Με
τα πρώτα κρύα του Φθινοπώρου οι νοικοκυρές έβγαζαν τις φλοκάτες από τα
ντουλάπια για να χρησιμοποιηθούν ως
σκεπάσματα και να προσφέρουν ευχάριστο και ζεστό ύπνο. Παλιά τα υπνοδωμάτια δεν είχαν θέρμανση,
ακόμη και όταν κυκλοφόρησαν οι σόμπες, επειδή θεωρούσαν πιο υγιεινό τον κρύο
αέρα, κατά την διάρκεια του ύπνου. Οι σόμπες ζέσταιναν τον χώρο, όμως η
ατμόσφαιρα γινόταν βαριά, κάτι που
απέφευγαν, ώστε το πρωί να ξυπνούν πιο ευδιάθετοι. Η φλοκάτη λοιπόν ήταν ένα από τα καλύτερα
χειμωνιάτικα σκεπάσματα που κρατούσε το
σώμα σε καλή θερμοκρασία, παρόλο που το κρύο του χειμώνα ήταν τσουχτερό.
Παλιά
στην Φλώρινα τις φλοκάτες τις λέγαμε βελέντζες. Η λέξη βελέντζα είναι βλάχικη
λέξη και πέρασε στις περισσότερες βαλκανικές γλώσσες. Η βλάχικη αυτή λέξη έγινε
διαβαλκανική και έφτασε μέχρι την Ανατολή με την τούρκικη γλώσσα. Φλοκάτη και βελέντζα είναι λέξεις που δηλώνουν την ολόμαλλη χοντρή κουβέρτα με
φλόκους. Υπήρχε και η βελέντζα χωρίς φλόκο, που την χρησιμοποιούσαν σαν κιλίμι.
Την βελέντζα χωρίς φλόκο την έστρωναν στο πάτωμα για να είναι το δωμάτιο ζεστό.
Στα
ντόπια χωρία ύφαιναν βελέντζες στον αργαλειό. Ύφαιναν δυο και τρεις λωρίδες και
τις έραβαν μεταξύ τους. Μετά περνούσαν τα νήματα για να γίνει ο φλόκος. Στην συνέχεια φόρτωναν τις βελέντζες σε άλογα
και τις έφερναν στην πόλη, στα βαφεία, για να χτυπηθούν στο νερό και να βαφούν.
Από τα βαφεία παραλάμβαναν τις αχτύπητες βελέντζες, αυτοί που είχαν τις νεροτριβές
ή μπατάνια, όπως τα λέγαμε στην Φλώρινα.
Υπήρχαν μπατάνια στην Δροσοπηγή και στον Πολυπόταμο. Το μπατάνι ήταν ένα
μεγάλο ξύλινο βαρέλι με χαραμάδες για να φεύγει το νερό και χωμένο μέσα στην
γη. Από την πλαγιά του βουνού έρεε ένα ορμητικό ρυάκι, που το κατεύθυναν με
σωλήνες από κορμούς δένδρων, και το νερό κατέληγε στο βαρέλι με ορμή, όπου ήταν
οι βελέντζες, και η ορμή του νερού έδινε μια περιστροφική κίνηση. Οι βελέντζες
χτυπιόταν μέσα στο νερό αρκετά εικοσιτετράωρα, και το μαλλί γινόταν χνουδωτό.
Κρεμούσαν τις φλοκάτες για να στεγνώσουν και μετά με άλογα τις μετάφεραν στα
βαφεία της Φλώρινας. Οι βαφείς έβαφαν τις φλοκάτες στο χρώμα που είχε επιλέξει
ο πελάτης. Προτιμούσαν όμως οι περισσότεροι το κόκκινο χρώμα. Οι φλοκάτες ήταν
«αθάνατες» δηλαδή άντεχαν πολλά χρόνια, και μάλιστα όταν ξαναβάφονταν στα
βαφεία γινόταν σαν καινούριες.
Φλοκάτες
πουλούσαν και τα καταστήματα μάλλινων ειδών, τα αμπατζήδικα, όπως τα έλεγαν
παλιά. Οι αμπατζήδες ήταν έμποροι και υφαντές μάλλινων ειδών, στα χρόνια της
τουρκοκρατίας. Τότε το εμπόριο του μαλλιού στην Φλώρινα και στο Μοναστήρι το
είχαν οι Μεγαροβίτες. Το Μεγάροβο ήταν ένα ελληνοβλάχικο χωριό έξω από το
Μοναστήρι. Οι Μεγαροβίτες είχαν τα μαγαζιά τους στην Φλώρινα και τα εργαστήρια
– υφαντήρια στο Μεγάροβο, όπου εργάζονταν οι γυναίκες τους. Ήταν οι καλύτεροι στην επεξεργασία του
μαλλιού, καθώς για τις βελέντζες ξεχώριζαν το μαλλί της ράχης, της κοιλιάς και
των πλευρών του αρνιού. Τον φλόκο τον
ύφαιναν με μαλλί της κοιλιάς, που ήταν πιο ίσιο. Για το στημόνι και την σαΐτα
το μαλλί της ράχης, και για τις βελέντζες,
χωρίς φλόκο, το μαλλί των πλευρών του αρνιού. Ήταν άριστοι υφαντές και γι αυτό τους
προτιμούσαν και οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι. Μετά το 1912 όμως, το
Μεγάροβο βρέθηκε στο σερβικό έδαφος και
η Φλώρινα στην Ελλάδα. Οι Μεγαροβίτες αμπατζήδες έφεραν τις οικογένειες τους
από το Μεγάροβο στην Φλώρινα και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην πόλη μας, καθώς τα
μαγαζιά τους στην Φλώρινα τα είχα από τους παππούδες τους. Με την πάροδο του
χρόνου το Μεγάροβο ξεχάστηκε και οι
αμπατζήδες βρήκαν άλλα υφαντήρια φλοκάτων. Έφερναν φλοκάτες από την Σαμαρίνα,
εξαιρετικής ποιότητας, καθώς και από το Άργος Ορεστικό και από τα βλαχοχώρια
της Βέροιας.
Οι
χωριάτικες σπιτικές βελέντζες ήταν πολύ βαριές και χοντροκομμένες, κατάλληλες
μόνο για τα αγροτόσπιτα. Αντίθετα οι φλοκάτες που αγόραζαν από τα αμπατζήδικα
ήταν πιο ελαφριές και πιο χνουδωτές και τις προτιμούσαν οι κάτοικοι της πόλης.
Με την πάροδο του χρόνου και οι γυναίκες των χωριών σταμάτησαν να υφαίνουν και
αγόραζαν φλοκάτες από τα καταστήματα μάλλινων ειδών της πόλης. Στα χρόνια της
μεγάλης μετανάστευσης, μετά το 1950, μια φλοκάτη και τα ατομικά τους είδη
έπαιρναν μαζί τους όσοι έφευγαν για τις υπερπόντιες χώρες . Πολλοί μάλιστα
έστελναν με δέμα φλοκάτες στους συγγενείς τους, που είχαν μεταναστεύσει στην
Αμερική. Η φλοκάτη είχε πέραση μέχρι την δεκαετία του 1980, μετά σταδιακά
άρχισε να αποσύρεται και τελικά χάθηκε. Η μόδα από την μια, και η κεντρική
θέρμανση από την άλλη, ήταν οι βασικοί παράγοντες που παραμέρισαν την φλοκάτη, ακόμη και από τις προίκες των
κοριτσιών.
Η
σημερινή σκληρή λιτότητα, εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης, μας ωθεί να
αντιμετωπίσουμε κάποιες καταστάσεις, με τρόπους από την τοπική μας παράδοση. Οι
φλοκάτες λοιπόν μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους, όπως παλιά, και να μας
ζεσταίνουν στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση ή στο κρεβάτι όλη την νύχτα με
κλειστή την κεντρική θέρμανση. Η φλοκάτη χαρίζει ζεστό και θαυμάσιο ύπνο, ακόμη
και στους πολλούς βαθμούς υπό του
μηδενός.
Δημήτρης
Μεκάσης
Τις βελέντζες τις πλένανε στο ρέμα....
ΑπάντησηΔιαγραφήΟπερ, ακολουθεί χιουμοριστικόν ανέκδοτον:
Σε κάποιο πιό απόμακρο ρέμα έκανε πως έπλενε μια πόρνη της εποχής, σκυμένη έθετε το γρόσιον παραδίπλα ο ...επισκέπτης και δεν τον έβλεπε, στο πρόσωπο, διότι ντροπής ήταν!
Την εργασία τη... διεύρυνε αρκετά ένας Μανώλης, που έθεσε επισκέπτην το γαϊδαρόν του, μετά τον ίδιο!!
Ε κύριε, εσύ με τις γκρί τις κάλτσες, του φώναξε η ...πλένουσα τις βελέντζες, να μας ξανάρθεις εδώ είμαστε!!
ΚΎΡΙΕ ΜΕΚΑΣΗ ΓΝΩΡΙΖΩ ΣΤΗΝ ΦΛΩΡΙΝΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΟΥΤΕ ΦΛΟΚΆΤΕΣ ΟΥΤΕ ΠΑΠΛΩΜΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΕΠΑΣΤΟΥΝ..ΚΟΙΜΟΥΝΤΕ ΜΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΛΤΣΕΣ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΛΤΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΛΙΩΜΕΝΕΣ ΚΟΥΒΕΡΤΕΣ. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΕΛΠΙΣΤΙΚΑ ΤΡΑΓΙΚΗ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι εξαιρετικός ο Δημήτρης Μεκάσης και αναδεικνύει λαογραφικά και ιστορικά θέματα της Φλώρινας από ασήμαντες λεπτομέρειες. Θέματα, που θα περνούσαν απαρατήρητα, από όλους μας και θα καταχωνιάζονταν στη λήθη του χρόνου. Είναι, επομένως, πολλαπλώς χρήσιμος ιστορικός και λαογράφος. Εμείς τί άλλο μπορούμε να προσθέσουμε; Μόνο άλλο ένα ευτράπελο, που το έχει εφεύρει η ανικανοποίητη φαντασία του λαού μας. Και οι δύσκολες μέρες που περνάμε, δικαιολογούν τέτοιες παρεκτροπές. Στο ρέμα, λοιπόν, όπως γράφει ο πρώτος σχολιαστής, δεν ήταν μια πόρνη, αλλά μια αγαθή μεσήλικη πόντια. Ένας ελαφρόμυαλος νεαρός του χωριού, την πλησίασε και επιδόθηκε σε τολμηρές θωπείες. Στην αρχή δειλά και στη συνέχεια τολμηρότερα. Η γυναίκα, ευρισκόμενη σε περίεργη ή καλόβουλη διάθεση, μονολογούσε... Άς τερούμεν ντο θα φτάει. Και όταν ο νεαρός πραγματοποίησε και την τελευταία φάση του εγχειρήματός του, αναφώνησε, "έκπληκτη" και με συγκαλυμμένη ευχαρίστηση. Α! το άτιμον ντο εποίκεν! Υ. Γ. Από αυτή τη στήλη έχω δηλώσει ότι τρέφω απεριόριστη συμπάθεια προς τους πόντιους. Γι'αυτό και τόλμησα να περιγράψω το "περιστατικό".Σπύρος Παπουτσής
ΑπάντησηΔιαγραφήΚύριε Μεκάση
ΑπάντησηΔιαγραφήΘερμά συγχαρητήρια για το υπέροχο άρθρο σας!
Γλαφυρή περιγραφή και πολλά λαογραφικά στοιχεία!
Έχω στο σπίτι μου αρκετές φλοκάτες και τις χαίρομαι πολύ!
Τελευταία, δυστυχώς, έψαξα να βρω εργοστάσια κατασκευής τους και ήταν αποκαρδιωτικό.
Είχαν κλείσει...
Σας εύχομαι καλό βράδυ
Συγχαρητήρια κ. Μεκάση, εξαιρετικό άρθρο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή