Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Κάποτε τα ρούχα που φορούσαν οι κάτοικοι της Φλώρινας και της ευρύτερης
περιοχής της, δεν χρειαζόταν σιδέρωμα. Τα ρούχα τους ήταν από μαλλί προβάτων.
Δικό τους μαλλί, από τα πολλά κοπάδια προβάτων, που υπήρχαν στον κάμπο και στα
βουνά της Φλώρινας. Η επεξεργασία του μαλλιού γινόταν από τις γυναίκες και στην
συνέχεια το ύφαιναν στους αργαλειούς. Το μαλλί το έκαμναν ύφασμα, το γνωστό
σαγιάκι, κατάλληλο
για χειμωνιάτικα ρούχα.
Στα χωριά οι γυναίκες έραβαν τα ρούχα για όλη την οικογένεια, ενώ στην
πόλη τα ρούχα τα έραβαν οι ράφτες. Οι κάτοικοι της πόλης αγόραζαν το σαγιάκι,
από τα καταστήματα μαλλίνων, που τότε τα έλεγαν αμπατζήδικα. Το σαγιάκι της
πόλης, σε αντίθεση με αυτό των χωριών, ήταν λεπτό και μαλακό ύφασμα φτιαγμένο
με πολύ μεράκι, από τους αμπατζήδες. Αυτά τα μάλλινα ρούχα, όταν τα έπλεναν,
φρόντιζαν να τα στεγνώνουν με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην τσαλακώνονται. Τα
καλοκαιρινά τους ρούχα ήταν από βαμβάκι, που το αγόραζαν από τα καταστήματα βαμβακιού, και το ύφαιναν
στους αργαλειούς. Υπήρχαν και μερικά υφάσματα, οι αλατζάδες, που τα έφερναν από
την Ανατολή, και με αυτά έφτιαχναν ρούχα καλοκαιρινά οι γυναίκες της πόλης. Τα
καλοκαιρινά ρούχα μετά την πλύση τα στέγνωναν έτσι που να μη τσαλακώνονται. Το
δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν τα ευρωπαϊκά υφάσματα και
τα κουστούμια. Οι πλανόδιοι φραγκοράφτες έραβαν κουστούμια, για τους λιγοστούς
στην αρχή, μοντέρνους άνδρες της πόλης μας. Τα κουστούμια όμως έπρεπε να
σιδερώνονται και ειδικά τα παντελόνια να έχουν τσάκες, κάτι που απαιτούσε
σίδερο σιδερώματος.
Οι προφορικές μαρτυρίες σχετικά με τα σίδερα σιδερώματος φτάνουν μέχρι,
το 1900 περίπου. Τότε το σίδερο ήταν ένα μονοκόμματο βαρύ σίδερο, που είχε το
ίδιο σχήμα με το σημερινό σίδερο. Το τοποθετούσαν στην πυροστιά, που ήταν ένας
μεταλλικός τριγωνικός τρίποδας, και από κάτω ήταν τα αναμμένα κάρβουνα. Το
σίδερο ζεσταινόταν και όπως ήταν ζεστό σιδέρωναν τα ρούχα. Το σίδερο αυτό ήταν
πολύ βαρύ και δύσκολο στην χρήση. Αυτά τα πρώτα σίδερα ήταν λιγοστά, και
υπήρχαν μόνο στην πόλη, που τα χρησιμοποιούσαν οι αμπατζήδες, οι ράφτες και οι
μοδίστρες και αργότερα λίγες νοικοκυρές. Ήταν δύσχρηστα, επειδή ήταν πολύ
βαριά, και κούραζαν το χέρι, αυτού που σιδέρωνε.
Λίγο αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και τα σίδερα με κάρβουνα. Αυτά
έμοιαζαν με μυτερά κουτιά, όπου μέσα τοποθετούσαν αναμμένα κάρβουνα. Τα
κάρβουνα τα έπαιρναν από το τζάκι ή την σόμπα. Το καλοκαίρι όμως φρόντιζαν να
ανάβουν την φουφού ή το μαγκάλι, από όπου γέμιζαν το σίδερο με αναμμένα
κάρβουνα. Μια νοικοκυρά, που ήθελε να σιδερώσει, πρώτα ετοίμαζε τα κάρβουνα. Τα
σίδερα με κάρβουνο, που τα έλεγαν και «σίδερα χειρός» ήταν ελαφριά και
εύχρηστα. Η νοικοκυρά έπρεπε όμως να προσέχει τις στάχτες, που έβγαιναν από τις
τρύπες και να μην κάνει απότομες κινήσεις, όταν σιδέρωνε λευκά πουκάμισα.
Πολλές φορές, μετά από πολύωρο σιδέρωμα, τα κάρβουνα έσβηναν μέσα στο σίδερο.
Οι νοικοκυρές κουνούσαν το σίδερο, σαν κούνια και τα ασπρισμένα κάρβουνα
κοκκίνιζαν και άρχιζαν πάλι το σιδέρωμα.
Τα πρώτα σίδερα σιδερώματος πέρασαν και στους πρακτικούς τρόπους
θεραπείας. Σιδέρωναν με ζεστό σίδερο τα μέρη τους σώματος που πονούσαν, εξ
αιτίας μιας ψύξης ή ενός κρυολογήματος. Η θεραπεία με το σίδερο όμως
εγκαταλείφτηκε νωρίς, καθώς οι ζεστές κεραμίδες έκαμναν καλύτερη δουλειά.
Στην εποχή του Μεσοπολέμου, που στην πόλη μας επικράτησαν τα αστικά
ρούχα και η ευρωπαϊκή μόδα, τα σίδερα σιδερώματος υπήρχαν σε όλα τα σπίτια. Τα
σίδερα αυτά ήταν εισαγόμενα και πουλιόταν στα καταστήματα κιγκαλερίας, τα
υαλοπωλεία, ακόμη και σε μερικά μπακάλικα.
Μετά τον πόλεμο εμφανίστηκαν και τα ηλεκτρικά σίδερα. Μεγάλη καινοτομία
για τους επαγγελματίες και τις νοικοκυρές. Ήταν τότε που όλοι φορούσαν ρούχα που
έπρεπε να σιδερώνονται, αλλά και τότε που η Ηλεκτρική Εταιρία του Κοεμτζόπουλου
έδινε αρκετό ρεύμα για να λειτουργούν τα σίδερα σιδερώματος. Ράφτες, μοδίστρες
και νοικοκυρές άρχιζαν το σιδέρωμα, τις ώρες που η πόλη είχε ρεύμα για τον
ηλεκτροφωτισμό. Οι νοικοκυρές περίμεναν με το ρολόι «να έρθει το ρεύμα» για να
αρχίσουν το σιδέρωμα. Το 1950 και μετά, το καλύτερο δώρο για τους νεόνυμφους
ήταν ένα ηλεκτρικό σίδερο. Το ηλεκτρικό σίδερο ήταν η χαρά της νεόνυμφης
νοικοκυράς. Ήταν η πρώτη συσκευή στην υπηρεσία της νοικοκυράς, που εγκαινίαζε
μια νέα εποχή, την εποχή του ηλεκτρικού ρεύματος, που έφερε τόσες ανέσεις και
ευκολίες στα νοικοκυριά. Τότε κυκλοφόρησαν και οι σιδερώστρες, που μαζί με το
ηλεκτρικό σίδερο ήταν είδη πολυτελείας. Οι περισσότερες νοικοκυρές όμως
προτιμούσαν να στρώνουν μια παλιά κουβέρτα και ένα σεντόνι πάνω στο τραπέζι της
κουζίνας, αποφεύγοντας να αγοράσουν σιδερώστρα, για λόγους οικονομίας.
Το ηλεκτρικό σίδερο, με την πάροδο του χρόνου, έγινε προσιτό σε όλους.
Εξελίχτηκε και προστέθηκαν διάφορα ρυθμιστικά κουμπιά και τελευταία ο ατμός. Το
σίδερο ατμού είναι πιο εύχρηστο και το κόστος του χαμηλό. Όσο για τα παλιά
σίδερα με κάρβουνα, τα βρίσκει κανείς στα Λαογραφικά Μουσεία της πόλης μας,
αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές. Σκουριασμένα στέκουν στα ράφια και στις
προθήκες για να θυμίζουν άλλες εποχές.
Δημήτρης Μεκάσης
Δε σας γνωριζω κ.Μεκαση,γεια στο κουραγιο σας,συνεχιστε,ασχετα αν πολλες φορες διαφωνω με τα γραφομενα σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι μου θυμίζει !!! Τι μου θυμίζει !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εγώ συδέρωνα με αυτό το σίδερο κ. Μεκάση ! Σ' ευχαριστώ που επανέφερες στη μνήμη μου ... άλλες εποχές... Κ. Μεκάση εμείς τ' είχαμε και στα χωρία μας στην Ήπειρο δηλαδή.....
Αγαπητέ Δημήτρη, αφού σε συγχαρώ για μια ακόμη φορά για τα γραφόμενά σου, θα μου επιτρέψεις μια αναφορά στην Ηλεκτρική Εταιρία του Κοεμτζόπουλου. Ήμουν αρκετά μικρός αλλά είχα επισκεφτεί πολλές φορές την Εταιρία αυτή, γιατί ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος του Ο.Σ.Ε. και ο Κοεμτζόπουλος ήταν λίγο πιο πέρα από τον Σ. Σταθμό. Νομίζω ότι ο Κοεμτζόπουλος είχε εργοστάσιο παραγωγής πάγου. Επίσης, θυμάμαι ότι στην αλλαγή του χρόνου που σβήνουμε τα φώτα για να υποδεχθούμε το νέο χρόνο, η διακοπή ρεύματος γίνονταν από τον ίδιο τον κ. Κοεμτζόπουλο ταυτόχρονα για ολόκληρη την πόλη. Η παροχή ρεύματος από τον κ. Κοεμτζόπουλο σταμάτησε με την ίδρυση της Δ.Ε.Η.
ΑπάντησηΔιαγραφή