Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Ο φωτισμός της Φλώρινας

Λάμπα πορσελάνης 
της δεκαετίας του 1930

Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Στον Μεγάλο Δρόμο της Φλώρινας, που σήμερα τον λέμε Κεντρικό και είναι η οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, υπήρχαν πολλά και διάφορα μαγαζιά. Οι Τούρκοι τον ονόμαζαν Τσαρσί, που σημαίνει ο δρόμος με τα εμπορικά μαγαζιά. Δεν ήταν όμως μόνο τα εμπορικά μαγαζιά. Υπήρχαν και αρκετά εργαστήρια, όπως αυτά των φανοποιών. Η συντεχνία (εσνάφι)των φανοποιών ή φαναρτζήδων είχε ορίσει τον τόπο, ώστε τα εργαστήρια των φανοποιών να είναι όλα μαζί στον Κεντρικό δρόμο, από το ύψος της οδού Κρέσνας και μέχρι την οδό Κ. Παλαιολόγου και λίγο πιο κάτω.
Ήταν το πιο γραφικό κομμάτι του Κεντρικού δρόμου, καθώς αυτά τα
μονώροφα μαγαζάκια, που ήταν ανοιχτά χωρίς τζαμαρίες και έκλειναν με ξύλινα κεπέγκια, είχαν κρεμασμένα και αραδιασμένα όλα όσα έφτιαχναν από λευκοσίδηρο και κυρίως φανάρια. Ήταν τα γνωστά τενεκετζίδικα, όμως η λέξη φανοποιείο δηλώνει ότι τα πρώτα τους κατασκευάσματα ήταν τα φανάρια.
Κάποτε η πόλη μας ήταν θεοσκότεινη τις νύχτες, επειδή δεν  υπήρχε ηλεκτροφωτισμός. Κανείς δεν κυκλοφορούσε την νύχτα. Και αν κανείς έπρεπε να μετακινηθεί μέσα στο σκοτάδι, το φανάρι ήταν απαραίτητο για να βλέπει μπροστά του. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας μάλιστα υπήρχε νόμος που επέβαλε να έχουν φανάρι, όσοι κυκλοφορούσαν την νύχτα. Όποιος βάδιζε στα σκοτεινά θεωρούταν κλέφτης, και τον συλλαμβάνανε οι χωροφύλακες ή ο νυχτοφύλακας της αγοράς.
Χαρακτηριστική εικόνα ήταν να βαδίζει μπροστά ο πρώτος με το φανάρι και πίσω του όλη η οικογένεια, όταν επέστρεφαν από την εκκλησία, μετά τον εσπερινό κάποιας μεγάλης χειμωνιάτικης γιορτής. Ακόμη και από κάποιο εορταστικό δείπνο σε κάποιο φιλικό ή συγγενικό σπίτι.   
Τα φανάρια τα κατασκεύαζαν οι φανοποιοί της Φλώρινας. Η λέξη φανάρι προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη φανός. Το φανάρι ήταν ένα ορθογώνιο τενεκεδένιο κουτί, που στις τέσσερις πλαϊνές πλευρές του είχε τζάμια, μια πορτούλα, έναν κρίκο στο πάνω μέρος για λαβή, και μέσα έκαιγε ένα χοντρό κερί, το σπαρματσέτο. Το χρησιμοποιούσαν εκτός σπιτιού, στους δρόμους και στις αυλές. Αργότερα κυκλοφόρησαν και τα εισαγόμενα  φανάρια, που έκαιγαν καθαρό πετρέλαιο και ονομάζονταν «φανοί θυέλλης».  
Και οι άμαξες με άλογα, τα γνωστά λαντόνια και τα παϊτόνια, είχαν δυο φανάρια με σπαρματσέτα. Αυτά ήταν στερεωμένα αριστερά και δεξιά της θέσης του αμαξά.
Και τα παιδιά έφτιαχναν φαναράκια με μικρά καρπούζια, τον Αύγουστο. Τότε υπήρχαν πολλά μποστάνια έξω από την πόλη. Ένα καρπούζι μεγέθους μιας μπάλας ήταν το πιο κατάλληλο. Έκοβαν το πάνω μέρος και με κουτάλια έτρωγαν το καρπούζι. Έμενε μόνο η φλούδα, σαν μια μπάλα. Άνοιγαν τριγωνικές τρύπες στα πλάγια και μια από κάτω, όπου στερέωναν την λαμπάδα της Λαμπρής. Έδεναν σπάγκους σε τρεις μεριές για να το κρατάνε ή να το κρεμάσουν, άναβαν την λαμπάδα, τοποθετούσαν το καπάκι και το φαναράκι ήταν έτοιμο. Κρατούσε όμως μόνο ένα βράδυ, καθώς η φλούδα στέγνωνε και την άλλη ημέρα ήταν άχρηστο.
Τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας είχαν τοποθετηθεί λίγα φανάρια σε κεντρικά σημεία της πόλης, που έκαιγαν πετρέλαιο. Αργότερα η ελληνική Δημαρχία τοποθέτησε ένα μεγάλο φανάρι, την «γκαζολίνα» στο Σταυροδρόμι, όπου σήμερα η κεντρική πλατεία. Ελάχιστος ήταν ο φωτισμός μέχρι την εμφάνιση του ηλεκτρικού ρεύματος.
Οι εσωτερικοί χώροι των σπιτιών φωτίζονταν με λάμπες που έκαιγαν καθαρό πετρέλαιο. Υπήρχαν οι απλές λάμπες, αλλά και οι λάμπες πολυτελείας. Αυτές τις προμηθεύονταν από τα υαλοπωλεία, επειδή δεν κατασκευάζονταν στην πόλη μας. Και τα καφενεία είχαν λάμπες. Μεγάλες λάμπες που φώτιζαν περισσότερο από τις άλλες, έτσι που οι θαμώνες μπορούσαν να παίξουν χαρτιά. Οι λάμπες αυτές για μεγάλους χώρους έδιναν περισσότερο φως και ήταν γνωστές με την ονομασία «λουξ».
Το ηλεκτρικό ρεύμα το έφερε στην Φλώρινα ο γαλλικός στρατός. Το 1917 τοποθέτησαν μια γεννήτρια για να φωτίζει το Στρατηγείο και τα δωμάτια των γάλλων αξιωματικών. Και όταν τελείωσε ο πόλεμος την γεννήτρια την αγόρασαν ο Πέτρος Χατζηλίας και ο Ιωάννης Παπαθανασίου και ίδρυσαν το 1919 την πρώτη ηλεκτρική εταιρία της Φλώρινας. Αργότερα μια άλλη εταιρία ανέλαβε τον ηλεκτροφωτισμό της πόλης. Ήταν η εταιρία του Σωτήρη Πόπη, του Δημήτρη Γιάτα και του Ιωάννη Γούναρη. Το 1936 ιδρύθηκε η ηλεκτρική εταιρία των αδελφών Κοεμτζόπουλου, που ηλεκτροδοτούσε την πόλη μέχρι το 1957, που ανέλαβε η ΔΕΗ.
Με την εμφάνιση του ηλεκτρικού ρεύματος αποσύρθηκαν τα φανάρια. Έμειναν όμως πολλές φράσεις, που συνδέθηκαν με την εποχή των φαναριών. Φράσεις όπως, «είναι φως φανάρι», «ψάχνω με το φανάρι», «βαστώ φανάρι», «το φανάρι του Διογένη» και άλλες. Οι λάμπες όμως πετρελαίου παρέμειναν για πολλά χρόνια στα σπίτια, καθώς οι διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος ήταν συχνές τα πρώτα χρόνια. 
Δημήτρης Μεκάσης


1 σχόλιο:

  1. Μάλλον θα τα ξαναχρειαστούμε τα φανάρια με τις τελευταίες εξελίξεις στον Δημοτικό φωτισμό..

    Ακόμα να βρεθεί αυτή η βλάβη τέλος πάντων;

    ΑπάντησηΔιαγραφή