Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Η ανάσταση του Λαζάρου


Σάβ Λαζάρου, Ιω 11,1-45
Επειδή το ευαγγελικό ανάγνωσμα που αναφέρεται στην ανάσταση του Λαζάρου, είναι μεγάλο, θα δοθεί μόνο η περιγραφή του γεγονότος με ελάχιστες επεξηγήσεις και αναγκαίους σχολιασμούς.
Από τη Βηθανία, το χωριό της Μαρίας και της αδερφής της Μάρθας,
καταγόταν κάποιος που εκείνες τις ημέρες ήταν άρρωστος, Λάζαρος στο όνομα. Η Μαρία ήταν εκείνη που είχε αλείψει τον Κύριο στο κεφάλι και στα πόδια με μύρο και σκούπισε  τα πόδια του με τα μαλλιά της. Αυτής ο αδερφός , ο Λάζαρος, ήταν άρρωστος (1-2). Οι δύο αδερφές έστειλαν στον Κύριο την εξής είδηση·
   -Κύριε, μάθε ότι αυτός που αγαπάς είναι άρρωστος (3). Όταν άκουσε ο Ιησούς είπε·
   -Αυτή η αρρώστια δεν είναι για να φέρει το θάνατο, αλλ’ είναι για τη δόξα του Θεού(4).
Ας σημειωθεί ότι ο Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδερφή της  και το Λάζαρο. Κι όταν άκουσε ότι ήταν άρρωστος, τότε παρέμεινε στον τόπο όπου βρισκόταν δύο μέρες (5-6). Έπειτα, αφού πέρασαν οι δύο μέρες, λέει στους μαθητάς του·
   -Πάμε πάλι στην Ιουδαία (7). Του λένε οι μαθηταί·
   -Διδάσκαλε, τώρα ζητούσαν εκεί να σε λιθοβολήσουν οι Ιουδαίοι και συ πηγαίνεις πάλι εκεί; (8). Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς·
   - Δώδεκα δεν είναι οι ώρες της ημέρας; Αν κανείς περπατάει την ημέρα, δεν σκοντάφτει, διότι βλέπει με το φως του ήλιου. Αν όμως περπατάει τη νύχτα σκοντάφτει,  διότι δεν υπάρχει φως για να τον φωτίζει (9-10).
Εννοεί ο κύριος ότι ο χρόνος της επίγειας ζωής του είναι καθορισμένος και δεν έχει εκπνεύσει ακόμη, κι ότι, κι αν θελήσουν να του κάνουν οποιοδήποτε κακό, δεν θα μπορέσουν να του αφαιρέσουν τη ζωή. Αυτά είπε και στη συνέχεια τους λέει·  
   -Ο φίλος μας ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί, και πηγαίνω να τον ξυπνήσω (11). Του λένε οι μαθηταί του·
   -Αν κοιμήθηκε, ο ύπνος θα τον βοηθήσει να γίνει καλά (12). Ο Ιησούς όμως ως ύπνο εννοούσε το θάνατό του, ενώ εκείνοι νόμιζαν ότι εννοεί το φυσικό ύπνο (13).Τότε τους είπε ο Ιησούς ξεκάθαρα·
   -Ο Λάζαρος πέθανε. Και χαίρομαι για σας που δεν ήμουν εκεί, για να ενισχυθεί η πίστη σας. (Αν ήταν εκεί, θα τον θεράπευε από την αρρώστια, κάνοντας ένα συνηθισμένο σημείο· τώρα όμως εννοούσε ότι θα τον αναστήσει από τον τάφο και μάλιστα τετραήμερο.  Το σημείο θα είναι μεγαλύτερο, οπότε θα ενισχυθεί η πίστη τους πιο πολύ). Αλλ’ ας πάμε στο Λάζαρο (14-15). Είπε (μελαγχολικά) ο Θωμάς, ο λεγόμενος Δίδυμος, στους συμμαθητάς του·
   -Ας πάμε κι εμείς, για να πεθάνουμε μαζί του (16), (όντας σίγουρος ότι θα τον πιάσουν και θα τον θανατώσουν, και θα κινδυνεύσουν και αυτοί).
Όταν (μετά από δύο μέρες οδοιπορία) ήρθε ο Ιησούς (στη Βηθανία) βρήκε το Λάζαρο να είναι ήδη στον τάφο τέσσερες μέρες (17).
Η Βηθανία ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, περίπου τρία χιλιόμετρα (= 15 στάδια),και πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν έρθει (και από εκεί) προς τις αδερφές Μαρία και Μάρθα και τις στενές συμπαραστάτριές τους, να τις παρηγορήσουν για το θάνατο του αδερφού τους (18-19).
Όταν άκουσε η Μάρθα ότι ο Ιησούς έρχεται, (βγήκε έξω από το χωριό) και τον υποδέχτηκε, ενώ η Μαρία (δεν το έμαθε και) καθόταν στο σπίτι (20). Λέει λοιπόν η Μάρθα στον Ιησού·
   -Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδερφός μου δεν θα είχε πεθάνει, (διότι θα τον γιάτρευες εγκαίρως)· αλλά και τώρα ξέρω ότι όσα κι αν ζητήσεις από το Θεό, θα σου τα δώσει ο Θεός (21-22). Της λέει ο Ιησούς·
   -Θ’ αναστηθεί ο αδερφός σου (23). Του λέει η Μάρθα·
   -Γνωρίζω ότι θ’ αναστηθεί κατά την κοινή ανάσταση κατά την έσχατη ημέρα (24). Της λέει ο Ιησούς·
   -Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. (Σα να της λέει· Τώρα θ’ αναστηθεί). Αυτός που πιστεύει σ’ εμένα, κι αν πεθάνει, θα ζήσει. Και ο καθένας που ζει και πιστεύει σ’ εμένα, δεν θα πεθάνει ποτέ, θα ζει αιωνίως. Το πιστεύεις αυτό; (25-26). Του λέει η Μάρθα·
   -Ναι, Κύριε, έχω πιστέψει ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Γιός του Θεού που επρόκειτο να έρθει στον κόσμο (27), (και ήρθε). Και αφού είπε αυτά έφυγε και πήγε και φώναξε την αδερφή της λέγοντάς της·
   - Ο Διδάσκαλος είναι εδώ και σε καλεί (28).
Εκείνη μόλις άκουσε, σηκώνεται αμέσως και έρχεται στον Ιησού (29).
Ο Ιησούς δεν είχε μπει ακόμη στην πόλη, αλλ’ ήταν απ’ έξω, στον τόπο όπου τον προϋπάντησε η Μάρθα (30).
Οι Ιουδαίοι που ήταν μαζί της στο σπίτι και την παρηγορούσαν, σαν είδαν τη Μαρία ότι σηκώθηκε  αμέσως και βγήκε έξω, την ακολούθησαν, λέγοντάς ότι προφανώς πηγαίνει στον τάφο, για να κλάψει εκεί (31).
Η Μαρία λοιπόν, όταν ήρθε όπου ήταν ο Ιησούς, μόλις τον είδε έπεσε στα πόδια του λέγοντάς του·
   -Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου (32).
Ο Ιησούς, όταν την είδε να κλαίει και τους Ιουδαίους που την ακολούθησαν και ήρθαν μαζί της, να κλαίνε και αυτοί, επιβλήθηκε στο πνεύμα του και συντάραξε τον εαυτό του (33), (για να αυτοσυγκρατηθεί και να μη κλάψει). Και είπε·
   -Πού τον βάλατε; (34). Του λένε·
   -Κύριε, έλα και δες. Και δάκρυσε ο Ιησούς (35).
Οι Ιουδαίοι, σαν τον είδαν να δακρύζει, έλεγαν· Κύττα πόσο τον αγαπούσε (36).
Κάποιοι άλλοι απ’ αυτούς είπαν (κακοπροαίρετα)· Δεν μπορούσε αυτός που άνοιξε τά μάτια του τυφλού να κάνει κάτι, ώστε να μην πεθάνει και αυτός; (37).
Ο Ιησούς λοιπόν προσπαθώντας να επιβληθεί στον εαυτό του, έρχεται στον τάφο. ΄Ηταν ένα σπήλαιο σε βράχο κι ένα λιθάρι πλατύ ριγμένο στο άνοιγμα της εισόδου (38). Λέει ο Ιησούς·
   -Πάρτε το λιθάρι. Του λέει η Μάρθα, η αδερφή του πεθαμένου·
   -Κύριε, ήδη άρχισε να μυρίζει. Διότι έχει τέσσερις μέρες τώρα στον τάφο (39). Της λέει ο Ιησούς·
   -Δεν σου είπα ότι, αν πιστεύεις, θα δεις τη δόξα του Θεού; (40).
   -Πήραν λοιπόν το λιθάρι από όπου ήταν ο πεθαμένος, ο δε Ιησούς σήκωσε τα μάτια του προς τα πάνω και είπε·
   -Πατέρα σ’ ευχαριστώ διότι με άκουσες· εγώ ήξερα ότι με ακούς πάντοτε, αλλά το είπα για το λαό που είναι παρών εδώ, για να πιστέψουν χωρίς καμμιά αμφιβολία ότι συ με έστειλες στον κόσμο. Και αφού είπε αυτά, φώναξε δυνατά·
   -Λάζαρε, έλα έξω (41-43). Και βγήκε ο πεθαμένος, παρ’ όλο ότι ήταν δεμένος στα πόδια και στα χέρια με ταινίες υφασμάτινες, και το πρόσωπό του είχε δεθεί με την ειδική για νεκρούς μαντήλα. Λέει ο Ιησούς·
   -Λύστε τον και αφήστε τον ελεύθερο να περπατήσει μόνος του (44).
   -Πολλοί από τους Ιουδαίους, που είχαν έρθει με τη Μάρθα και τη Μαρία και είδαν αυτά που έκανε ο Ιησούς, πίστεψαν σ’ αυτόν (45).
Μπροστά σ’ αυτό το σημείο του Ιησού Χριστού δεν μένει απαθής κανένας. Οι πάντες, και οι πιο αντιρρησίες, αναγνωρίζουν τη θεότητά του, άσχετα αν δεν την πιστεύουν. Την πιστεύουν όμως οι καλοπροαίρετοι και κλίνουν τα γόνατα μπροστά  στο θείο μεγαλείο του.
Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, αρχιμανδρίτης

2 σχόλια: