Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Ἡ κατάργησι τῆς δουλείας

15 Φεβρουαρίου, Ὀνησίμου, Φλ, στ. 8-25
Ὅλη ἡ μικρὴ πρὸς Φιλήμονα Ἐπιστολή, συνολικὰ 25 στίχοι, εἶναι μιὰ ἰδιωτικὴ Ἐπιστολή, ἡ μόνη ἰδιωτικὴ1  τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὁ Φιλήμων, πλούσιος κάτοικος τῶν Κολοσσῶν τῆς Μ. Ἀσίας, γνώρισε τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸν Παῦλο καὶ διατηροῦσε πρὸς αὐτὸν τιμὴ
καὶ εὐγνωμοσύνη. Σύζυγος τοῦ Φιλήμονος εἶναι ἡ Ἀπφία, Χριστιανὴ καὶ αὐτὴ καὶ συμπαραλήπτρια τῆς Ἐπιστολῆς.
Τὸ εὐρύχωρο σπίτι του ὁ Φιλήμων τὸ διέθετε εὐχαρίστως γιὰ τὶς συνάξεις τῶν Χριστιανῶν τῆς πόλεως, στὶς ὁποῖες προεξῆρχε ὁ ἐπίσκοπος τῶν Κολοσσῶν Ἄρχιππος, γιὸς τοῦ Φιλήμονος. Πρῶτος στὶς Κολοσσὲς κήρυξε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ὁ Κολοσσαεὺς Ἐπαφρᾶς, μαθητὴς τοῦ Παύλου, ποὺ αὐτὸν τὸν καιρὸ ἦταν στὴ Ῥώμη κοντά του. Ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἐπαφρᾶ σχηματίστηκε ἡ πρώτη ἐκεῖ ἐκκλησία, πρὸς τὴν ὁποία ἀργότερα ὁ Παῦλος ἔστειλε τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς Ἐπιστολή του. 
Ὁ Ὀνήσιμος (= ὠφέλιμος, ἀπὸ τὸ ῥῆμα ὀνίνημι) ἦταν δοῦλος τοῦ Φιλήμονος στὶς Κολοσσὲς καὶ κάποια μέρα ἀπέδρασε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Ῥώμη, ἀφοῦ ἔκλεψε χρήματα καὶ πράγματα, ποὺ τοῦ ἦταν χρήσιμα.
Στὴ Ῥώμη δὲν τὸν καταδίωξε βέβαια ἡ ἀστυνομία, διότι δὲν εἶχε κάποια καταγγελία, ἀλλὰ τὸν «καταδίωξε» ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς γνωρίζει πῶς ὁ κλέφτης καὶ πιθανῶς ἄσωτος Ὀνήσιμος συναντήθηκε μὲ τὸν ἐκεῖ φυλακισμένο γιὰ τὸ εὐαγγέλιο Παῦλο. Ἂς σημειωθῇ ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν φυλακισμένος στὴ Ῥώμη, καὶ στὸ σπίτι ποὺ νοίκιαζε τοῦ παραχωρήθηκε τὸ δικαίωμα νὰ κηρύττῃ στοὺς ἐπισκέπτες του. Ὁ Ὀνήσιμος, γνωρίζοντας τὸν Παῦλο, ὄχι μόνο μετανόησε καὶ πίστεψε, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀπέβη χρήσιμος. Σύμφωνα μὲ τὸ λογοπαίγνιο τοῦ Παύλου, ὁ πρώην ἄχρηστος ἔγινε τώρα χρήσιμος, ἀληθινὸς ὀνήσιμος. 
Ἡ μετάνοια τοῦ Ὀνησίμου ὑπῆρξε ἀληθινή, διότι εὐχαρίστως δέχτηκε νὰ γυρίσῃ πίσω στὸ ἀφεντικό του, νὰ τοῦ ἐπιδώσῃ τὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου, νὰ ζητήσῃ συγγνώμη, καὶ νὰ ἐνταχθῇ πάλι στὸ σῶμα τῶν δούλων. Δὲν εἶναι γνωστὸ βέβαια ἂν τελικὰ ὁ Ὀνήσιμος παρέμεινε δοῦλος στὸ Φιλήμονα, ἢ ἂν ὁ Φιλήμονας, ἀνταποκρινόμενος στὸ διακριτικὸ αἴτημα τοῦ ἀποστόλου, τὸν ἔστειλε πάλι πίσω στὴ Ῥώμη, γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετῇ στὴ φυλακή. Εἶναι σίγουρο ὅμως ὅτι τόσο ὁ Παῦλος ὅσο καὶ ὁ Φιλήμων δὲν τὸν ἔβλεπαν πιὰ σὰ δοῦλο ἀλλὰ σὰν ἐν Χριστῷ ἀδερφό. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ὀνήσιμος τώρα αἰσθανόταν τὴν πίστι σὰν πνευματικὸ ἐφόδιο ἀνεκτίμητης ἀξίας, μπροστὰ στὴν ὁποία ἡ δουλεία δὲν τὸν μείωνε καθόλου. Ὅπως δὲν θὰ κόστιζε σὲ κάποιον, ἂν κερδίζοντας  ἕνα πολυτελὲς ἀνάκτορο, ὤφειλε, πρὶν ἐγκατασταθῇ σ᾿ αὐτό, νὰ μείνῃ μόνο γιὰ δύο ὧρες σὲ μιὰ καλύβα, ἔτσι δὲν κόστιζε πιὰ στὸν Ὀνήσιμο νὰ γυρίσῃ στὴ δουλεία, τώρα ποὺ κέρδισε τὸ παλάτι τῆς πίστεως. 
Στὴν Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Φιλήμονα ὁ Παῦλος γράφει μὲ πνεῦμα Θεοῦ καὶ χάρι. Χρησιμοποιεῖ λογοπαίγνια καὶ φιλικὲς ἐκφράσεις, ἐνῷ παράλληλα ἐκδηλώνει τρυφερότητα καὶ πατρικὴ στοργή. Εἶναι πνευματικὴ ἀπόλαυσι. Γράφει·
Ἀγαπητὲ Φιλήμονα, μὲ πολὺ θάρρος ποὺ ἀντλῶ ἀπὸ τὴν κοινή μας πίστι στὸ Χριστό, σοῦ διατάσσω αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ κάνῃς σὰ Χριστιανός (8).
Μᾶλλον, ἐπειδὴ σὲ ἀγαπῶ πολύ, δὲν σὲ διατάσσω, ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ, σὰν τέτοιος ποὺ εἶμαι, δηλαδὴ σὰν Παῦλος, ἡλικιωμένος, καὶ τώρα φυλακισμένος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό (9).
Σὲ παρακαλῶ γιὰ τὸ παιδί μου τὸ πνευματικό, ποὺ τὸ γέννησα πνευματικῶς στὸ διάστημα ποὺ κηρύττω μέσα στὴ φυλακή, τὸν Ὀνήσιμο (10), αὐτὸν ποὺ κάποτε, ἐνῷ τὸ ὄνομά του σημαίνει χρήσιμος, σοῦ ἦταν ἄχρηστος, τώρα ὅμως, ὕστερα ἀπὸ τὴ μετάνοιά του, καὶ σὲ σένα καὶ σὲ μένα εἶναι εὔχρηστος, τὸν ὁποῖο σοῦ ἔστειλα πίσω (11).
Σὺ λοιπὸν αὐτόν, δηλαδὴ τὰ σπλάχνα μου, δέξου τον (12).
 Θὰ ἤθελα νὰ τὸν κρατήσω κοντά μου, γιὰ νὰ μὲ διακονῇ γιὰ λογαριασμό σου, ὅπως δηλαδὴ θὰ μὲ διακονοῦσες ἐσὺ ἂν ἤσουν κοντά μου, στὴ φυλάκισι ποὺ ὑπομένω γιὰ τὸ εὐαγγέλιο (13), ἀλλὰ χωρὶς τὴ γνώμη σου δὲν θέλησα νὰ κάνω τίποτε, γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἡ καλοσύνη σου ἀναγκαστική, ἀλλὰ ἑκούσια ἀπὸ δική σου χριστιανικὴ προαίρεσι (14).
Ἴσως λοιπὸν γι᾿ αὐτὸ νὰ χωρίστηκε προσωρινὰ ἀπὸ σένα, γιὰ νὰ τὸν ἔχῃς αἰωνίως (15), ὄχι σὰ δοῦλο, ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ δοῦλο, σὰν ἀδελφὸ ἀγαπητό, ἰδιαίτερα ἀγαπητὸ σ᾿ ἐμένα, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο σ᾿ ἐσένα, ἀφοῦ θὰ εἶναι πιὰ κοντά σου καὶ σωματικά, δηλαδὴ θὰ σοῦ προσφέρῃ ὑπηρεσίες στὸ σπίτι σὰ δοῦλος, καὶ πνευματικὰ σὰν ἐν Χριστῷ ἀδερφός (16). 
Ἂν λοιπὸν μὲ θεωρῇς κοινωνὸ στὰ πνευματικά, δέξου τον, ὅπως θὰ δεχόσουν ἐμένα (17). Κι ἂν σὲ ἀδίκησε σὲ κάτι ἢ ὀφείλει, λογάριασέ το σ᾿ ἐμένα (18). Ἐγώ, ὁ Παῦλος, ὑπογράφω μὲ τὸ χέρι μου αὐτὸ τὸ γραμμάτιο, ἐγὼ θὰ τὸ ξοφλήσω. Γιὰ νὰ μὴ σοῦ λέω ὅτι ἐσὺ εἶσαι χρεώστης σ᾿ ἐμένα, ἀφοῦ μοῦ χρωστᾷς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου, ἐπειδὴ σὲ γνώρισα μὲ τὸ Χριστό (19). Ναί, ἀδερφέ, ἔτσι νὰ σὲ χαρῶ ἐν Κυρίῳ. Ἀνάπαυσέ μου τὰ σπλάχνα. Κάνε μου τὴ χάρι αὐτὴ γιὰ τὸν Κύριο (20).
Σοῦ ἔγραψα αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ὄντας σίγουρος γιὰ τὴν ὑπακοή σου καὶ γνωρίζοντας ὅτι θὰ κάνῃς παραπάνω ἀπὸ αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω (21). Συγχρόνως ἑτοίμαζέ μου καὶ φιλοξενία, διότι ἐλπίζω ὅτι μὲ τὶς προσευχές σας θ᾿ ἀποφυλακισθῶ καὶ θὰ ἔρθω κοντά σας σὰ δῶρο (22).
Σὲ χαιρετᾷ ὁ Ἐπαφρᾶς ποὺ εἶναι κοντά μου ἐδῶ στὴ φυλακὴ σὰ φυλακισμένος κι αὐτὸς γιὰ τὸ Χριστό. Σὲ χαιρετοῦν ἐπίσης οἱ συνεργάτες μου Μάρκος, Ἀρίσταρχος, Δημᾶς, καὶ Λουκᾶς (24). Ἡ χάρι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας. Ἀμήν. (25).
Δικαίως ἡ Ἐπιστολὴ αὐτὴ ὠνομάστηκε διαμάντι. Ἀστράφτουν τ᾿ ἀτίμητα μηνύματά της.
1. Μπροστὰ στὴ χριστιανικὴ ἀγάπη ἡ δουλεία καταργεῖται, ἐξαφανίζεται. Μᾶλλον μετατρέπεται σὲ ἀδελφοσύνη. Καὶ αὐτὸ σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ δουλεία ἦταν σὲ μεγάλη ἔξαρσι καὶ ἡ ζωὴ τοῦ δούλου κατώτερη ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ζῴου.
2. Παρηγορεῖ διαχρονικῶς μέχρι καὶ σήμερα τὴν πολυπληθῆ καὶ ταλαίπωρη τάξι τῶν δούλων, ἐμπνέοντάς τους αὐτοπεποίθησι καὶ δύναμι. Διακηρύττει ὅτι δὲν ὑπάρχει δοῦλος καὶ ἐλεύθερος γιὰ τὸ Θεό. Ὅλοι εἴμαστε τὸ ἴδιο, εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχουν δικαιώματα στὰ αἰώνια καὶ ἄφθαρτα ἀγαθὰ ποὺ ἑτοίμασε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὁ Γιός του.
3. Λάμπει ἡ διακριτικότητα τοῦ Παύλου, γράφοντας παρακλητικὰ καὶ ὄχι ἐξουσιαστικά. 

1. Οἱ δύο Πρὸς Τιμόθεον καὶ ἡ πρὸς Τίτον στέλνονται σὲ πρόσωπα, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἰδιωτικές· τὸ περιεχόμενό τους, μολονότι περιέχει κάποια λίγα προσωπικὰ στοιχεῖα, στὴν πλειονότητά του εἶναι ὁδηγίες ποιμαντικῆς φύσεως.

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου