Τα καλοκαίρια του 1953 και 1954 η ταβέρνα του Στούκα, απέναντι από την σημερινή Τράπεζα της Ελλάδος, που είχε αυλή στο πίσω μέρος έφερε λαϊκές ορχήστρες και τραγουδίστριες. Οι συντηρητικοί καταστηματάρχες με την ευρωπαϊκή μουσική παιδεία άρχισαν σιγά σιγά να προσαρμόζονται στο λαϊκό τραγούδι. Αργότερα και άλλες λαϊκές ορχήστρες που περιόδευαν στην επαρχία έπαιξαν και τραγούδησαν σε καλές
ταβέρνες της Φλώρινας. Οι ορχήστρες αυτές όμως ερχόταν μόνο τα καλοκαίρια, και επειδή δεν υπήρχε μόνιμη λαϊκή ορχήστρα στην πόλη μας, το νυχτερινό κέντρο «Πανόραμα» έγινε μπουζουξίδικο το 1959. Λίγο αργότερα και το νυχτερινό κέντρο «Μηλιές» έφερε και αυτό λαϊκή ορχήστρα. Ο πρώτοι μπουζουξήδες ήταν κάποιος Γρηγόρης, ένας άλλος που ονομαζόταν ο Βασιλάκης και ο Νίκος Βαλαβάνης. Το πρόγραμμα των νυχτερινών κέντρων είχε ευρωπαϊκούς χορούς πριν τα μεσάνυκτα και μετά άρχιζε το λαϊκό πρόγραμμα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 χόρευαν το ζεϊμπέκικο, που τον θεωρούσαν πολύ μάγκικο χορό, το χασάπικο, που ήθελε λεπτές και ωραίες κινήσεις και χασαποσέρβικο, που ήταν χορός για όλη την παρέα. Το τσιφτετέλι δεν το χόρευαν, επειδή το θεωρούσαν θηλυπρεπή χορό. Εξάλλου το τσιφτετέλι το έφεραν στην Φλώρινα οι Ντιζέζ και μόνο αυτές το χόρευαν όταν τραγουδούσαν για να είναι πιο ελκυστικές. Στα δυο αυτά νυχτερινά κέντρα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 έκανε την εμφάνισή του το «σπάσιμο» δηλαδή να σπάνουν πιάτα και ποτήρια και να αδειάζουν τα τραπέζια στην πίστα. Πάρα τις απαγορεύσεις τίποτε δεν σταματούσε τους γλεντζέδες με τα πολλά λεφτά να σπάνουν πιάτα στην πίστα, μέχρι τα χρόνια της Χούντας, που κυκλοφόρησαν τα γύψινα πιάτα. Αυτά όταν έσπαζαν δεν πετούσαν θραύσματα όπως τα άλλα με κίνδυνο να τραυματίσουν τους μουσικούς και αυτούς που χόρευαν. Τα επόμενα χρόνια το σπάσιμο πιάτων αντικαταστάθηκε από τα γαρύφαλλα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 το λαϊκό τραγούδι άρχισε να μεταδίδεται γρήγορα και στην πόλη και στα χωριά. Βασικός παράγοντας ήταν η μεγάλη μετανάστευση στην Αμερική την Αυστραλία, το Βέλγιο και την Γερμανία. Πολλές οικογένειες έστειλαν τα παιδιά τους για δουλεία στο εξωτερικό και ο πόνος της ξενιτιάς απαλυνόταν με το λαϊκό τραγούδι. Ο Στέλιος Καζαντζίδης ο πιο γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής, καθώς και άλλοι τραγουδούσαν για την ξενιτιά και τους καημούς της, και μαζί τους τραγουδούσαν όλοι στα καφενεία των χωριών και της πόλης, όπου έπαιζαν οι δίσκοι των 45 στροφών στα πρώτα πικάπ. Τότε το λαϊκό τραγούδι δεν μεταδίδονταν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ο μόνος ραδιοφωνικός σταθμός που μετέδιδε λαϊκά τραγούδια ήταν ο πειραματικός σταθμός του Πύργου της Αμαλιάδας. Στη Φλώρινα μόλις ακουγόταν το βράδυ, και όμως η ακροαματικότητά του ήταν μεγάλη.
Στην δεκαετία του 1960 πολλά λαϊκά τραγούδια έγιναν γνωστά από τις ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες. Ο ελληνικός κινηματογράφος προώθησε το λαϊκό τραγούδι και πολλές ορχήστρες αλλά και τραγουδιστές έγιναν γνωστοί στην επαρχία από τον κινηματογράφο. Εξάλλου όλοι οι επαρχιώτες πρώτα είδαν πως γλεντούν στα «μπουζούκια» στις ελληνικές ταινίες και μετά γλέντησαν και οι ίδιοι σε κάποιο κέντρο με μπουζούκια.
Μερικές ταβέρνες είχαν γραμμόφωνα και μετά πικάπ με λαϊκά τραγούδια. Μια από αυτές ήταν η ταβέρνα «Ευκλείδης» του Ευκλείδη Βελλιάνη που άνοιξε το 1957. Η ταβέρνα αυτή αργότερα απέκτησε και τζουκ-μπόξ με λαϊκά τραγούδια, και είχε γίνει πόλος έλξης για τους μαθητές και τους εργαζόμενους νεαρούς. Οι μαθητές πήγαιναν κρυφά και με τον φόβο της αποβολής από το σχολείο, τα Σαββατόβραδα. Στις γιορτές όμως και στις διακοπές μπορούσαν να κινηθούν με μεγαλύτερη ελευθερία. Στο τέλος της δεκαετία του 1960 ήταν μεγάλο κατόρθωμα για τους μαθητές να πάνε και να γλεντήσουν στον Ευκλείδη. Όποιος μαθητής δεν είχε φάει τας-κεμπάπ, δεν είχε πιει ρετσίνα και δεν είχε σπάσει το ποτήρι του στο πάτωμα ή δεν άκουσε λαϊκά τραγούδια από το τζουκ μποξ του Ευκλείδη και δεν χόρεψε χασάπικο ή ζεϊμπέκικο ή δεν κάπνισε τσιγάρο που το έκρυβε κάτω από το τραπέζι, ήταν εκτός του συρμού της εποχής. Έτσι οι μαθητές με το πενιχρό τους χαρτζιλίκι, μάζευαν λίγα χρήματα για να πάνε έστω μια φορά.
Μετά την Μεταπολίτευση όμως το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε να ακούγεται πάλι σε ταβέρνες, όπου συγκεντρωνόταν οι νέοι. Το 1984 λειτούργησε το «Καφωδείο» στην Λεωφόρο Νίκης (όπου μετά η Πιτσαρία ο «Βασίλης»), και γρήγορα έγινε το στέκι των Σπουδαστών και Φοιτητών. Στo «Καφωδείο» μπορούσε κανείς να γευτεί κρύους εκλεκτούς μεζέδες, κόκκινο κρασί και να απολαύσει την ρεμπέτικη κομπανία που έπαιζαν ασταμάτητα πάνω στο πάλκο γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια. Έκλεισε όμως την ίδια χρονιά. Το «Καφωδείο» ήταν το καλύτερο ρεμπέτικο μαγαζί, που η ποιότητά του άφησε αναμνήσεις, παρόλο που η διάρκεια ύπαρξής του ήταν ελάχιστη.
Οι μπουζουξήδες και οι τραγουδιστές
Το μπουζούκι, το πιο χαρακτηριστικό όργανο της λαϊκής μας μουσικής, που ήταν απαγορευμένο στα χρόνια της Δικτατορίας του Μεταξά και περιφρονημένο στα επόμενα χρόνια, άρχισε να γίνεται αγαπητό σε όλους μετά το 1960. Οι πρώτοι ξένοι μπουζουξήδες έμαθαν μερικού νέους να παίζουν μπουζούκι. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημήτρης Δότης, που τότε ήταν έφηβος και εργαζόταν ως σερβιτόρος στο «Πανόραμα». Μετά έφυγε στην Αθήνα και αργότερα στην Αμερική, όπου ζει μόνιμα. Ο Δημήτρης ή Τάκης Δότης, από την γειτονιά Τσεκούρι είναι ο πρώτος Φλωρινιώτης επαγγελματίας μπουζουξής.
Πολλοί νέοι στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ήθελαν να μάθουν μπουζούκι, αλλά δεν υπήρχε Δάσκαλος. Το πρόβλημα το έλυσε ο δραστήριος Μουσικός Σταύρος Μιχαηλίδης και πιο γνωστός ως Τάβης, που είχε Σχολή Μουσικής, όλων σχεδόν των εγχόρδων μουσικών οργάνων και στεγαζόταν σε μια αίθουσα του συλλόγου «Αριστοτέλης». Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Τάβης άρχισε να διδάσκει μπουζούκι στους πρώτους μαθητές του μέσα στους χώρους του «Αριστοτέλη», που ο σύλλογος αυτός ήταν αυστηρά προσανατολισμένος στην ευρωπαϊκή μουσική παιδεία. Μόλις ο Τάβης τελείωνε με το ακορντεόν και την κιθάρα άρχιζε το μάθημα του μπουζουκιού και οι πενιές μπερδευόταν καμιά φορά με τις μελωδίες της χορωδίας του συλλόγου, που έκανε πρόβα στον πάνω όροφο. Από τους πρώτους μαθητές του ήταν ο Δημήτρης ο Κοκαρόπουλος, πιο γνωστός ως Μητσάρας, που έδενε το μπουζούκι στην σχάρα του ποδηλάτου του και ξεκινούσε από το Αμμοχώρι για να παρακολουθήσει μαθήματα μπουζουκιού στον Τάβη. Ο Μητσάρας έγινε επαγγελματίας μπουζουξής τα επόμενα χρόνια. Πολλοί νέοι έμαθαν να παίζουν μπουζούκι στην σχολή του Τάβη. Οι περισσότεροι μάθαιναν για να παίζουν ερασιτεχνικά. Μερικοί όμως έγιναν επαγγελματίες.
Την περίοδο αυτή το μπουζούκι απέκτησε φίλους, όπως τον Ράσο, που ήταν μουσουλμάνος, και έγινε χριστιανός και πήρε το όνομα Δημητράκης. Από το 1964 περίπου ο Ράσος, εκείνος ο εξευγενισμένος μάγκας, που έμενε στην ίδια αυλή με τον ζωγράφο τον Στερίκα τον Κούλη, κυκλοφορούσε στους παραποτάμιους δρόμους και στην αγορά, νύχτα και μέρα, με το μπουζούκι του στο χέρι. Ο Ράσος δεν ήξερε να παίζει μπουζούκι, αλλά το «παίδευε» όπως έλεγε ο ίδιος και προσπαθούσε να το μάθει. Πόσο όμως του πήγαινε το μπουζούκι με την εμφάνισή του, το είχε καταλάβει και ο ίδιος, και γι αυτό δεν το άφηνε από το χέρι του. Ο Ράσος ήταν ψηλός, λεπτός, με ίσια μαύρα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, με λεπτό μουστάκι τύπου «έρολφλιντ» και λοξή φαβορίτα. Φορούσε πάντα σακάκι με σιδερωμένο παντελόνι και παντοφλέ μαύρα παπούτσια με κάπως υψηλά τακούνια. Ο Δημητράκης ή Ράσος είχε μέσα του μια μοναδική ευγένεια, ακόμη και οι μάγκικες κινήσεις του έδειχναν άνθρωπο γεννημένο με λεπτότητα. Τα βράδια έπαιζε καμιά πενιά στο εστιατόριο του Μαρσέλου που ήταν στην πλατεία, έτσι για να τον ακούνε όσοι έκαναν την βραδινή τους βόλτα. Πιο αργά πήγαινε από ταβέρνα σε ταβέρνα και από παρέα σε παρέα και έπαιζε καμιά πενιά, που την άφηνε στην μέση για να τραγουδήσει και πριν τελειώσει το τραγούδι, η επόμενη κίνηση ήταν να προβάλει μπροστά το μπουζούκι σαν κουμπαρά, όπου έριχναν λίγα κέρματα «για να ζήσει και ο Δημητράκης». Ο Ράσος κατέχει και μια πρωτιά στη Φλώρινα: ήταν ο πρώτος που έψαλε τα κάλαντα στα μαγαζιά παίζοντας μπουζούκι.
Στην δεκαετία του 1960 εμφανίστηκαν και οι πρώτοι Φλωρινιώτες τραγουδιστές λαϊκών τραγουδιών. Άλλοι τραγουδούσαν ερασιτεχνικά για το κέφι τους και μερικοί συνέχισαν να τραγουδούν ανοίγοντας έτσι την επαγγελματική τους καριέρα. Ο πρώτος που τραγούδησε λαϊκά τραγούδια, στο πάλκο του εξοχικού κέντρου «Μηλιές», ήταν ο Φίλιππος Γίτσης, ο οποίος μόλις είχε απολυθεί από το ναυτικό το 1965 περίπου. Ο Φίλιππας όμως στη συνέχεια ασχολήθηκε με όλα τα είδη του ελληνικού τραγουδιού και συγκρότησε δική του τοπική ορχήστρα. Την ίδια περίοδο, μαζί με τον Φίλιππα, τραγουδούσε στις «Μηλιές» και ο Γιάννης Αποστολίδης, ο οποίος τότε ήταν έφηβος. Ο Γιάννης έφυγε στην Αθήνα, όπου έκανε λαμπρή καριέρα στο λαϊκό τραγούδι και έγινε γνωστός σε όλη την Ελλάδα με το όνομα Γιάννης Φλωρινιώτης. Τον Γιάννη ακολούθησε και ο αδελφός του Αντώνης Αποστολίδης, ο οποίος είναι λαϊκός τραγουδιστής γνωστός με το όνομα Λορέντζος. Την ίδια περίοδο στις «Μηλιές» τραγουδούσε λαϊκά τραγούδια και κάποιος Αποστόλης, που έμενε στο Κάτω Τσιφλίκι. Αργότερα το 1972 περίπου, ένας άλλος λαϊκός τραγουδιστής και αργότερα συνθέτης έκανε την εμφάνισή του στο κέντρο «Black Red». Ήταν ο Μιχάλης Μυλωνάς, που τότε ήταν έφηβος και άρχιζε την καριέρα του στην λαϊκή μουσική και το τραγούδι.
Επίλογος
Αυτή ήταν η πορεία του ρεμπέτικου τραγουδιού στην Φλώρινα, που εμφανίστηκε στα χρόνια της Δικτατορίας του Μεταξά, τότε που η λογοκρισία σε όλη την Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό το είχε περιορίσει με αποτέλεσμα οι πολλές παραλλαγές του να δημιουργήσουν το λαϊκό τραγούδι. Αλλά και αυτό δεν ενισχύθηκε. Το λαϊκό τραγούδι στη Φλώρινα, μόνο του κατάφερε να επικρατήσει στα χρόνια της μεγάλης μετανάστευσης και στην χρυσή περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου. Το στρατιωτικό καθεστώς του Γεωργίου Παπαδοπούλου, παρά την λογοκρισία, προώθησε το λαϊκό τραγούδι. Μετά το 1974 ακουγόταν όλα τα παλιά ρεμπέτικα, απαγορευμένα και μη, καθώς και όλα τα λαϊκά τραγούδια.
Δημήτρης Μεκάσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου