Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Η αξία του προσώπου του μαθητή

Πρώτιστη αξία στην Ορθοδοξία έχει το πρόσωπο, ο άνθρωπος ως προσωπικότητα. Στην λειτουργική και κοινωνική παράδοση της ορθόδοξης Εκκλησίας δεν επικρατεί ο ατομικισμός, για τον οποίο ο S. Huntington παραδέχεται ότι παραμένει διακριτικό γνώρισμα της Δύσης[1].
Η έννοια του προσώπου, τόσο ιστορικά όσο και υπαρξιακά,
συνδέεται με την Πατερική θεολογία. Οι Πατέρες έδωσαν στην ιστορία την έννοια του προσώπου με την απολυτότητα που συγκινεί ακόμη και τον άνθρωπο της εποχής μας[2].
Με την λατρευτική μας ζωή καλλιεργείται η κοινωνία των προσώπων, ο αληθινός κοινοτισμός. Με το μυστήριο του Βαπτίσματος γεννάται ο άνθρωπος ως πρόσωπο. Δεν είναι πλέον βιολογικό άτομο. Στην Ευχαριστιακή σύναξη της Λειτουργίας, κατά την οποία μελίζεται και δεν διαιρείται ο Χριστός, πραγματώνεται ιστορικά η έννοια του προσώπου και συντελείται η υπέρβαση της βιολογικής υπόστασης του ανθρώπου, για να γίνει όντως πρόσωπο.
Ένα τέτοιο πρόσωπο, το οποίο αξίζει και του οφείλουμε τον απόλυτο σεβασμό μας, είναι ο μαθητής/η μαθήτρια.
Η κρίση της παιδείας αντανακλά την κρίση της ίδιας της κοινωνίας μας. Αυτό αποτελεί κοινό τόπο. Η κρίση της παιδείας έγκειται στην ατομικιστική συρρίκνωση της διάστασης του προσώπου των μαθητευόμενων. Επιπλέον έχουμε αποκοπεί από τον πολιτισμό του προσώπου, όπως γράφει ο Καθηγητής Κ. Δεληκωσταντής[3].
Για την υπέρβαση της κρίσης χρειάζεται να κάνουμε στροφή στην παιδαγωγία του προσώπου. Να δούμε τον μαθητή της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ως προσωπικότητα και όχι ως άτομο’ ως εικόνα του Θεού που φέρει τα χαρακτηριστικά της πεπτωκυίας φύσεως αλλά χρειάζεται να αναμορφωθεί στο αρχαίο κάλλος.
Όταν λέμε ότι ο μαθητής /η μαθήτρια αποτελεί πρόσωπο, εννοούμε ότι είναι απελευθερωμένο από τα ατομικά του δικαιώματα, όπου το έχουμε εγκλωβίσει, ότι λειτουργεί ως πρόσωπο με την ελευθερία και την αγάπη. Ενώ η ατομικότητα είναι έμφυτη και «φυσική», η αναφορικότητα, η αναφορά προς το έτερο, είναι επίκτητη και προσωπική. Ο μαθητής γεννιέται άτομο, αλλά γίνεται πρόσωπο, παρατηρεί ο Καθηγητής Μ. Μπέγζος[4].
Ο χώρος, όπου καλλιεργείται η προσωπικότητα του μαθητή / της μαθήτριας, είναι πρωτίστως η Εκκλησία, με τα μυστήρια και την διδαχή της, με τους κληρικούς ως ιερουργούς αυτής της εσωτερικής καλλιέργειας» τους λαϊκούς συνεργούς της Εκκλησίας με την διακονία του λόγου. Η Εκκλησία, αυτή η μεγάλη απούσα, που δυστυχώς απεμπόλησε το διά νόμου κατοχυρωμένο δικαίωμά της να έχει λόγο για τα βιβλία των Θρησκευτικών, αλλά τώρα διά του Αρχιεπισκόπου και της Ιεραρχίας το διεκδικεί, διότι της ανήκει.
Δευτερευόντως ο χώρος όπου καλλιεργείται ο μαθητής ως πρόσωπο, είναι το σχολείο, όπου ο δάσκαλος και ο καθηγητής αποτελούν τους εγκύμονες ψυχών, κατά τον Πλάτωνα, τους μυσταγωγούς στην γνώση και στην εμπειρία.
Το σχολείο του προσώπου είναι το «κρυφό σχολειό» της αντίστασης στις ποικιλώνυμες αλλοιώσεις της παιδείας, στην χρησιμοθηρία, στους σύγχρονους Βησιγότθους.
Στο σχολείο χρειάζεται να βλέπουμε τον κάθε μαθητή όχι ως άτομο, ξέχωρο από τους άλλους, αλλά ως πρόσωπο ενταγμένο στην σχολική κοινότητα» όχι ως άτομο που μας παρέδωσαν οι γονείς ή οι κηδεμόνες, αλλά ως προσωπικότητα με τις ιδιαίτερες ανάγκες, συναισθηματικές, διανοητικές, προτύπων ζωής, τα ενδιαφέροντά της, τα βιώματά της, την αντιληπτική της ικανότητα, τις εμπειρίες της.
Το παιδί ή ο έφηβος, όσο και αν προσπάθησαν πολλοί, δεν παύει να έχει ψυχή, να έχει συναισθήματα, να χαίρεται, να πονά, να θλίβεται, να συμπονά, να αγαπά, να βρίσκει τον κώδικα επικοινωνίας με τον Άλλο, τον οποίο εμείς απορρίψαμε. Δεν είναι μάζα ή άψυχο ξύλο. Δεν διακρίνεται τόσο πολύ για την σκληρότητά του, την οποία δημιουργούν τα σύγχρονα μέσα. Αν και υπάρχουν πολλοί μνηστήρες της ψυχής του, αν και κάποιοι λίβες επιμένουν να μαράνουν την φυσική δροσιά του, δεν παύει να έχει καλά στοιχεία. Αυτά καλούμαστε να βρούμε και να φέρουμε στην επιφάνεια.
Σαν το λουλούδι που ευδοκιμεί μέσα στην έρημο της Σαχάρας, διότι ρουφά την υγρασία που φέρει ο άνεμος από τον ωκεανό, έτσι και ο μαθητής, που μας εμπιστεύθηκε η κοινωνία, έχει μέσα του δροσιά, έστω και λίγη. Οι παιδαγωγοί οφείλουμε να είμαστε για τα παιδιά μας και άνδρες και γυναίκες» να έχουμε την καλώς εννοούμενη αυθεντία και την αγάπη» να είμαστε δυναμικοί και εγκρατείς των γνώσεων, αλλά και να αγαπούμε τα παιδιά μας, να διαμορφώνουμε συναισθη­ματικό κλίμα μέσα στην τάξη.
Το παιδί – ο έφηβος έχει ανάγκες διανοητικές. Χρειάζεται να του μεταδώσουμε τις γνώσεις μας που δεν θα είναι μισερές, όπως έλεγε ο Μάριος Πλωρίτης, αλλά ολοκληρωμένες και τεκμηριωμένες. Δεν μπορούμε να είμαστε ημιμαθείς. Οι γνώσεις μας να είναι όχι «εξ υπογυίου», αλλά από το υπόγειο του είναι μας. Όχι, δηλαδή, ακοπίαστες, χωρίς προετοιμασία, αλλά από το βάθος, από το πύρωμα των γνώσεών μας. Πρέπει να κατέχουμε το σύνολο των γνώσεων και αυτές να παραδώσουμε. Και να λέμε στα παιδιά μας ότι όσο πιο πολλά γνωρίζουν, τόσο πιο πολλά αγνοούν.
Η κατάκτηση των γνώσεων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μοιάζει με τις οχυρωμένες πόλεις της αρχαιότητος, που για να τις κυριεύσουν απαιτούνταν να καταλαμβάνουν μία σειρά από τείχη. Ο μαθητής, για να πετύχει και να σταθεί μέσα στην σημερινή κοινωνία της ανταγωνιστικότητος, χρειάζεται να έχει γνώσεις πολύπλευρες. Αυτές θα του τις παραδώσουν οι παιδαγωγοί: οι παιδαγωγοί που τονίζουν ότι υπεράνω των γνώσεων είναι η ψυχή τους. «Μή τήν γλώτταν άκονήσης, αλλά τήν ψυχήν έκκάθαρε», έλεγε ο ιερός Χρυσόστομος (PG 62, 152).). ‘Η, όπως έλεγε ο Παπαδιαμάντης, «μορφωμένους θέλουμε, όχι εγγραμμάτους».
Όμως το παιδί πρέπει να έχει και πρότυπα. Η προσωπικότητά του αντανακλά αυτά που βλέπει ή ακούει ή βιώνει. Αλλοίμονο εάν εμείς που το κρατούμε στα χέρια μας αποτελούμε πρότυπο προς αποφυγήν και όχι προς μίμηση. Μακριά από εμάς να ισχύει ο λόγος του Μ. Βασιλείου: «Πολλών μέν άκήκοα λόγων ψυχωφελών, πλήν παρ’ ούδενί τών διδασκάλων εύρον άξίαν τών λόγων τήν άρετήν» (PG 32, 356C).
Δεν είναι δυνατόν εμείς να τους μιλάμε για εργασία, και, ενώ οι μαθητές μας δουλεύουν παραπολύ, εμείς να γεμίζουμε τα καφενεία ή να απορροφούν την ικμάδα μας άλλες δραστηριότητες. ‘Η παπάς, παπάς ή ζευγάς, ζευγάς. Η παροιμία δεν ισχύει μόνο για τον παπά. ‘Εχει ισχύ και για τον δάσκαλο ή τον καθηγητή. Η εν γένει βιοτή μας είναι καθρέπτης. Είμαστε πόλις επάνω όρους κειμένη. Μας φωτογραφίζουν τα παιδιά μας, μας κρίνουν, μας ζυγίζουν και αλλοίμονο αν ευρεθούμε ελλιπείς μπροστά στα μάτια τους. Αν εμείς, με την συμπεριφορά μας, γκρεμίζουμε τον κόσμο τους, τότε είμαστε λυμεώνες και ψυχόλεθροι. Το παιδαγωγικό ήθος είναι ο μεγάλος ασθενής.
Ο μαθητής, ως πρόσωπο, διακρίνεται και για τα ενδιαφέροντά του που ποικίλλουν από πρόσωπο σε πρόσωπο. Αυτά τα ενδιαφέροντά του, τις κλίσεις και τα ταλέντα του, καλούμαστε να ανακαλύψουμε και να ικανοποιήσουμε. ‘Οσο πιο βαθειά σκάβεις, τόσο πιο πολλές φλέβες χρυσού ανακαλύπτεις. ‘Ετσι όσο πιο πολύ ασχολούμαστε με την προσωπικότητα του μαθητή, ερευνούμε τα ενδιαφέροντα και τις ιδιαιτερότητές του, τόσο πιο πολύ ανακαλύπτουμε μέσα του στοιχεία που μας αφήνουν έκθαμβους. Το πρόβλημα είναι πώς θα τα βρούμε και πώς θα τα ικανοποιήσουμε» πώς θα βοηθήσουμε τους μαθητές μας να αποκτήσουν την προσωπική τους ταυτότητα. Αν το πετύχουμε αυτό, είμαστε ικανοί, για να μπορέ­σουμε να τους δώσουμε κατευθύνσεις. Ο χρυσός κανόνας της διδακτικής τονίζει: «Ο διδάσκων να μη λέγει και να μη πράττει ό,τι μπορεί να πει και να πράξει ο μαθητής».
Όλα τα παιδιά μας δεν είναι τα ίδια, όπως όλα τα δάκτυλα δεν είναι τα ίδια. Όλα τα παιδιά δεν έχουν τα αυτά ενδιαφέροντα. Αν όσα λέμε δεν τους προκαλούν το ενδιαφέρον, τότε θα είναι «ξύλο επί ξύλου», όπως έλεγε ο αείμνηστος Ιωάννης Ρώσσης. Βέβαια είναι δύσκολο να ανταποκριθούμε στα ενδιαφέροντα και στις προσδοκίες όλων των μαθητών. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα εγκαταλείψουμε την προσπάθειά μας.
Το παιδί έχει και βιώματα, ειλημμένα από την οικογένεια, το κοινωνικό περιβάλλον. Αυτά καλούμαστε να αυξήσουμε και να επεκτείνουμε: τα μεν καλά να καρποφορήσουν με την δική μας συνέργεια, τα δε κακά να εκριζώσουμε σαν αγκάθια που αγκυλώνουν. Ασφαλώς για να το καταφέρουμε, πρέπει να έχουμε και εμείς βιώματα αγαθά και ωφέλιμα. Όπως έλεγε η Σοφία Κουλόμζιν, δίνεις αυτό που έχεις.
Ξεχωριστό γνώρισμα της προσωπικότητας του μαθητή είναι η ικανότητα του αντιλαμβάνεσθαι και οι εμπειρίες του. Κάθε ηλικία έχει την δική της λειτουργικότη­τα, το δικό της πεδίο κατανόησης, τις δικές της εμπειρίες. Γι’ αυτά χρειάζεται να δουλέψουμε, χρησιμοποιώντας οικείο λεξιλόγιο και λαμβάνοντας υπόψη τα στάδια ανάπτυξης και ωρίμανσης, όπως γράφει ο Καθηγητής Ι. Κογκούλης[5]. Δεν είναι δυνατό να ομιλούμε σε παιδιά κατωτέρων τάξεων του Σχολείου, όπως σε ανωτέρων τάξεων. Ο μαθητής συνεχώς εμπλουτίζει και εξελίσσει τις γνώσεις του και τις εμπειρίες του. Με συστηματικά ερεθίσματα μπορούμε να τον βοηθήσουμε σε αυτήν την διεργασία. Εμείς να του δώσουμε το σπίρτο (εκ του spiritus, πνεύμα), προκειμένου να ανάψει μέσα του ο πόθος των γνώσεων.
Κάθε ηλικία έχει την αξία της και αυτήν πρέπει να σεβόμαστε. Είμαστε παιδαγωγοί που συνάπτουμε ανθρώπινες σχέσεις με τα παιδιά μας. Δεν είμαστε τα φόβητρα, αλλ’ ούτε οι θωπεύοντες τα ελαττώματά τους. Σαν την «ευκηλήτειρα» μητέρα τα ανατρέφουμε, τα αγαπούμε, διότι αναγνωρίζουμε την προσωπικότητά τους, την εξέλιξη, τα δικαιώματά τους -χωρίς να παραγνωρίζουμε και τις υποχρεώσεις τους. Ενστερνιζόμαστε τα λόγια του ιερού Χρυσοστόμου: «Ούδέν ούτω πρός διδασκαλίαν έπαγωγόν, ὡς τό φιλεῖν καί φιλεῖσθαι» (PG 62, 529-530). Καλλιεργούμε την αυτενέργεια, την ανεξαρτησία του προσώπου, τον αυθορμη­τισμό, την παιδοκεντρικότητα. Όλα αυτά τα στοιχεία -σημειωτέον- διακονούν αρκούντως τα εγχειρίδια θρησκευτικών στο Δημοτικό Σχολείο.
Ο μαθητής δεν είναι παθητικός δέκτης. ‘Εχει μέσα του το ζώπυρο που σιγοκαίει, την δυνατότητα να αυτενεργεί, να μαθαίνει πράττοντας. Learning by doing, όπως έλεγε ο John Dewey. Κατά μία στατιστική, ο μαθητής θυμάται τα 90% των όσων πράττει. Διαθέτει αυθορμητισμό που μας χρειάζεται, διότι αυτόν μπορούμε να διοχετεύσουμε σε δραστηριότητες. Ως ανεξάρτητο πρόσωπο δρα και δραστηριοποι­είται σε ποικίλες δραστηριότητες, συνάπτει σχέσεις εποικοδομητικές, κοινωνικοποι­είται, δίνει και λαμβάνει. Αρκεί εμείς να είμαστε δίπλα του. Το σχολείο δεν είναι φυλακή, ώστε ο μαθητής με την αποφοίτησή του να βρεθεί μέσα σε μία άλλη φυλακή, την κοινωνία.
Πολύ με συγκινεί ο δάσκαλος και ο καθηγητής που δεν μεταδίδει μόνο γνώσεις, που δεν βλέπει τον μαθητή ως μηχανή. Τον επικουρεί, τον νοιάζεται και εκτός σχολείου, τον περιθάλπει ιδιαίτερα σήμερα στην σκληρή πραγματικότητα που ζούμε, αγωνιά γι’ αυτόν. Δεν είναι ο κατασκευαστής του ωρολογιού που το κατασκεύασε και πέραν τούτου δεν τον ενδιαφέρει πού βρίσκεται. Μεριμνά για τον μαθητή του, την μαθήτριά του. Ανησυχεί για το μέλλον του/της. Καίγεται για τις πτώσεις τους. Χαίρεται για την πρόοδό τους. Ενδιαφέρεται για την προσωπικότητά τους. Το αξίζουν τα παιδιά μας.
Η Εκκλησία, βέβαια, αποτελεί την κιβωτό της σωτηρίας των παιδιών μας. Αλλά και το σχολείο πρέπει να είναι η κιβωτός του πολιτισμού του προσώπου των παιδιών μας. Η παιδεία μας οφείλει να έχει προσωποκεντρικό χαρακτήρα. Και αν τόσα και τόσα λέγονται για την κρίση της παιδείας, ξεχνάμε ότι παραθεωρήσαμε την παιδαγωγία του προσώπου. Το κεφάλαιο είναι το άγχος μας. Όχι τα κεφάλια που έχουμε, τα δυνατά μυαλά που αλλού καταφεύγουν για να ζήσουν ως αξιοπρεπή πρόσωπα.
Από τα σχολειά μας λείπουν ο πολιτισμός του προσώπου, η ελπίδα της ανθρω­πιάς, η αγάπη. Δεν λείπουν τα είδωλα. Λείπει ο Θεός. Θέλουμε τον δάσκαλο πραγματικό δάσκαλο, όχι εκπαιδευτικό, και τον μαθητή όντως μαθητή, στου οποίου τις προσδοκίες εμείς να ανταποκρινόμαστε. Χρειαζόμαστε τον δάσκαλο, τον πατέρα που σκύβει επάνω στα προβλήματα των παιδιών.
Μπορεί να έχουμε αίθουσες πλήρως εξοπλισμένες. ‘Εχουμε διαδραστικούς πίνα­κες, ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Δίνουμε ό,τι μπορούμε στα παιδιά μας. Τους δίνουμε, όμως, τον Θεό; Τα προβλήματά μας θα παραμένουν, όσο δεν κατανοούμε ότι τα προβλήματα της παιδείας είναι προσωπικά, πνευματικά. Η ατομοκρατική κοινωνία μας αξιολογεί τα πάντα με τον ωφελιμισμό. Η βαθμοθηρία, το αλληλοφάγωμα κυριαρχούν. Αυτά όμως τους διδάξαμε; Με αυτά γαλουχήσαμε τα παιδιά μας;
Τα τελευταία έτη η ανατροφή των παιδιών μας έχει αλλάξει. Πολλοί γονείς δυσκολεύονται να πουν «όχι» στα παιδιά τους. Δυσκολεύονται να τους βάλουν όρια, πολλές φορές και να τα μαλώσουν. Σίγουρα τα παιδιά πρέπει να μεγαλώσουν σε περιβάλλον ήρεμο, χωρίς φωνές, χωρίς αντιδικίες, χωρίς ξύλο. Παιδαγωγοί αφήνουν να περνούν αδιάφορα περιστατικά σχολικής βίας, η οποία δεν είναι άσχετη με την γενικότερη κατάσταση που βιώνουν τα παιδιά, την ανασφάλεια, την ανεργία, την έκπτωση του παιδαγωγικού ήθους. Η μη ενασχόλησή μας με τέτοια περιστατικά δηλοί απουσία ψυχολογικών γνώσεων, άγνοια και αδυναμία.
Αυτό που ακούμε συχνά είναι: «’Ελα, μωρέ, παιδιά είναι». Μα ακριβώς γιατί είναι παιδιά, χρειάζονται τους γονείς. Χρειάζονται τους κληρικούς, τους παιδαγωγούς στο σχολείο που είναι κοινωνία προσώπων. Χρειάζονται το «κέντρον» που έλεγε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, το βούκεντρο, για να τους παρακινούμε στην αρετή (PG 37, 285C). Επειδή οι συνθήκες της ζωής είναι τόσο ρευστές, επειδή τα νέα μέσα τεχνολογίας, με την τεχνητή εικονοθέαση, άλλαξαν τον τρόπο ζωής των παιδιών μας και την κάνουν ολοένα και πιο απρόσωπη, γι’ αυτό ακριβώς πρέπει μερικά βασικά πράγματα να είναι ορισμένα, χωρίς ασάφειες και παλινωδίες. Αδήριτη ανάγκη είναι η εν Χριστώ παιδαγωγία, να τα οδηγήσουμε στον Χριστό για να γίνουν συγκροτημένες προσωπικότητες.
Η ανθρωπιστική παιδεία, με βαρύτητα στον άνθρωπο-παιδί, δίνει στους μαθητές την δυνατότητα να αναπνεύσουν ελεύθερα, να μη μαραζώνουν και ασφυκτιούν απορφανισμένα, μέσα στα γρανάζια της μηχανής. Με τις μηχανιστικές θεωρίες μπορεί να παράγουμε χρήσιμες μηχανές, όχι όμως υπεύθυνους πολίτες που σκέπτονται και κρίνουν.
Όπως ισχυρίζονται πολλοί, η Γενική εκπαίδευση είναι αφημένη στην τύχη της και πορεύεται με κεκτημένη ταχύτητα. ‘Εχει όμως όραμα και προοπτική; Χωρίς τον Θεό υπάρχει δυνατότητα επιτυχίας στα μακροπρόθεσμα σχέδια των εκάστοτε υπουργών;
Πιεσμένα και μόνα τα παιδιά μας -22,3% των εφήβων δηλώνουν ότι οι γονείς τους ποτέ ή σπάνια διαθέτουν γι’ αυτούς αρκετό χρόνο- χρειάζονται κάποιο στήριγμα, κάποια βακτηρία υπερείδουσα και όχι κάποια ράβδο παιδεύουσα. Πεσμένα μέσα στο τέλμα της κρίσης, αντικρύζοντας το πέλμα της σκληρής πραγματικότητος και δελεαζόμενα από το «θέλγμα», τα ποικίλα θέλγητρα του κόσμου, μπορούμε εμείς ως Εκκλησία και παιδαγωγοί να τους τραβήξουμε από το τέλμα, να τους δώσουμε το χέρι μας και όχι το πέλμα μας και να τους προσφέρουμε άλλα θέλγητρα, τα θέλγητρα του πνεύματος.
Είμαστε οι διάδοχοι Εκείνου που είπε: «Άφετε τά παιδία ερχεσθαι πρός με καί μή κωλύετε αύτά» (Μρ 10, 14. Λκ 18, 16). Ως θεράποντες και θεραπευτές, ως μέλη της Ορθοδοξίας στην οποία δεν επικρατεί κάποια ατομοκρατική θεώρηση της σωτηρίας, οφείλουμε να διδάξουμε στα παιδιά μας να υπερβαίνουν την αποκλει­στικότητα να αγαπούν μόνο τους οικείους των, αλλά να γίνονται τα πρόσωπα που αγαπούν όλους, ακόμη και τους εχθρούς. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της αναγέννη­σης από το άτομο στο πρόσωπο.
Η Ορθοδοξία, ως πίστη και βίωμα, όχι ως αφηρημένη έννοια, έχει μεγαλουργήσει διότι σεβάσθηκε την απόλυτη μοναδικότητα του προσώπου και την διαφορε- τικότητά του. Δεν επέβαλε σαν ισοπεδωτικός οδοστρωτήρας την ομοιομορφία. Η ποικιλία των προσώπων είναι η ιδιοσυστασία μας. Η ορθόδοξη Εκκλησία «δεν θα πάει μέχρι τέλους, να αντικαταστήσει την ελευθερία του κάθε προσώπου, οδηγώντας στη δημιουργία αγέλης», γράφει ο άγιος Αλβανίας Αναστάσιος[6].
Εφόσον, λοιπόν, κάθε μαθητής και μαθήτρια αποτελούν ιδιαίτερο πρόσωπο, με όλα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, οφείλουμε ως Εκκλησία και παιδαγωγοί σε αυτόν τον βωμό του καθήκοντος να προσφέρουμε τον εαυτό μας ως εθελόθυτα ιερεία. Δύσκολο, αλλ’ αξίζει τον κόπο. «Τί γάρ ‘ίσον του ρυθμίσαι ψυχήν καί διαπλάσαι νέου διάνοιαν;», αναρωτιέται ο μέγας παιδαγωγός Ιωάννης ο Χρυσό­στομος (PG 58, 584).
Μπορεί να είναι όνειρο. Δεν είναι όμως ουτοπία. Σε μία κοινωνία χωρίς όνειρα και οραματισμούς, σε μία κοινωνία όπου πολλά παιδιά ζουν χωρίς την φροντίδα μας, θα αγωνισθούμε για να κρατήσουμε τα παιδιά μας ως πρόσωπα και όχι ως άτομα.
Οι συνθήκες έχουν αλλάξει πολύ. Πρέπει να το εμπεδώσουμε ότι στην Πατρίδα μας πολλά αλλάζουν και θα αλλάξουν περαιτέρω, στην κοινωνία, στην οικογένεια, στο σχολείο. Το μέλλον είναι δύσκολο. Το παρόν όχι απλώς μεταβάλλεται, αλλά μήπως είναι κινούμενη άμμος! Μερικά αυτονόητα του παρελθόντος δεν υπάρχουν πλέον.
Ζώντας σε αυτό το παρόν καλούμαστε να δώσουμε την μαρτυρία μας, να αγωνι­σθούμε τον καλό αγώνα για κάποιους που αξίζουν: για τους μαθητές μας.
Αρχιμ. Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης,

Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

[1]    S. Huntington (1999), Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης (The Class of Civilizations and the Remaking of the World Order), μτφ. Σ. Ριζοθανάση, 3η έκδ., σ. 94, Αθήνα: Terzobooks.
[2]   Ι. Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Περγάμου (1977), «Από το προσωπείον εις το πρόσωπον – Η συμβολή της Πατερικής Θεολογίας εις την έννοιαν του προσώπου», Χαριστήρια εις τιμήν του Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, σ. 287, Θεσσαλονίκη: ΠΙΠΜ.
[3] Κ. Δεληκωσταντής (2009), Η Παιδεία ως πολιτισμός του προσώπου, σ. 13-16, Αθήνα: ‘ Εννοια.
[4] Κ. Δεληκωσταντής, ό. π., σ. 19.
[5] Ι. Κογκούλης (2008), Διδακτική των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαί­δευση, σ. 149, Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης.
[6] Α. Γιαννουλάτος, Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, «Είμαστε διάκονοι, όχι αποικιοκράτες», Τα Νέα, 1-11­2001, σ. Ν10.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου