Ξεφυλλίζοντας πριν από λίγες ημέρες τα κιτρινισμένα από τον χρόνο, τόσο όμως πολύτιμα για το περιεχόμενό τους, φύλλα τοπικών εφημερίδων που είχαν εκδοθεί στην Φλώρινα κατά την δεκαετία του 1930, βρήκα την εξής ενδιαφέρουσα αγγελία με τον τίτλο «Ο ΘΙΑΣΟΣ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚ», δημοσιευμένη την 17-4-1937 στην ιστορική και σχεδόν αιωνόβια εφημερίδα της Φλώρινας «ΕΘΝΟΣ»: «Σήμερον φθάνει στην πόλη μας, ένα καθ΄ όλα άρτιο θεατρικό συγκρότημα, ο θίασος του Αττίκ. Ο θίασος θα δώση δύο μόνον παραστάσεις εις την
πόλιν μας. Πιστεύομε ότι το θεατρόφιλο κοινό θα τρέξη σύσσωμο να θαυμάση τους μεγάλους αυτούς καλλιτέχνας της Ελληνικής σκηνής, οι οποίοι τόσας δάφνας έδρεψαν στο εξωτερικό, απ΄ όπου και γυρίζουν».
Δυστυχώς σε επόμενα φύλλα της εφημερίδας, δεν δημοσιεύεται κάποιο σχετικό κείμενο, οπότε και θα είχαμε λεπτομέρειες για τις δύο αυτές μοναδικές μουσικές βραδιές που έδωσε ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης στην Φλώρινα. Από προφορικές μαρτυρίες παλιών Φλωρινιωτών, γνώριζα εδώ και πολλά χρόνια ότι ο Αττίκ είχε επισκεφθεί προπολεμικά την πόλη μας και είχε δώσει παραστάσεις με το συγκρότημά του, την περίφημη «Μάντρα του Αττίκ», δεν γνώριζα όμως την ακριβή χρονολογία. Σήμερα, 75 ολόκληρα χρόνια μετά, όσοι Φλωρινιώτες είχαν την τύχη να απολαύσουν τις σπάνιες αυτές βραδιές, ίσως να μη βρίσκονται πλέον στην ζωή.
Ένας από αυτούς που είχε παρευρεθεί στις παραστάσεις και μου μιλούσε με συγκίνηση και θαυμασμό για τον Αττίκ, ήταν ο παλιός ωραίος Φλωρινιώτης, φίλος του πατέρα μου από την δεκαετία του 1920, μακαρίτης τώρα, Μιχαλάκης Πατσούρης (1911-1998). Ο Μιχαλάκης, όπως έχουμε γράψει και άλλοτε, ήταν εγκατεστημένος από το 1953 στον Καναδά, επισκέπτονταν όμως κάθε καλοκαίρι την αγαπημένη του Φλώρινα. Πιανίστας ο ίδιος και έχοντας ζήσει όλη την εποχή του μεσοπολέμου, ήταν ζωντανή ιστορία για την Φλώρινα και μοναδικός ίσως γνώστης των καλλιτεχνικών ιδίως πραγμάτων της πόλης μας, της εποχής εκείνης. Κάθε χρόνο περίμενα με ενδιαφέρον την άφιξή του, για να τον ρωτήσω και να συζητήσουμε διάφορα γεγονότα της προπολεμικής Φλώρινας.
Με τον Κλέωνα Τριανταφύλλου (1885-1944), όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Αττίκ, έχουν ασχοληθεί όλοι οι μελετητές του ελληνικού τραγουδιού. Αλλά και πολλοί άνθρωποι της τέχνης, της εποχής του Αττίκ, στις αναμνήσεις τους που μας άφησαν αναφέρονται συχνά σε αυτόν. Τα περισσότερα από τα βιβλία αυτά έχω στην βιβλιοθήκη μου και νομίζω ότι αξίζει, για όσους αγαπούν το παλιό καλό τραγούδι, να ασχοληθούμε με την ζωή και το έργο του μεγάλου αυτού συνθέτη, πιανίστα, στιχουργού και ερμηνευτή.
Η Δανάη Στρατηγοπούλου (1913-2009), μία από τις μεγαλύτερες τραγουδίστριες της προπολεμικής και μεταπολεμικής Ελλάδας, η οποία υπήρξε αγαπημένη μαθήτρια του Αττίκ, γράφει στο πολύτιμο για τις πληροφορίες βιβλίο της, το αφιερωμένο στην μνήμη του δασκάλου της, ότι ο Αττίκ κατάγονταν από ευκατάστατη οικογένεια Ελλήνων της Αιγύπτου και ότι στις αρχές του 20ου αιώνα πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε θεωρητικά στο Παρισινό ωδείο με τον διάσημο Γάλλο συνθέτη Σαιν-Σανς (1835-1921), του οποίου την αριστουργηματική όπερα «ΣΑΜΨΩΝ ΚΑΙ ΔΑΛΙΔΑ», απολαύσαμε πριν από δύο περίπου μήνες στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Ο Αττίκ, κατά την παραμονή του στο Παρίσι, έγραψε 300 ωραιότατα τραγούδια σε γαλλικούς στίχους, που ερμήνευσαν διάσημοι Γάλλοι τραγουδιστές της εποχής (Δανάης Στρατηγοπούλου: ΑΤΤΙΚ, εκδ. «Εστία», Αθήνα 1986).
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1920, ο Αττίκ εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου και αρχίζει η λαμπρή καλλιτεχνική του πορεία στο Ελληνικό τραγούδι. Το 1930 ανοίγει το μικρό του θέατρο, την περίφημη «Μάντρα του Αττίκ», η οποία λειτούργησε μέχρι το 1940 και για δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν κάθε βράδυ ασφυκτικά γεμάτη, κάνοντας συγχρόνως περιοδείες στην επαρχία αλλά και στο εξωτερικό. Στην «Μάντρα» αναδείχθηκαν τα μεγαλύτερα ονόματα τραγουδιστών του ελαφρού τραγουδιού, ηθοποιοί, ποιητές, κονφερασιέ, τόσο της προπολεμικής όσο και της μεταπολεμικής Ελλάδας, όπως οι Νίκος Μοσχονάς, Πάολα, Δανάη, Κάκια Μένδρη, Μίμης Τραϊφόρος, Λουίζα Ποζέλι, Νινή Ζαχά, Αρίας, Πύρπασος και πολλοί άλλοι.
Ο σπουδαίος συνθέτης, πιανίστας, μελετητής του ελληνικού τραγουδιού και συγγραφέας Κώστας Μυλωνάς, τον οποίο γνωρίζω προσωπικά και μας συνδέει παλιά φιλία, γράφει για τον Αττίκ, στο βραβευμένο και για πολλά χρόνια μοναδικό στην ελληνική βιβλιογραφία τετράτομο έργο του για το ελληνικό τραγούδι, μεταξύ πολλών άλλων και τα εξής: «Πρωτότυπος, ευρηματικός, διαχρονικός, έγραψε πάρα πολλά τραγούδια σπάνιας ομορφιάς και ποιότητας, που δίνουν στο στίγμα μιάς εποχής που σημαδεύτηκε από την προσφορά και την μοναδικότητά του. Η θέση και η παρουσία του Αττίκ στην νεότερη μουσική ιστορία υπήρξε, αναντίρρητα, καθοριστικής σημασίας για την πορεία και την εξέλιξη του νεοελληνικού τραγουδιού στον τόπο μας. Ο Αττίκ είναι, χωρίς άλλο, ο μεγαλύτερος τραγουδοποιός που γέννησε η προπολεμική Ελλάδα» (Κώστα Μυλωνά: Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού (1824-1995), τόμος 1ος, (1824-1960), σελ. 134, εκδ. «Κέδρος», Αθήνα 1984).
Ο μουσικολόγος και συγγραφέας, μακαρίτης τώρα, Τάκης Καλογερόπουλος (1946-2009), γράφει και αυτός για τον Αττίκ στο έγκριτο επτάτομο λεξικό του: «Ήταν αναμφίβολα, ο μεγαλύτερος Έλληνας τραγουδοποιός της προπολεμικής εποχής. Το έργο του, χαρακτηριζόμενο από ποιητική και μουσική αρτιότητα, συνέτεινε τα μέγιστα στον «εξευρωπαϊσμό» του ελληνικού αστικού γούστου» (Τάκη Καλογερόπουλου: Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόμος 1ος, σελ. 278, εκδ. «Γιαλλελή», Αθήνα 1998).
Επίσης στην ενδιαφέρουσα δίτομη μελέτη του καθηγητού της θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης Μανώλη Σειραγάκη, που εκδόθηκε πρόσφατα, διαβάζουμε τα εξής: «Ο Αττίκ με την Μάντρα του και τις συνθέσεις του, επηρέασε όλη την εξέλιξη της ελαφράς μουσικής στην Αθήνα του Μεσοπολέμου. Αν και δεν διεκδίκησε ποτέ δάφνες γι΄αυτό, ήταν ο μόνος Έλληνας συνθέτης της περιόδου, που είδε ξένο διερχόμενο θίασο να συμπεριλαμβάνει έργο του στο ρεπερτόριό του» (Μανώλη Σειραγάκη: Το Ελαφρό Μουσικό Θέατρο στην Μεσοπολεμική Αθήνα, τόμος Α΄, σελ. 231, εκδ. «Καστανιώτης», Αθήνα 2009).
Τέλος η συγγραφέας Ποθούλα Κανούτα-Καψαμπέλη (1914-2009), γράφει στο ανεκτίμητο με τις αναμνήσεις της βιβλίο για την Αθήνα του μεσοπολέμου: «Ήταν ρομαντική η Αθήνα τα τελευταία προπολεμικά χρόνια. Ήταν ακόμα η Αθήνα της καντάδας κάτω από το κλειστό παραθύρι κάποιας αγαπημένης ύπαρξης. Ήταν η Αθήνα του Αττίκ, με τα «μακρινά καφενεδάκια», όπου ο ερωτευμένος φοιτητής με την γεμάτη καρδιά και την άδεια τσέπη πήγαινε ραντεβού με το κορίτσι του, όπου ο μαγαζάτορας σέρβιρε το κρασάκι με τον «περιποιημένο» μεζέ κι΄όπου ξυπόλυτα παιδάκια πουλούσαν «της μιάς δραχμής τα γιασεμιά» (Ποθούλας Κανούτα-Καψαμπέλη: FLASHBACK-Αναδρομή σε χώρους και χρόνους, σελ. 153, εκδ. «Εστία», Αθήνα 2010).
Ο Αττίκ, ο άνθρωπος με την βαθειά μουσική παιδεία, μας άφησε 200 περίπου αθάνατα ελληνικά τραγούδια, πραγματικά αριστουργήματα στίχου και μελωδίας. Τι να πρωτοθυμηθούμε από αυτά, που εδώ και δεκαετίες έχουμε στην δισκοθήκη μας και συχνά απολαμβάνουμε, ερμηνευμένα από τις μεγαλύτερες φωνές του παλιού ελληνικού πενταγράμμου, πολλά σε πρώτες εκτελέσεις: Αν βγουν αλήθεια (1920), Τα καημένα τα νιάτα (1918), Να ζει κανείς ή να μη ζει (1934), Το τρεχαντήρι (1923), Παπαρούνα (1936), Μαραμένα τα γιούλια (1935), Το οργανάκι (1927), Κι΄ όμως-κι΄ όμως (1923), Ζητάτε να σας πω (1930), Είν΄ η αγάπη χίμαιρα (1934), Της μιάς δραχμής τα γιασεμιά (1935) και πολλά άλλα, που συγκινούν μέχρι σήμερα ένα μεγάλο μέρος του κοινού.
Δυστυχώς το τέλος του σεμνού, ευαίσθητου και σημαντικότατου αυτού δημιουργού υπήρξε τραγικό, όταν στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής, τον Αύγουστο του 1944, μη αντέχοντας τις κακουχίες και την πείνα, έθεσε τέρμα στην ζωή του πίνοντας ένα μπουκάλι ηρεμιστικού «Βερονάλ». Λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, είχε πρωταγωνιστήσει στην έξοχη δραματική κινηματογραφική ταινία «ΤΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑΤΑ», που είχε ως θέμα την ιστορία της ζωής του, την οποία έχουμε παρακολουθήσει αρκετές φορές στην μικρή οθόνη, αφήνοντάς μας έτσι ένα ανεκτίμητο ντοκουμέντο.
Για τον θάνατό του, ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Μπόγρης (1890-1964), έγραψε στην εκτενή νεκρολογία του που δημοσιεύθηκε στο πολύ αξιόλογο και μακροβιότερο (1927-σήμερα) ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», (τεύχος 411/1944), μεταξύ άλλων και τα εξής: «Ο Κλέων Τριανταφύλλου, ο γλυκός τραγουδιστής, που έπεσε από τις σκληρές συνθήκες της σημερινής άχαρης ζωής, δεν χάρισε μονάχα στην Ελλάδα μας περίφημα τραγούδια γεμάτα αίσθημα και ευγένεια, μα συνέβαλε με την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία, την μεγάλη του μόρφωση, το σπινθηροβόλο πνεύμα του και προ παντός με την ακάματη ενεργητικότητά του, στην κίνηση για την ανύψωση της αισθητικής και διανοητικής στάθμης του μεγάλου κοινού, για τον εκπολιτισμό της Χώρας».
Θανάσης Βογιατζής
Φλώρινα 12-1-2012
Πηγή: Εφ. ΕΘΝΟΣ
Μπράβο Θανάση, είσαι ζωντανή ιστορία της Φλώρινας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΑΓΑΠΗΤΕ ΦΙΛΕ ΘΑΝΑΣΗ.ΦΑΝΗΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφή