Σε κάθε κοινωνία υπάρχει μια διαστρωμάτωση τάξεων και κατανομή του πληθυσμού σε αυτές με διάφορα κοινωνικά, οικονομικά, μορφωτικά κλπ κριτήρια. Ένας πρακτικός διαχωρισμός μπορεί να γίνει σε δύο κατηγορίες, την ανώτερη, η οποία
απολαμβάνει ποιοτικές συνθήκες διαβίωσης και διαθέτει ικανό εισόδημα και ελεύθερο χρόνο για την ικανοποίηση αναγκών, όπως διασκέδαση, μόρφωση, δημιουργία οικογένειας κλπ, και την κατώτερη, που βρίσκεται σε συνεχή περιορισμό και πίεση από διάφορους παράγοντες. Τα τελευταία χρόνια, τόσο διεθνώς, όσο και στην Ευρώπη, λαμβάνει χώρα μια μείωση του επιπέδου διαβίωσης μεγάλης μερίδας του πληθυσμού και μεταφοράς του από την πρώτη κατηγορία στη δεύτερη, με αποτέλεσμα να χάνεται η δυνατότητα άνετου και απρόσκοπτου τρόπου ζωής. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ικανοποιητική διαβίωση που απολάμβανε η πλειοψηφία των πολιτών κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες αντικαταστάθηκε από στέρηση, κυρίως για τη νέα γενεά, λόγω της βαρύτατης επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος. Αν κατά τις δεκαετίες 1990 και 2000 το ποσοστό των ικανοποιημένων πολιτών ξεπερνούσε το 50%, τώρα υπολογίζεται ότι είναι λιγότερο από 10%, αντίθετα στις ανεπτυγμένες χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης διατηρείται σε υψηλά επίπεδα της τάξης του 70 και 80%.
Διαπιστώνεται ότι το ποσοστό των ικανοποιημένων πολιτών κυμαίνεται περίπου κοντά στο ποσοστό της ορθής, νόμιμης και διαφανούς λειτουργίας των διαφόρων θεσμών της δημόσιας ζωής, ενώ εκείνο των ανικανοποίητων αντιστοιχεί στην υπόγεια, άδηλη και παράνομη ή ημι-νόμιμη λειτουργία. Έτσι, για παράδειγμα, στην Παιδεία υπολογίζεται ότι στην πραγματικότητα μόνο ένα 10% του υποσχόμενου έργου και της θεωρητικής ιδανικής λειτουργίας συντελείται με σωστό τρόπο. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί στην Υγεία, όπου διαφημίζεται επαρκές και δωρεάν δημόσιο σύστημα, ωστόσο στην πράξη ο πολίτης διαπιστώνει το αντίθετο. Κατ' επέκταση, η ίδια αναλογία καλών και κακώς "κείμενων" παρατηρείται και αλλού: στις δημόσιες προμήθειες και επενδύσεις ένα μικρό μέρος ολοκληρώνεται με διαφανή και ωφέλιμο τρόπο, στην αγορά εργασίας ελάχιστες είναι οι θέσεις που εξασφαλίζουν σταθερότητα και ποιότητα, στη δικαιοσύνη λίγες είναι οι υποθέσεις που ολοκληρώνονται γρήγορα και αποτελεσματικά για τους εμπλεκόμενους κοκ. Ακόμα και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, η πλειοψηφία των διπλωματικών σχέσεων φέρουν μειονεκτικά και ταπεινωτικά μυνήματα (πχ. ζήτημα Σκοπίων και Τουρκίας, ταπεινωτικές κατηγορίες από Ευρωπαίους κλπ).
Η σωστή και συλλογική λειτουργία της κοινωνίας αποτελεί το αίτιο της αύξησης των ικανοποιημένων-ευημερούντων πολιτών. Για κάθε απόκλιση από το κράτος πρόνοιας, την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη και την ανιδιοτελή αποφασιστικότητα των αρχόντων, ένα αντίστοιχο τμήμα του πληθυσμού αναμένεται να δυστυχήσει, όπως επιβεβαιώνουν τα γεγονότα των τελευταίων ετών. Η σύγχρονη Ελλάδα, λοιπόν, αποτελεί μια κοινωνία του 10-90: ένα 10% των πολιτών, του κράτους, των θεσμών και των πραγμάτων λειτουργεί όπως πρέπει, ενώ το υπόλοιπο απογοητεύει οδηγώντας σε αδιέξοδο. Δυστυχώς, το ίδιο ποσοστό "καλής-κακής" ισορροπίας επικρατεί, κατά μέσο όρο, στη συνείδηση, την ηθική και τον πνευματισμό κάθε ατόμου χωριστά. Η βελτίωση και ανατροπή της κατάστασης πρέπει να αρχίσει από την τελευταία ατομική ανισσοροπία, η οποία θα συμπαρασύρει την συλλογική.
απολαμβάνει ποιοτικές συνθήκες διαβίωσης και διαθέτει ικανό εισόδημα και ελεύθερο χρόνο για την ικανοποίηση αναγκών, όπως διασκέδαση, μόρφωση, δημιουργία οικογένειας κλπ, και την κατώτερη, που βρίσκεται σε συνεχή περιορισμό και πίεση από διάφορους παράγοντες. Τα τελευταία χρόνια, τόσο διεθνώς, όσο και στην Ευρώπη, λαμβάνει χώρα μια μείωση του επιπέδου διαβίωσης μεγάλης μερίδας του πληθυσμού και μεταφοράς του από την πρώτη κατηγορία στη δεύτερη, με αποτέλεσμα να χάνεται η δυνατότητα άνετου και απρόσκοπτου τρόπου ζωής. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ικανοποιητική διαβίωση που απολάμβανε η πλειοψηφία των πολιτών κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες αντικαταστάθηκε από στέρηση, κυρίως για τη νέα γενεά, λόγω της βαρύτατης επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος. Αν κατά τις δεκαετίες 1990 και 2000 το ποσοστό των ικανοποιημένων πολιτών ξεπερνούσε το 50%, τώρα υπολογίζεται ότι είναι λιγότερο από 10%, αντίθετα στις ανεπτυγμένες χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης διατηρείται σε υψηλά επίπεδα της τάξης του 70 και 80%.
Διαπιστώνεται ότι το ποσοστό των ικανοποιημένων πολιτών κυμαίνεται περίπου κοντά στο ποσοστό της ορθής, νόμιμης και διαφανούς λειτουργίας των διαφόρων θεσμών της δημόσιας ζωής, ενώ εκείνο των ανικανοποίητων αντιστοιχεί στην υπόγεια, άδηλη και παράνομη ή ημι-νόμιμη λειτουργία. Έτσι, για παράδειγμα, στην Παιδεία υπολογίζεται ότι στην πραγματικότητα μόνο ένα 10% του υποσχόμενου έργου και της θεωρητικής ιδανικής λειτουργίας συντελείται με σωστό τρόπο. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί στην Υγεία, όπου διαφημίζεται επαρκές και δωρεάν δημόσιο σύστημα, ωστόσο στην πράξη ο πολίτης διαπιστώνει το αντίθετο. Κατ' επέκταση, η ίδια αναλογία καλών και κακώς "κείμενων" παρατηρείται και αλλού: στις δημόσιες προμήθειες και επενδύσεις ένα μικρό μέρος ολοκληρώνεται με διαφανή και ωφέλιμο τρόπο, στην αγορά εργασίας ελάχιστες είναι οι θέσεις που εξασφαλίζουν σταθερότητα και ποιότητα, στη δικαιοσύνη λίγες είναι οι υποθέσεις που ολοκληρώνονται γρήγορα και αποτελεσματικά για τους εμπλεκόμενους κοκ. Ακόμα και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, η πλειοψηφία των διπλωματικών σχέσεων φέρουν μειονεκτικά και ταπεινωτικά μυνήματα (πχ. ζήτημα Σκοπίων και Τουρκίας, ταπεινωτικές κατηγορίες από Ευρωπαίους κλπ).
Η σωστή και συλλογική λειτουργία της κοινωνίας αποτελεί το αίτιο της αύξησης των ικανοποιημένων-ευημερούντων πολιτών. Για κάθε απόκλιση από το κράτος πρόνοιας, την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη και την ανιδιοτελή αποφασιστικότητα των αρχόντων, ένα αντίστοιχο τμήμα του πληθυσμού αναμένεται να δυστυχήσει, όπως επιβεβαιώνουν τα γεγονότα των τελευταίων ετών. Η σύγχρονη Ελλάδα, λοιπόν, αποτελεί μια κοινωνία του 10-90: ένα 10% των πολιτών, του κράτους, των θεσμών και των πραγμάτων λειτουργεί όπως πρέπει, ενώ το υπόλοιπο απογοητεύει οδηγώντας σε αδιέξοδο. Δυστυχώς, το ίδιο ποσοστό "καλής-κακής" ισορροπίας επικρατεί, κατά μέσο όρο, στη συνείδηση, την ηθική και τον πνευματισμό κάθε ατόμου χωριστά. Η βελτίωση και ανατροπή της κατάστασης πρέπει να αρχίσει από την τελευταία ατομική ανισσοροπία, η οποία θα συμπαρασύρει την συλλογική.
Βαγγέλης Τσούκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου