Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Επισκέπτες


Γράφει η Φοίβη
Θα 'ρθω πηδώντας τ’αλλόκοτα κοκκινόμαυρα βράχια. Θα βαστώ, στα στιβαρά μου πια χέρια, τις μαραμένες ελπίδες του άλλοτε κι εκεί, στον ήρεμο γιαλό, θα τις ξαναφυτέψω.
Θα 'ρθω. Ποιο καράβι θα με έχει φέρει, μην απορείς. Σε κάποιο όνειρο την 

καρδιά μου θα φορτώσω και με εκείνο θα φτάσω. Χρυσόνερο το όνειρο και μη φοβάσαι πως θ’αργήσει. Και φορτούνες αν θα βρει, τα φτερά του δε θα τα διπλώσει. Και τα στοιχειά της θάλασσας ανέγγιχτο θα το αφήσουν.
Θα με φέρει. Εκείνο κι εγώ ένα είμαστε. Από μωρό στην κούνια του με πίστη και δύναμη το τάιζα. Τ’ ατέλειωτα χειμωνιάτικα βράδια, το έπαιρνα στην αγκαλιά μου και το χάιδευα και του ζέσταινα τα μάγουλα με λίγα λόγια που τα κρατούσα πάντοτε για τέτοιους καιρούς. Και του 'δινα να μυρίσει, κάποια φυλλαράκια από σένα σταλμένα, κάποιον φάκελλο ποτισμένο με τα δάκρυα μιας βουβής μακρόχρονης προσμονής.
Κι όποτε βάραιναν τα δικά μου βλέφαρα από την θλίψη, τότε ερχόταν εκείνο δίπλα μου. Ω, σαν γλυκόλαλη καμπάνα μου μιλούσε μακρινή, σαν μια ακράτητη παιδιάστικη χαρά κι εκείνο με κρατούσε  στο δρόμο μου κι εκείνο με νανούριζε κι εκείνο με ξυπνούσε.
Το νοιώθω πως τώρα πια δεν το βαστάει τίποτε σ’αυτούς τους ξένους τοίχους.Θ’ανοίξει τα γαλάζια του φτερά για να περάσει τη θάλασσα. Και θα 'ρθω μαζί του κι εγώ. Ω, μη μου πεις πως δεν υπάρχουν ναυτικοί. Πως πέτρωσαν κι έγιναν βράχια σαν τις χαρές τις πρώτες μας. Μην πιστεύεις πως βούλιαξαν τα χάρτινα βαπόρια, πως στάχτιασαν οι λάσπινοι πύργοι μας. Θα τα βρω όπως τ’άφησα` με περιμένουν όπως εσύ.
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και στρώσε στο χαγιάτι την κυριακάτικη ψάθα. Φέρε το βάζο με το γλυκό κι ετοίμασε κρύο πηγαδίσιο νερό. Χτένισε τ’άσπρα σου μαλλιά και σκούπισε τις άκρες των ματιών σου. Μία γυναίκα θα 'ρθει με παιδιάστικη καρδιά να σου πει μία ατέλειωτη καλησπέρα. Ποιo καράβι θα την έχει φέρει μην απορείς` μην απορείς...     
          -----------------------------------------------------------------------------------
Πρέπει να πεθάνουμε σε κάτι για να φθάσουμε στην υπόσταση του επιθυμούντος με πραγματική επιθυμία, πέρα από την ανάγκη και με την αγάπη για μοναδικό οδηγό.
Έτσι, το παιδί αφήνει το μαστό που του δίνει η μητέρα, για να ανακαλύψει το χαμόγελό της, την παρουσία της, την αγάπη της. Βεβαίως, λίγα λεπτά αργότερα, θα έχει πάλι ανάγκη να φάει, να φωνάξει πάλι την μητέρα διότι πεινάει, σύντομα όμως θα αποκριθεί στο χαμόγελό της και θα φάει μόνο του.
Από αποχωρισμό σε αποχωρισμό εκλεπτύνεται η εμπειρία εαυτού, αποκαλύπτεται η εμπειρία των άλλων.
Μια μέρα το παιδί αφήνει την ασφάλεια της αγκαλιάς των γονιών, για να καταγράψει, να αποτυπώσει τον περιβάλλοντα χώρο. Κατά κάποιον τρόπο, δεν το αποτολμά για να φθάσει στην πορεία που θα φέρει στη μελλοντική ανθρώπινή του υπόσταση? Δεν αφήνει μια ανάγκη για να ζήσει μια επιθυμία?
Με κάθε αποχωρισμό, με κάθε απόσταση που παίρνει, δοκιμασία αλλά και μαθητεία της ευθύνης του, οικοδομείται ως αγαπών: [...χτένισε τ’ άσπρα σου μαλλιά και σκούπισε τις άκρες των ματιών σου. Μια γυναίκα θα 'ρθει με παιδιάστικη καρδιά
να σου πει μια ατέλειωτη καλησπέρα...]             
Από την άλλη μεριά, κάθε μητρότητα που εκδηλώνεται είτε μέσα σε μια οικογένεια είτε μέσα σε  ένα άτομο αποτελείται τόσο από τη στοργική φροντίδα όσον και από τον πικρό συναισθηματικό πόνο. Η χριστιανική θρησκεία μας παρουσιάζει τη μεγάλη εικόνα της παρθένου Μαρίας που είναι ταυτόχρονα παρηγορήτρα και θλιμμένη μητέρα. Και με τα δυο της συναισθήματα η μητέρα είναι κοντά  στο παιδί επιτρέποντάς του, ακόμη κι όταν η ίδια αισθάνεται πόνο και θυμό, να συγκροτήσει την ατομικότητά του με το να εκτίθεται στις εμπειρίες και το πεπρωμένο. Γιατί είναι στη φύση των πραγμάτων να μας έλκουν εκείνες ακριβώς οι εμπειρίες που θα θρυμματίσουν την αθωότητά μας, που θα αλλάξουν τις ζωές μας και θα μας χαρίσουν την απαραίτητη συνθετότητα και βάθος.

1 σχόλιο: