Χάρης Κοντοσφύρης _ Αλέξανδρος Μιστριώτης
Κεντρικό μοτίβο της Έκθεσης είναι οι «ακραίοι» τόποι όπου ο
Χώρος αλλάζει και ο άνθρωπος καλείται να σταματήσει την πορεία του ή να την
συνεχίσει με άλλον τρόπο. Οι κορυφές των βουνών, οι ακτές, ο ορίζοντας
κ.α.,
τόποι όπου συναντάμε τα άλλα πράγματα και η απουσία μετατρέπεται σε
παρουσία ή το ανάποδο. Τόποι που αποτελούν τόσο κυριολεξίες όσο και μεταφορές,
που ισορροπούν ανάμεσα στο προσωπικό και το «κοινό». Ανάμεσα ή μάλλον
ταυτόχρονα και τέλος και αρχή χωρίς
κενό, βασανιστικά, χωρίς διαδοχή, ξανά και ξανά. Ζώα, Φυτά και Άνθρωποι, Βουνά,
Θάλασσες και Ουρανοί, όλα γεμάτα μ’ ένα
προαίσθημα αντίφασης αληθινής. Που διασώζει τα πράγματα.
Η συγκυρία είναι δεινή και δε μπορεί να μην
αγγίζει την τέχνη. Εντούτοις υπάρχει μια μεγάλη παράδοση στις τέχνες να μιλάν
με υπαινιγμούς και να ενδίδουν με τους όρους τους στα εκβιαστικά ζητήματα της
ζωής και της Ιστορίας. Αυτό, μεταξύ άλλων, το υπαγορεύει η ανάγκη να μείνουν τα
πράγματα ανοικτά, να παραμείνουν τα ανείπωτα στο τραπέζι. Η Τέχνη καλεί συχνά
την αλλαγή των όρων της συζήτησης πέρα από τους εκβιασμούς της καθημερινότητας.
Έτσι συμβάλλει στη δυνατότητα του ανθρώπου να υπάρξει.
Τα έμψυχα τσιμεντένια γλυπτά του Χάρη
Κοντοσφύρη αναδιπλώνουν μέσα τους τη μορφή τους, μοιάζουν σαν να τα λιώνει ένας
άφαντος Ήλιος, ένας πηκτός Ήλιος,
νοητός, ανίκητος, τέτοιος που ακόμα και το σκοτάδι αυτόν ομολογεί.
Οι
βιντεοπροβολές και οι χάρτινες χειρονομίες του Αλέξανδρου Μιστριώτη κι αυτές
προσπαθούν πάντα να θυμούνται πως το μόνο που είναι ορατό είναι το φως. Οι
ιστορίες που λέμε είναι τα σκηνικά που ιδρύουμε για να δούμε το φως, το υλικό
αυτό που όσο περισσότερο φωτίζεται τόσο εξαφανίζεται.
Ένα άλλο σημείο που ενώνει τη δουλειά των δύο
καλλιτεχνών και πρέπει να αναφέρουμε είναι η σχέση τους με την αφήγηση. Και οι
δύο θεωρούν πως όλα αποτελούν αφηγήματα και αγκαλιάζουν αυτήν την
λειτουργία ενώ παράλληλα παλεύουν να κρατήσουν τα πράγματα, τα γεγονότα, τα
υλικά, αυτόνομα και πραγματικά.
Τα τοπία αυτά φιλοξενούν μια μνήμη άγνωστης
προέλευσης, σαν την νοσταλγία πραγμάτων που δεν ζήσαμε αλλά μοιάζει να είμαστε
βέβαιοι πως τα γνωρίζουμε. Μνήμη από σμήνη τροπικών πουλιών που πέρασαν μέσα
από αυτό το σκοτάδι. Κι από ταξιδιώτες, κυνηγούς που κυνηγούν πράγματα άγνωστα,
μαζί με τα σκυλιά τους. Μόνη τους συντροφιά το μαύρο χώμα και τα ζώα τους,
σκυλιά ανήσυχα, κάτω από το φως, σκιές, καθρέφτες. Το μόνο σταθερό είναι το φως
που δεν ξέρουμε αν φουντώνει ή αν σβήνει αφού κάνει και τα δυο ταυτόχρονα. Το
φως που δεν ξέρουμε αν έρχεται ή αν φεύγει αφού κάποιες φορές το σκοτάδι που
αφήνει πίσω του μας φωτίζει ακόμα περισσότερο.
ΓΚΑΛΕΡΙ ΛΟΛΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ |
Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη
Εγκαίνια: Πέμπτη 26 Απριλίου 2012, 19.00 – 23.00
Διάρκεια έκθεσης έως 19 Μαΐου 2012
Ώρες λειτουργίας: Τρ., Πε., Πα.: 12.00
– 20.00 / Τε., Σα.: 12.00 -15.00
ωρε για ποιά μακρινή αιτία.. φωτός λέει τούτος, που βλέπουμε αστράκια , που μας πετάξαν τα μάτια ώξω τα διάφορα φερμάνια και οι λυπητερές;αξεστο;
ΑπάντησηΔιαγραφή