Σάββατο Δ΄ εβδομάδος, Λκ 6,1-10
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Κύριος και οι μαθηταί του περνούσαν
ολόκληρη ημέρα, χωρίς να βάλουν ούτε μπουκιά στο στόμα τους. Τέτοια ήταν και
αυτή για την οποία μας μιλάει το ευαγγελικό ανάγνωσμά μας.
Ήταν σάββατο και ο Κύριος με τους μαθητάς του και άλλους πολλούς
περπατούσε από τον αγροτικό χωματόδρομο
ανάμεσα από τα σπαρμένα χωράφια, προφανώς για να συντομεύσει τη διαδρομή, να
«κόψει» δρόμο, όπως λέμε. Και οι μαθηταί προπορεύονταν, και παράλληλα έκοβαν
κανένα στάχυ, το έτριβαν στις παλάμες τους, το φυσούσαν για να φύγουν τα άχυρα,
και το έτρωγαν, για να «σπάσουν» την πείνα τους (1).
Οι παλιότεροι, όσοι καταγόμαστε από αγροτικές οικογένειες , έχουμε δει
τη διαδικασία αυτή και την έχουμε εφαρμόσει κιόλας. Ήταν κάτι συνηθισμένο και
στα παλιότερα χρόνια.
Κάποιοι κακόβουλοι φαρισαίοι όμως που ακολουθούσαν το Χριστό για να
βρουν αφορμή σκανδαλισμού από το τίποτε, του έλεγαν·
-Κύττα τί κάνουν οι μαθηταί σου ημέρα σάββατο, ενώ, όπως ξέρεις, δεν
επιτρέπεται (2).
Ο Νόμος βέβαια σε οποιαδήποτε άλλη ημέρα, εκτός από το σάββατο,
επέτρεπε να μαζέψει κανείς στάχυα από θερισμένο χωράφι, όπως παλιά η Ρουθ, όχι
όμως από αθέριστο. Οι μαθηταί στην περίπτωσή μας έτρωγαν, δεν μάζευαν στάχυα. Η
«παράβασή» τους ήταν ότι έτριβαν στη χούφτα τους στάχυα ημέρα σάββατο,
κατέλυαν, κατά αυτούς την αργία του σαββάτου.
Παρενθετικά λέγεται εδώ ότι αυτή η εξοργιστική τυπικότητα της τηρήσεως
της αργίας του σαββάτου ενοχλούσε τον Ιησού, γι’ αυτό και τελικά την κατήργησε
και καθιέρωσε την αργία της ημέρας της αναστάσεώς του, η οποία πήρε το όνομα
κυριακή, από το Κύριος.
Ο Χριστός τους απάντησε ήρεμα με επιχειρήματα.
-Καλά δεν διαβάσατε τί έκανε ο Δαυΐδ, όταν βρέθηκε σε ανάγκη και
πείνασε αυτός και οι άντρες του; Δεν ξέρετε ότι μπήκε στον οίκο του Θεού επί
αρχιερέως Αβιάθαρ και έφαγε τους άρτους της προθέσεως, αυτούς που δεν
επιτρέπεται να τους φάει κανένας παρά μόνο οι ιερείς, και έδωσε και στα
παλληκάρια του; Και πρόσθεσε· Το σάββατο είναι για τον άνθρωπο, κι όχι βέβαια ο
άνθρωπος για το σάββατο. Ώστε ο υιός του ανθρώπου είναι κύριος και του
σαββάτου, αφού είναι κύριος και του ανθρώπου, που είναι ανώτερος από το σάββατο
(3-5).
Ας φέρουμε στη μνήμη μας σύντομα την υπόθεση με τους άρτους της
προθέσεως και το Δαυΐδ. Ο Δαυΐδ και τα 400 παλληκάρια του καταδιώκονταν από το
Σαούλ. Ο Σαούλ από ζήλεια τον είχε επικηρύξει και ζητούσε το θάνατό του. Ο
Δαυΐδ απέφευγε να συγκρουστεί με τα στρατεύματα του Σαούλ, διότι ο Σαούλ ήταν
χρισμένος από το Θεό, και υποχωρούσε και κρυβόταν. Κάποτε τέλειωσαν τ’ αποθέματα
των τροφών του και ζήτησε τροφές από τον αρχιερέα Αβιμέλεχ. Εκείνος του
απάντησε· Δεν έχω, παρά μόνο τους άρτους της προθέσεως. Αυτούς, όμως, σύμφωνα
με την τάξη, τους έτρωγαν οι ιερείς. Ο Δαυΐδ πάνω στην ανάγκη πήρε τους άρτους
της προθέσεως και τους έφαγε με τα
παλληκάρια του.
Αυτό που έκανε ο Δαυΐδ ήταν μια χοντρή και αξιόποινη παράβαση του Νόμου
(Λε 24,9), κι όμως οι Ιουδαίοι δεν το καταλόγισαν ως παράβαση σε βάρος του,
διότι ο δίκαιος αυτός άντρας βρέθηκε σε ανάγκη και διότι τον είχαν πολύ ψηλά
στην εκτίμησή τους, και καλώς βέβαια.
Το σκεπτικό του Χριστού ήταν· Αν ο Δαυΐδ έφαγε τους άρτους της
προθέσεως και δεν τον κατηγορήσατε, επειδή βρέθηκε σε ανάγκη, πόσο μάλλον θα
έπρεπε να αμνηστεύσετε εμένα, τον υιό του ανθρώπου, που ανέχτηκα μια ελάχιστη
παράβαση της αργίας του σαββάτου (το τρίψιμο σιταριού στην παλάμη), για την
ίδια ανάγκη; Αυτό σημαίνει ότι δεν είστε δίκαιοι αλλ’ εμπαθείς και
μεροληπτικοί, και ουσιαστικά δεν ενδιαφέρεστε για το σάββατο, αλλά το
χρησιμοποιείτε ως αφορμή, για να με καταστήσετε υπόδικο. Σε έσχατη ανάλυση
είστε ψεύτες και υποκριταί. Με το παράδειγμα του Δαυΐδ τους αποστόμωσε ο
Χριστός.
Ο Αβιάθαρ που αναφέρει ο Χριστός, ήταν γιος του αρχιερέως
Αβιμέλεχ. Ήταν και αυτός παρών και με
εντολή του πατέρα του έδωσε στο Δαυΐδ τους άρτους. Ο Δαυΐδ όταν έγινε βασιλιάς
τον έκανε αρχιερέα και τον είχε ως τέτοιον 40 χρόνια κοντά του. Είναι ένας από
τους πιο αξιόλογους αρχιερείς του
Ισραήλ.
Και μπαίνει πάλι στη συναγωγή ο Χριστός κάποιο άλλο σάββατο, όπου ήταν
ένας άνθρωπος με ξεραμμένο το δεξί του χέρι. Και τον παρακολουθούσαν σαν
εγκάθετοι οι φαρισαίοι, αν θα τον θεραπεύσει, για να τον κατηγορήσουν. Και ο
Κύριος, που γνώριζε τους διαλογισμούς τους, λέει στον άνθρωπο αυτό με το ξερό
και παράλυτο χέρι·
-Σήκω και έλα στο μέσον. Και πήγε στη μέση. Και τους λέει· Θα σας
ρωτήσω. Τί επιτρέπεται το σάββατο; να κάνει κανείς καλό ή κακό; να βοηθήσει να
σωθεί κάποιος ή να τον εγκαταλείψει και να πεθάνει; Κι εκείνοι σιωπούσαν. Κι
αφού έρριξε γύρω μια ματιά και τους είδε οργισμένος και λυπημένος για τη
σκλήρυνση της καρδιάς τους, λέει στον άνθρωπο· Τέντωσε το χέρι σου, κι εκείνος
το τέντωσε, και αποκαταστάθηκε η υγεία στο χέρι του, και ήταν υγιές όπως και το
άλλο (6-10).
Ο φθόνος των φαρισαίων κατά του Ιησού τους ώθησε όχι μόνο να μη
χαίρονται για τις ιάσεις και τα άλλα θαυμαστά έργα και λόγια του, αλλά και να
δημιουργούν επεισόδια με τα οποία
επιδίωκαν να συσκιάσουν τη δόξα του.
Στην προκειμένη περίπτωση εγείρουν ζήτημα σαββάτου, όχι μόνο για να
παγώσουν τον ενθουσιασμό του λαού, αλλά κυρίως για να του αποδώσουν την
κατηγορία ότι καταργεί την αργία του νομικού σαββάτου. Αλλά βέβαια το μόνο που
κατάφεραν είναι ότι έδειξαν την κακία τους κατά του ευεργέτου και ακάκου και
αγίου Ιησού, η οποία έμεινε ως το σύμβολο των εμπαθεστέρων αισθημάτων στην ιστορία
του κόσμου.
Ο Θεός να φυλάγει από τέτοια κακία και εμπάθεια.
Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, αρχιμανδρίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου