Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Για τη γιορτή της...

Αν πρέπει να στεφανώνονται οι ήρωες, η ωραιότερη δάφνη ανήκει στη μητέρα. 
Στη μάνα. Τη δική μας μάνα.
Ζωντανή ή πεθαμένη.
Στη μάνα του ξενιτεμένου, τ΄αρρώστου και του στρατευμένου.
Στη μάνα του φυλακισμένου, τ΄αδικοσκοτωμένου και του θαλασσοπνιγμένου.

Στη μάνα των μικρών και των μεγάλων, των σοφών και των αγραμμάτων, των βοσκών και των ψαράδων.
Στην αλουργίδα των μητρικών αρετών τ΄ωραιότερο κόσμημά της είναι η αγάπη.
Αυτή που μας πλαστουργεί στην αγκαλιά της απ΄τα ορθρινά μας φτερουγίσματα μέχρι την αβασίλευτη δύση της ζωής μας.
Απ΄την κούνια και πιο μπροστά ακόμη, ως το μνήμα και πιο πέρα ακόμη.
Με την αγάπη της σμιλεύει το χαρακτήρα μας και φυτεύει στο περιβόλι της ψυχής μας την άσειστη πίστη στο Θεό και τις αξίες της ζωής.
Μας παραστέκει σ΄όλες τις δυσκολίες, στις συγκλονιστικές εσωτερικές μας συγκρούσεις, στις ηθικές μας κρίσεις και στις αμφιβολίες , στις βαθιές μας πληγές από την κακία του κόσμου.
Η αγάπη της τονώνει, παρηγορεί, εμψυχώνει, εμπνέει, καθοδηγεί κι αποτελεί μεγάλη συνισταμένη για τη ζωή.
Η αγάπη της στον αισθητό και φθαρτό αυτό κόσμο αποτελεί την εκφραστικότερη αγάπη του Θεού.
Στη ζωή υπάρχουν πολλές μορφές αγάπης.
Απέθαντη είναι η αγάπη της μάνας.
Την πίκρα του πόνου του ανθρώπου που δε γεύθηκε στη ζωή του το νέκταρ της μητρικής αγάπης μάς περιγράφει η Άννα Μπεκιάρη στο ποίημά της ''Δεν είμαι ορφανή''.
Κάποια μάνα το σπλάχνο της το πέταξε στο δρόμο.
Η μικρή μεγάλωσε χωρίς να μάθει το όνομα της μητέρας της, χωρίς να έχει κάποια φωτογραφία της, χωρίς κανείς να της την γνωρίσει, να της μιλήσει ποτέ γι΄αυτήν.
Ο πόνος της είναι διπλός από τα άλλα ορφανά.
Ας είχε πεθάνει κι η δική της μάνα.
Αρκεί να ήξερε ότι είχε μάνα που την αγαπούσε κάποτε και της χάριζε άφθονα τα θερμά της φιλιά.
Η ανάμνηση της νεκρής, αλλά στοργικής μάνας θα της ήταν μια παρηγοριά.
Γι΄αυτό κλαίει πικρά:
Δεν έχω μάνα. Θάθελα
να κλάψω για μια πεθαμένη.
Για μια που θάψανε στη γη
με τα λουλούδια σκεπασμένη
Αλλά είναι η μάνα της πεθαμένη ή ζωντανή; Και διερωτάται:
Μ΄αν ζούσε θα με άφηνε;
Δεν θάμουνα στην αγκαλιά της;
Δε θάχα την αγάπη της;
Δε θάχα τα φιλιά της;
Την τραγικότητα της θέσης του κοριτσιού αυτού, καθώς και κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στην ίδια θέση, μας ζωντανεύει η τελευταία στροφή:
Όχι! Δε ζει. Δεν πέθανε.
Μ΄ηύραν στο δρόμο...πεταμένη.
Γι΄αυτό δεν έχω μάνα ζωντανή.
Γι΄αυτό δεν έχω πεθαμένη.
 Δυστυχισμένα τα παιδιά που δεν είναι ορφανά κι όμως είναι.
Η αγάπη της αληθινής μάνας στο χαμό του παιδιού της χύνει τα πιο καυτά δάκρυα κι είναι τόσος ο σπαραγμός της που συχνά χάνει τα λογικά της, κατάσταση στην οποία την παρουσιάζει ο Σολωμός στο δραματικό απόσπασμα ''Η τρελλή μάνα''.
Σ΄ένα κοιμητήρι είναι ριζωμένα δυο κυπαρίσσια κι εκεί:
''Δυο αδέρφια δύστυχα
κοιμούνται κάτου
τον αξύπνητο
ύπνο του θανάτου''
Η μάνα νομίζει ότι τα παιδιά της δεν είναι πεθαμένα, αλλά κοιμούνται, και γι΄αυτό ρωτάει πικρά:    
''Γιατί τινάζετε
πάνω τους χώματα;
μη, μη σκεπάζετε
τα μικρά σώματα
που αποκοιμήθηκαν
γλυκά, γλυκά''.
Μια άλλη μάνα στο χαμό του παιδιού της κυριεύτηκε από βαριάς μορφής μελαγχολία και στη ζωή της δε σκεφτόταν πια τίποτε άλλο εκτός απ΄αυτό.
Επίμονα η σκέψη της φτερούγιζε στο μνήμα κι έφερνε εκεί τα βήματά της.
Κι όταν με τους χιονάδες και τα κρύα δε μπορούσε να πάει εκεί, όπου πήγαινε κάθε μέρα, θρηνωδικά έλεγε στους άλλους:                                                                                                          ''Πρέπει να πάω, Να πάω γρήγορα.  
Θα μπορέσω να πάω; Τώρα με το χιόνι 
θα κρυώνει. Ήταν χωρίς πανωφόρι,
όταν το έβαλαν στο χώμα. 
Αχ, αγόρι μου!
Κι άρχιζε πάλι εκείνο το ατέλειωτο κλάμα.
Ο Πολέμης, άλλος ποιητής μάς τονίζει μια άλλη πτυχή της αγάπης της μάνας, στον ξενιτεμένο γιο της:
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι.
Για χάρη σου ν΄ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.
Τα δάκρυά μου να γενούν διαμάντια σ΄ό,τι αγγίσεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίσεις.
Εν συνεχεία ως γνήσια Ελληνίδα εξορκίζει το παιδί της εκεί ''στα μακριά τα ξένα'' να μην απαρνηθεί τη λατρευτή πατρίδα:
''Παιδί μου, αν τη μητέρα σου πάψεις να τη θυμάσαι,
με δίχως βαρυγκόμηση συχωρεμένος νάσαι.
 Κι αν το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει ωστόσο
και πάλι πρόθυμη συχώρεσι να δώσω.
Μ΄αν την πατρίδα απαρνηθείς, που τη λατρεύουμε όλοι,
ναν΄η ζωή σου, όπου κι αν πας, αγκάθια και τριβόλια''.
Στο τραγούδι ''Η μάνα του Κίτσου'' ο δημοτικός τραγουδιστής παρουσιάζει την άμετρη αγάπη της δύστυχης μάνας που μαλώνει με το ποτάμι και εν συνεχεία ακολουθεί αλαλιασμένη τη συνοδεία που πάει να κρεμάσει το μοναχογιό της:
 ''Τον Κίτσο τον επιάσανε και παν να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ολοξοπίσω πήγαινε η δόλια του η μάνα''.
Η Ρεσφά, δεύτερη γυναίκα του βασιλιά των Εβραίων Σαούλ, όταν τα δυο της παιδιά σκοτώθηκαν από τους Γαβαωνίτες και αυτοί δεν επέτρεπαν σε κανένα να τα θάψει -- κι αυτό θεωρούνταν μεγάλη τιμωρία --  η ίδια αψηφώντας την απαγόρευση πήγε στα σφαγιασμένα παιδιά της, απ΄τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβρη, για ν΄αποδιώχνει τα πειναλέα όρνεα και τ΄αγρίμια, για να μη μολύνουν και φάνε τα παιδιά της.Ωστόσο η μάνα αξιολογώντας την αγάπη της δεν την αφήνει ποτέ να αποβαίνει σε βάρος της αγάπης του Θεού.
Έτσι βλέπουμε τη βιβλική ηρωίδα μάνα των Μακαβαίων να παρακολουθεί γενναιόψυχα το μαρτυρικό θάνατο των έξι παιδιών της από το βασιλιά της Συρίας, τον Αντίοχο τον Επιφανή, γιατί δε θέλησαν να αλλαξοπιστήσουν.
Μια άλλη ηρωίδα, η αγία Περπέτουα, κατά το διωγμό του Σεπτήμιου Σεβήρου, θέτει πάνω απ΄την αγάπη του παιδιού της την αγάπη για το Χριστό.
Κι όταν ο πατέρας της στη φυλακή, όπου βρίσκεται κλεισμένη, κρατώντας στην αγκαλιά του το μωρό της, την παρακαλεί ν΄αρνηθεί την πίστη της χάρη του παιδιού της και ξεσπά μέσα της η σφοδρότερη σύγκρουση, δεν υποχωρεί.
Κι όταν κι ο δικαστής στο δικαστήριο τη συμβουλεύει να λυπηθεί τον πολιό πατέρα της και το νήπιό της, αυτή δεν αρνείται το Χριστό. 
Ξέρει κιόλας βέβαια πως ό.τι θυσιάζει κανείς για το Θεό το παίρνει πίσω με χίλιους μύριους τρόπους, που μόνο Εκείνος ξέρει να χρησιμοποιεί.
Αυτή είναι η μάνα.
Και στη γιορτή της, με στοχασμό και με συναίσθημα ας γονατίσουμε νοερά και ας φιλήσουμε το άγιο χέρι της.
Κι ακόμη ας υψώσουμε ικετευτικά τα χέρια στη Μητέρα των μητέρων όλου του κόσμου να σπογγίζει τα δάκρυα του πόνου της και να κάνει δημιουργικές τις θυσίες της.
Ο Θεός να δώσει.
Αμήν
Κλείνουμε με ορισμένα αυτούσια παραθέματα αφιερωμένα στη μητέρα:
''Κατηραμένος υπό Κυρίου ο παροργίζων την μητέρα αυτού''. (Σοφία Σειράχ Γ΄16)
Επιθυμία ενός τυφλού παιδιού:
''Θα ήθελα να είχα γι΄άλλη μια φορά την όραση που είχα άλλοτε, μονάχα για μια στιγμούλα, για να ξαναδώ το πρόσωπο της μητέρας μου, που δεν το θυμάμαι πια''.
''Ο κακούργος που σέβεται τη μητέρα του έχει ακόμα μέσα του κάτι το τίμιο και ευγενικό.
Ο πιο ένδοξος των ανθρώπων που προσβάλλει και στενοχωρεί τη μητέρα του 
δεν είναι παρά ένα σιχαμερό πλάσμα'' 
                                                 Edmondo de Amikis
Ο Όμηρος, ο Φειδίας, ο Πλάτων, ο Σοφοκλής, ο Γκαίτε κ.α δημιούργησαν αριστουργήματα, αλλά το αριστούργημα των αριστουργημάτων λικνίζεται εις τα γόνατα της μάνας''  
                                                                                             Γιούμπερτ


                                                                                                                             Ζιώγα Κατερίνα
                                                                                                              Εκπαιδευτικός

   Το κείμενο -- αφιέρωμα είναι διασκευή του τευχιδίου ''Η μεγαλύτερη ηρωίδα'' του Κυριάκου Παπαδόπουλου, καθηγητή Θεολογίας.
Αναδημοσιεύεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου