Η ύψωση του τιμίου σταυρού φέρνει στη μνήμη
της εκκλησίας το σταυρικό πάθος του Χριστού, γι’ αυτό και η ευαγγελική περικοπή
της εορτής της Υψώσεως αναφέρεται σ’ εκείνο το οδυνηρό γεγονός, όπως το
εξιστορεί ο αυτόπτης ευαγγελιστής Ιωάννης.
Η περικοπή αρχίζει με τη μαστίγωση του Ιησού
από τον Πιλάτο. Ο Ρωμαίος επίτροπος από μια πρώτη εξέταση (18,28-40) είχε
πεισθεί για την αθωότητα του Ιησού, αλλά δεν είχε το σθένος να την υποστηρίξει.
Στην επιμονή του αγριεμένου λαού μαστιγώνει τον Ιησού, για να ξεθυμάνει λίγο το
φονικό πάθος τους, αλλά ουσιαστικά με την πράξη αυτή εγκρίνει την ποινή του
θανάτου του Ιησού, που ζητούσαν τα άγρια πλήθη. Οι στρατιώτες μετά τη
μαστίγωση, που ήταν μισός θάνατος, περιπαίζοντας τον Ιησού, του πέρασαν στο
κεφάλι για βασιλικό στέμμα ένα αγκάθινο στεφάνι-στέμμα, (αφού έλεγε ότι είναι
βασιλιάς), τον έντυσαν και με μια παλιά κόκκινη χλαμύδα, που βρήκαν πεταμένη
μέσα στο πραιτώριο, τον προσφωνούσαν περιπαικτικά «χαίρε βασιλιά», και, αντί
προσκυνημάτων, του έδιναν χαστούκια. Ο Ιησούς τα υπέμεινε όλ’ αυτά σιωπηρά και
μεγαλόψυχα.
Σ’ αυτή την κατάσταση ο Πιλάτος έβγαλε έξω στο
μπαλκόνι του πραιτωρίου το Χριστό και λέει στα μαινόμενα πλήθη· Νάτος! Τα πλήθη
όμως μόλις τον είδαν, αντί να καλμάρουν, φώναζαν συντονισμένα «σταύρωσον,
σταύρωσον αυτόν». Ο Πιλάτος, συνειδητοποιώντας ότι έχει χάσει το παιχνίδι, τους
αποκρίνεται πικαρισμένος· «Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον. Εγώ δεν του
βρίσκω αιτία θανάτου». Του απαντούν· «Σύμφωνα με το νόμο μας πρέπει να πεθάνει,
διότι έκανε τον εαυτό του γιο του Θεού». Ο Ιησούς με τη σιωπή του επιβεβαιώνει
ότι είναι Γιος του Θεού, και ο Πιλάτος παίρνει το μήνυμα, που τον φόβισε
περισσότερο. Διακόπτει το διάλογο με το λαό, μπαίνει στο πραιτώριο και ρωτάει
το Χριστό· «Από πού κατάγεσαι; είναι αλήθεια ότι είσαι Γιος του Θεού;». Ο
Ιησούς όμως δεν απαντά. Σιωπά. Σα να τούλεγε· Τί ν’ απαντήσω; είν’ ανώφελο. Η
δειλία δεν σου επιτρέπει να πιστέψεις αυτό που είμαι.
«Σ’ εμένα δεν απαντάς;», του λέει εκείνος, (σ’
εμένα που υποστηρίζω την αθωότητά σου;). «Ξεχνάς εξ άλλου ότι έχω εξουσία να σε
σταυρώσω ή να σε ελευθερώσω;». Του λέει θαρραλέα ο Χριστός· «Έχεις, γιατί σου
δόθηκε από πάνω. Αλλά η ιουδαϊκή εξουσία που με παρέδωσε σ’ εσένα έχει πιο
μεγάλη αμαρτία». Ουσιαστικά ο Χριστός του έδωσε τρία δυνατά μηνύματα με την
απάντησή του· α) Ότι οι κοσμικές εξουσίες πηγάζουν από το Θεό, β) ότι ο Θεός
τον ανέχεται σαν άρχοντα, έστω και μεροληπτικό, και γ) ότι η ευθύνη του είναι
μικρότερη από εκείνη των Ιουδαίων.
Ο Πιλάτος ένιωσε στο πετσί του αυτό το
ψυχογράφημα, και φοβήθηκε. Ήθελε να τον ελευθερώσει, αλλ’ όταν τα μαινόμενα
πλήθη ανέκρουαν πρύμναν, μετέτρεψαν δηλαδή τη θρησκευτική κατηγορία σε
πολιτική, και με κραυγαλέα συνθήματα τον εκβίαζαν, ότι δεν είναι φίλος του Καίσαρος,
αλλά προδότης, αφού στηρίζει έναν επαναστάτη, που αντιποιείται τη βασιλική
ιδιότητα του Καίσαρος, τα έχασε.
Ο Πιλάτος βρέθηκε τώρα στο κενό, και απ’ αυτή
τη στιγμή ενεργεί σπασμωδικά με χαμένη την ψυχραιμία. Βγάζει τον Ιησού στο
δικαστικό βήμα, που λεγόταν λιθόστρωτο, και λέει με δηκτική διάθεση στο λαό·
«Νάτος ο βασιλιάς σας». Απαντούν· «Εμείς δεν έχουμε βασιλιά, παρά μόνο τον
Καίσαρα». Του βγαίνουν μπροστά. Προκειμένου να πετύχουν τη σταύρωση του
Χριστού, δίνουν, όρκο αφοσιώσεως στο Ρωμαίο κατακτητή, οι δωσίλογοι. Ο Πιλάτος,
τελικά, ηττάται και υπογράφει τη θανατική καταδίκη του Ιησού.
Οι στρατιώτες παρέλαβαν τον Ιησού και τον οδήγησαν
στο Γολγοθά ή κρανίου τόπον, που ήταν έξω και δίπλα από την κεντρική πύλη της Ιερουσαλήμ,
ώστε οι περαστικοί να διαβάζουν την επιγραφή ή και να τον ειρωνεύονται. Οι
στρατιώτες σταύρωσαν τον Ιησού ανάμεσα σε δύο κακούργους. Οι ευαγγελισταί δεν
μας δίνουν λεπτομέρειες της σταυρώσεως, διότι ήταν γνωστή στους αναγνώστες η
διαδικασία της σταυρώσεως. Ούτε εμείς σε μια περιορισμένη περιγραφή, αυτήν εδώ,
μπορούμε ν’ αναφερθούμε λεπτομερώς στο πώς έγινε κατά τεκμήριο η σταύρωση, παρ’
όλο ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον. Η επιγραφή γράφτηκε στη ρωμαϊκή (την επίσημη
γλώσσα του κράτους), την εβραϊκή (τη γλώσσα των εντοπίων), και στην ελληνική (τη
διεθνή που τη μιλούσαν όλοι).
Η τελευταία πράξη του Ιησού πριν παραδώσει το
πνεύμα του ήταν η φροντίδα για τη μητέρα του, να μείνει στο σπίτι του μαθητού
του Ιωάννου. Απ’ εδώ φαίνεται ότι η παρθένος δεν είχε ούτε παιδιά, όπως λένε οι
προτεστάντες και οι αυτοονομαζόμενοι μάρτυρες του Ιεχωβά, ούτε ιδιόκτητο σπίτι.
Το σπίτι όπου έμενε, το νοίκιαζε. Τέλος, όταν ο Ιησούς ζήτησε νερό και του
έδωσαν ξύδι, είπε το «τετέλεσται», έγειρε το κεφάλι, και παρέδωσε το πνεύμα.
Στη συνέχεια οι Ιουδαίοι παρακάλεσαν τον
Πιλάτο να επισπευθεί ο θάνατος των καταδίκων, διότι η επόμενη ημέρα ήταν σάββατο,
και κατά την εθιμοτυπία τους, δεν έπρεπε να είναι εκτεθειμένα νεκρά σώματα πάνω
στο σταυρό. Έπρεπε εντός της ίδιας ημέρας, στις 2-3 ώρες που απέμειναν από την Παρασκευή, να κατεβούν από το σταυρό
και να ταφούν. Η επίσπευση του θανάτου γινόταν με σπάσιμο των σκελών, για να
μην μπορούν πια να στηριχθούν στα πόδια τους για ν’ αναπνεύσουν, και πεθάνουν
έτσι από ασφυξία μέσα σε λίγα μόνο λεπτά της ώρας.
Οι στρατιώτες έσπασαν τα πόδια των δύο άλλων,
διότι ήταν ακόμη ζωντανοί, αλλά του Ιησού Χριστού δεν του τα έσπασαν, διότι ήταν
ήδη κρύος ακίνητος νεκρός. Ο εντεταλμένος στρατιώτης, για επιβεβαίωση του
θανάτου, έμπηξε τη λόγχη στην πλευρά του, και τινάχθηκε από αυτήν αίμα και
νερό, στοιχεία που επιβεβαίωσαν το θάνατο που είχε επέλθει πριν από ώρες.
Και κλείνει η ευαγγελική περικοπή με την «υπογραφή
και σφραγίδα» του Ιωάννου, συγγραφέως του τετάρτου Ευαγγελίου και ιστορικού της
σταυρώσεως, λέγοντας· Αυτά τα μαρτυρεί αυτός που τα είδε με τα μάτια του
(μιλάει για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο), και η μαρτυρία του είναι αληθινή·
δεν είναι φαντασία, ούτε ουτοπία· είναι αυτοψία. Μη σας γελάει κανένας φαντασιοκόπος
αιρετικός, απ’ αυτούς που δεν πιστεύουν ότι «ο Χριστός ήλθεν εν σαρκί»· Ο
Χριστός είχε σώμα, το επιβεβαιώνει ο θάνατός του. Αυτός που τα περιγράφει έχει
τη συνείδηση και την ευθύνη ότι λέει την αλήθεια, αυτά που είδαν τα μάτια του, για
να πιστέψετε και σεις, όσοι δεν τον είδατε, αλλά τα μαθαίνετε από το Ευαγγέλιό
του.
Ας κλίνουμε τα γόνατα κι ας ευχαριστήσουμε τον
Κύριο, που υπέμεινε όλ’ αυτά για τις δικές μας αμαρτίες, κι ας διατηρήσουμε την
ευγνωμοσύνη μας ανεξόφλητη, για την υπέρτατη προσφορά του σ’ εμάς, που δεν την
αξίζαμε, αλλ’ ήμασταν άξιοι θανάτου. Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι!
Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, αρχιμανδρίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου