Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Τρέγκαλο λέγαμε την σφεντόνα με τα λάστιχα. Εκείνο το φονικό παιδικό όπλο, που πετούσε πετραδάκια σε μεγάλες αποστάσεις. Ήταν κατάλληλο για πετροπόλεμο, κυνήγι και για ζημίες. Ήταν απλό και το φτιάχναμε
μόνοι μας. Τα μυστικά του όμως τα μεταβίβαζαν τα μεγαλύτερα παιδιά στα μικρότερα. Μια παράδοση πολλών χρόνων, που όπλιζε τα χέρια των παιδιών, καθώς αυτά ήταν έτοιμα για όλα.
Εύκολα φτιάχναμε τις σφενδόνες. Πηγαίναμε στο δάσος και σπάναμε κλαδιά. Μετά σε κάποια γωνιά της γειτονιάς, με ένα μαχαιράκι, κόβαμε τις διχάλες και τις ξεφλουδίζαμε. Η διχάλα είχε μήκος όσο και η παλάμη μας. Η διχάλα αυτή ήταν η λαβή της σφεντόνας. Χρειαζόμασταν όμως και λάστιχα, που και αυτά εύκολα τα βρίσκαμε. Πάντα κρατούσαμε καμιά παλιά σαμπρέλα ποδηλάτου. Πηγαίναμε και στα συνεργεία αυτοκινήτων και ψάχναμε για σαμπρέλες, παλιές πεταμένες. Τις σαμπρέλες τις κόβαμε σε λωρίδες με ένα ψαλίδι. Επίσης κόβαμε και λεπτές λωρίδες και με αυτές δέναμε τα λάστιχα στην ξύλινη λαβή. Απέμενε το πετσάκι. Ήταν αυτό όπου τοποθετούσαμε το πετραδάκι της βολής. Το δέρμα αυτό μας το έκαμνε δώρο ο τσαγκάρης της γειτονιάς μας. Ήταν ένα δερματάκι με δυο τρύπες. Σίγουρα από κάποιο παλιό παπούτσι. Δέναμε το πετσάκι στα λάστιχα και η σφεντόνα ήταν έτοιμη.
Όποιος ήθελε όμως καλύτερη σφεντόνα, αγόραζε την λαβή από κάποιον μαραγκό. Οι λαβές αυτές ήταν από σανίδι, κομμένες συμμετρικά στην πριονοκορδέλα. Και λάστιχα καλής ποιότητας υπήρχαν. Αυτά ήταν χοντρά, τετράγωνα λάστιχα, που πουλιόταν στο ψιλικατζίδικο του Γκόγκα.
Στον πετροπόλεμο, οι σφεντόνες ήταν το όπλο μας. Ρίχναμε πέτρες αδιακρίτως. Ο αντίπαλος έπρεπε να νικηθεί, και αδιαφορούσαμε αν σπάναμε κάποια κεφάλια ή τα τζάμια των σπιτιών της γειτονιάς. Οι τσέπες μας ήταν γεμάτες πετραδάκια και η ζώνη μας πολύ σφιχτά δεμένη για να μην μας πέφτουν τα παντελόνια από το βάρος των “πυρομαχικών”. Οι πέτρες έπεφταν σαν βροχή, και όλοι εμείς ήμασταν καλυμμένοι πίσω από κάποιο δένδρο ή κάποιον τοίχο. Κανονικός πόλεμος, μέχρι που κάποιοι μεγαλύτεροι, κάτοικοι της γειτονιάς, έμπαιναν στην μέση και χαλούσαν τον πετροπόλεμο.
Οι γάτες δεινοπαθούσαν από τις σφεντόνες. Μόλις βλέπαμε καμιά γάτα να περνά, βγάζαμε τις σφεντόνες και την βάζαμε στο σημάδι. Η γάτα όμως ήταν γάτα και πάντα ξέφευγε από τον στόχο μας. Αλλά και κανένα σκυλί που ξέφευγε από την αυλή του και έπιανε τους δρόμους δεν είχε καλύτερη τύχη.
Το κυνήγι με την σφεντόνα ήταν υπέροχο. Τότε το ποτάμι, στο Βαρόσι, είχε τεράστιες λεύκες, όπου μαζεύονταν τα πουλάκια. Εμείς από κάτω παρακολουθούσαμε τις κινήσεις τους και κάθε λίγο ρίχναμε πετραδάκια με την σφεντόνα. Η πέτρα περνούσε μέσα από τις φυλλωσιές και ακουγόταν ένα «φραπ», ένας ήχος που μας ενθουσίαζε. Καμιά φορά έπεφτε νεκρό το πουλάκι. Και όταν μαζεύαμε αρκετά πουλάκια, τα ξεπουπουλιάζαμε και τα ψήναμε στην μικρή φωτιά που ανάβαμε γι αυτόν τον σκοπό. Στόχος μας ήταν πάντα ένα χοντρούλικο κίτρινο και καφετί πουλάκι, η «σαργιάσμα», όπως την λέγαμε. Πολύ νόστιμο κρέας και μπόλικο. Οι σαργιάσμες κυνηγήθηκαν περισσότερο από τα άλλα πουλάκια. Το αποτέλεσμα ήταν να εκλείψει τα επόμενα χρόνια. Ίσως το κυνήγι με σφεντόνα ή κάποια άλλη αιτία μας στέρησε την ομορφιά του και το κελάηδημα του, καθώς σαργιάσμες δεν υπάρχουν πια στην περιοχή μας.
Οι σφεντόνες είχαν μαγέψει όλα τα παιδιά. Δεκάχρονα παιδιά με την σφεντόνα στην πίσω τσέπη του παντελονιού τους και να λάστιχα να κρέμονται, ήταν μια καθημερινή εικόνα. Ήταν μαγκιά, ήταν παιχνίδι και τι δεν ήταν η σφεντόνα. Παρόλα τα χαστούκια και τις κατασχέσεις, οι σφεντόνες υπήρχαν, επειδή φτιάχνονταν εύκολα. Οι γονείς τις κατέστρεφαν, ο χωροφύλακας το ίδιο και με συνοδευτικά χαστούκια. Αλλά και ο δάσκαλος δεν τις επέτρεπε. Κατασχέσεις και χαστούκια δεν πτοούσαν τα παιδιά. Αυτά συνέχιζαν να σημαδεύουν με την σφεντόνα, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1960. Νομίζω ότι η Δικτατορία απαγόρευσε τις σφεντόνες και απαλλάχτηκαν οι γειτονιές, οι γάτες, τα σκυλιά και τα πουλάκια από το φονικό αυτό όπλο, που εύκολα φτιαχνόταν και η χρήση του στα χέρια των παιδιών έκαμνε πολλές ζημίες.
Βέβαια σφεντόνες υπάρχουν και σήμερα, και πουλιούνται σε μερικά καταστήματα, αλλά δεν προσελκύουν τα παιδιά, όπως κάποτε.
Δημήτρης Μεκάσης
Η σφεντόνα έχει "πάρει" το όνομα μάλλον από το Σφεντάμι. Προέρχεται από την Σφένταμο, δένδρο που μοιάζει πολύ με το πλατάνι. Το προτιμούσαμε γιατί έχει κλαδιά ισόπαχα και ευλίγιστα. Μετά το ξεφλούδισμα τα περνάγαμε και από τη φωτιά. Τουλάχιστον στα μέρη τα δικά μας, όταν φτιάχναμε σφεντόνες (τις λέγαμε αλλιώς και "πεταχτέρες") ψάχναμε να βρούμε σεντάμι. Έτσι, υποτίθεται, είχαμε σφεντόνα "Α' ποιότητας". Η καθημερινή πάντως κατασκευή, γινόταν από τις λιγιές (λιγαριά) είναι φτηνό ξύλο και καταστρέφεται εύκολα. Μιλάω για την εποχή μεταξύ: 1950 - 1975. Μετά μπήκε η "βιομηχανική επανάσταση MADE IN KINA".
ΑπάντησηΔιαγραφήΔημήτρη ολα καλά αλλά εσυ τρέγκαλο έχεις σαν ενθύμιο απο το παλιό καλό καιρό; εγω πάντως έχω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποια στιγμή εμφανίσθηκαν κάποια μικρά τρεγκαλάκια, με δίκαρφα. Όσο για τα σπασμένα κεφάλια, πολλοί φορούσαν για κράνος το σουρωτήρι της μαμάς. Κάποιοι άλλοι μια κατσαρόλα. Κάποιος φόρεσε μια πολύ εφαρμοστή κατσαρόλα και αυτή σφήνωσε στο κεφάλι του. Τρέξαμε όλη η παρέα μαζί του στην πυροσβεστική για να του βγάλουν την κατσαρόλα από το κεφάλι.
ΑπάντησηΔιαγραφή