνηγούσαν τις
αρκούδες, παρά μόνο όταν γίνονταν επικίνδυνες για τα κοπάδια ή όταν έμπαιναν
στα χωριά και στην πόλη. Τα τελευταία
χρόνια όμως απαγορεύτηκε το κυνήγι της αρκούδας. Επίσης από το 1970 και μετά
απαγορεύτηκε στους τσιγγάνους να εκπαιδεύουν αρκούδες χορεύτριες. Οι αρκούδες
χορεύτριες δεν κυκλοφορούσαν πια στους δρόμους. Υπήρχαν όμως στο Ζωολογικό Κήπο
της Φλώρινας, όπου μπορούσε κανείς να θαυμάσει αυτό το σπουδαίο αγρίμι. Όμως ο
Ζωολογικός κήπος έκλεισε και μόνο στον «Αρκτούρο» μπορεί κανείς να δει
αρκούδες σε περιφραγμένο φυσικό
περιβάλλον.
Δημήτρης Μεκάσης
Αχ κυριε Μεκάση Αρκούδες η αρκουδιαραίους δεν έχουμε Αντιθέτως εμείς καταντήσαμε να χορεύουμε σαν τις αρκούδες πάνω σε πυρακτωμένα τσίγκινα της ευρωπαικής γιούνιον. Ξεπεράσαμε τις αρκούδες στις κολοτούμπες και στα τσαλιμάκια..Γίναμε χώρα αρκουδιάρηδων με θηριοδαμαστές ξένους...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ, εδώ θα σε ψέξουμε λαογράφε μας, αν διολισθαίνεις σε μη φιλοζωϊκές ατραπούς, έστω κι ως ιστορική αναφορά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤότε μας θυμίζεις οικία κακά στην οικογένεια των αρκούδων μας, που δεν θέλουμε να θυμόμαστε, σα μνημόνια ένα πράγμα.
Προοδευτικός οικολόγος , φαν του Αρκτούρου