Γράφει ο Βαγγέλης Τσούκας
Το μεγαλύτερο τμήμα του κόσμου που περιβάλλει τον άνθρωπο είναι τόσο πολύπλοκο
ώστε δεν μπορεί να γίνει κατανοητό, πολύ περισσότερο να εξηγηθεί και να
περιγραφεί επακριβώς με σκοπό την παραγωγή γνώσης και τελικά την πρόοδο. Για
παράδειγμα το
φαινόμενο της ζωής είναι αδύνατον να διερευνηθεί και να μελετηθεί
σε όλο το εύρος του. Στην έρευνα τέτοιων αγνώστων φαινομένων υπεισέρχονται
τυχαίες παράμετροι και μεταβλητές που περιγράφονται μόνο με μεθόδους
στατιστικής.Γενικά υπάρχουν δύο κύριες μέθοδοι εξαγωγής συμπερασμάτων από τυχαία δεδομένα που αντιστοιχούν σε ισάριθμες φιλοσοφίες σκέψης. Η πρώτη αναπτύχθηκε το 1812 από το βρετανό μαθηματικό Thomas Bayes και φέρει το όνομα του. Η μέθοδος αυτή αποδέχεται αρχικά την πλήρη άγνοιά μας για το αποτέλεσμα, όσο όμως συλλέγονται δεδομένα η πεποίθησή μας συνεχώς αλλάζει καθώς, κάθε νέο δεδομένο που προκύπτει την ανανεώνει ανάλογα. Για παράδειγμα αν θέλουμε να διαπιστώσουμε την αναλογία μαύρων και άσπρων σφαιρών που περιέχονται σε ένα δοχείο, επιλέγουμε διαδοχικά τεμάχια από αυτό και ανάλογα με το χρώμα τους "πειθόμαστε" ότι και η αναλογία του δοχείου θα είναι παρόμοια με αυτή του δείγματος. Η δεύτερη μέθοδος αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, είχε κύριο εκφραστή τον επίσης βρετανό Ronald Fisher και βασίζεται στη μέθοδο της απαγωγής σε άτοπο. Αρχικα θεωρείται ότι μια υπόθεση είναι σωστή και μετά από τη συλλογή των δεδομένων γίνεται προσπάθεια αυτή να απορριφθεί ως εσφαλμένη οπότε γίνεται αποδεκτή η αντίθετή της. Ετσι, στο προηγούμενο παράδειγμα θεωρούμε ότι το δοχείο περιέχει περισσότερες άσπρες σφαίρες και αν επιλεχθούν περισσότερες μαύρες τότε η αρχική υπόθεση απορρίπτεται, αλλιώς δεν μπορεί να εξαχθεί κανένα συμπέρασμα.
Οι δύο παραπάνω μέθοδοι αντιστοιχούν σε ριζικά διαφορετικές αντιλήψεις του περιβάλλοντος. Η πρώτη είναι ο φυσικός τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος παρατηρεί τον κόσμο πολύ πριν από την έναρξη του πολιτισμού, ενώ η δεύτερη αποτελεί έναν τεχνικό, σχεδόν γραφειοκρατικό τρόπο προσέγγισης. Αν και συνήθως οι δύο μέθοδοι καταλήγουν στα ίδια αποτελέσματα, η δεύτερη υπέχει πολλά μεθοδολογικά προβλήματα και ορισμένες φορές παραπλανεί. Δυστυχώς στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα έχει επικρατήσει η δεύτερη μέθοδος καθώς τουλάχιστον το 90% των πειραματικών μελετών βασίζεται σε αυτήν. Οι λόγοι είναι πολλοί και κυρίως αποτελούν τη μειωμένη ικανότητα των επιστημόνων να κατανοήσουν τη σημασία της πρώτης μεθόδου αλλά και τη δυνατότητα που υπάρχει στη δεύτερη να εξάγει πλαστά αποτελέσματα με σκοπό την παραπλάνηση και την εξυπηρέτηση συμφερόντων. Το σύνολο της επιστημονικής έρευνας βασίζεται σε σαθρά θεμέλια και μόνο μια επιστημονική επανάσταση μπορεί και οφείλει να την γκρεμίσει και να την ξαναχτίσει από την αρχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου