Τους τελευταίους αιώνες της κυριαρχίας του καπιταλισμού την πλειοψηφία του πλούτου και του εισοδήματος κατέχουν λίγα ισχυρά κέντρα εξουσίας, τα οποία ελέγχουν τα μέσα παραγωγής, εκμεταλλεύονται την απόδοση της εργατικής βάσης και συσσωρεύουν την υπεραξία των
προϊόντων. Ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, η βελτίωση του αυτοματισμού, η πτώση του εργατικού κόστους, η παγκοσμιοποίηση των επενδυτικών κεφαλαίων και η εκτόξευση του δανεισμού κορύφωσε τη συγκέντρωση σε συγκεκριμένα χρηματο-πιστωτικά κέντρα που ελέγχονται μέσω ανώνυμων μετοχών από καλά κρυμμένες οικογένειες. Στο πλαίσιο αυτό, η παραδοσιακή οδός ευημερίας μιας χώρας μέσω εγχώριας παραγωγής και εξαγωγής προϊόντων και υπηρεσιών δεν είναι αναγκαία και οι μόνες χώρες που την ακολουθούν και παρουσιάζουν εμπορικό πλεόνασμα είναι η Γερμανία, η Ιαπωνία και, πρόσφατα, η Κίνα. Οι υπόλοιπες (πχ. ΗΠΑ, περιφερειακές χώρες Ευρώπης κλπ) έχουν καταστεί εδώ και πολλά χρόνια ελλειμματικές και θα έπρεπε να έχουν πτωχεύσει υπό το βάρος των χρεών τους. Αντίθετα, συχνά παρατηρείται διάσταση ανάμεσα στην παραγωγικότητα και την ευημερία μιας χώρας. Για παράδειγμα, η Ελλάδα θα έπρεπε να παραμείνει οικονομικά στάσιμη στο έτος 1973, όταν η πετρελαϊκή κρίση ανέκοψε την μεταπολεμική της ανάπτυξη και ισορρόπησε το εμπορικό της πλεόνασμα. Ωστόσο, έκτοτε τόσο το έλλειμμα όσο και η ευημερία αυξήθηκαν παράλογα μέχρι το 2009, οπότε ξέσπασε η τρέχουσα οικονομική κρίση.
Η περίπτωση της Ελλάδας εμφανίζεται συχνά και σε άλλες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου. Τα διεθνή κέντρα οικονομικής εξουσίας, μέσω κρατικών και ιδιωτικών δανείων και παροχών, επιδρούν ισχυρά στην οικονομική πορεία κάθε χώρας, καθορίζουν τι θα παράγει και θα καταναλώνει ο λαός με δημιουργία χρηματικών ροών και επενδύσεων και οδηγούν κάθε έκφανση της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής μέσω στενού ελέγχου της εκάστοτε κυβέρνησης. Ετσι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αίτιο της ευημερίας μιας χώρας δεν αποτελεί η πραγματική παραγωγικότητα και εργατικότητα του λαού της, αλλά άλλοι θεμιτοί και μη παράγοντες. Ένας τέτοιος αποτελεί η διπλωματική και πολιτιστική εγγύτητα στο διεθνές οικονομικό κατεστημένο, με παράδειγμα την ευημερία της καθολικής, φιλο-γερμανικής Κροατίας εις βάρος της ορθόδοξης, φιλο-ρωσσικής Σερβίας. Επίσης, η γεωστρατηγική και ιστορική θέση μπορεί να ωφελήσουν μια χώρα, όπως πχ. η Ελλάδα που, ενώ εδώ και 30 χρόνια βρίσκεται σε δεινή παραγωγική θέση, ωστόσο μέχρι πρόσφατα απολάμβανε υψηλότατου βιοτικού επιπέδου λόγω της νευραλγικής θέσης και της αρχαίας ιστορίας της. Άλλος παράγοντας αποτελεί η επιθυμία μιας χώρας να συμμετέχει στο διεθνές οικονομικό σύστημα, όπως πχ. η μετατροπή της σε "φορολογικό παράδεισο", ωφέλεια που απολαμβάνουν η Ελβετία, η Κύπρος κα. Σημαντική βοήθεια προσφέρει η γόνιμη εκμετάλλευση πρώτων υλών που τυχαία βρέθηκαν στην επικράτειά της, όπως πχ. στη Νορβηγία και σε χώρες της Αραβίας, οι οποίες πλούτισαν χωρίς κόπο σε ελάχιστο χρόνο. Τέλος, αξίζει να αναφερθούν και μη νόμιμες μέθοδοι αποκόμισης εσόδων, πχ. όπως συμμετοχή στο εμπόριο όπλων, ναρκωτικών και υπόγειων δημόσιων προμηθειών, από τις οποίες, όμως, ωφελούνται λιγοστά άτομα, ενώ το σύνολο της χώρας βλάπτεται.
Στην παρούσα δεινή οικονομική κατάσταση η Ελλάδα δεν έχει καμία ελπίδα να αναστηθεί μέσω του κλασικού τρόπου παραγωγής-εξαγωγών, καθώς πρέπει να ανταγωνιστεί χώρες όπως η τεχνολογικά προηγμένη Γερμανία ή η εργατικά φθηνή Κίνα. Αλλωστε, οι ίδιοι οι Έλληνες πολιτικοί αποθαρρύνουν και απομακρύνουν οποιαδήποτε επενδυτική και αναπτυξιακή προσπάθεια, εκτός από εκείνες που προβλέπουν προμήθεια για τους ίδιους. Διαθέσιμη δύναμη και μόνη οδός επιστροφής από το αδιέξοδο για τον Ελληνικό λαό αποτελεί η ενεργοποίηση ενός εθνικού εγωισμού που θα απαιτήσει διπλωματικά από τη διεθνή εξουσία όσα του αναλογούν σαν μέλος του ανεπτυγμένου κόσμου, γεγονός όμως που απαιτεί αντιπροσώπους αναλόγου ηθικού ύψους και πολιτικού θάρρους.
προϊόντων. Ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, η βελτίωση του αυτοματισμού, η πτώση του εργατικού κόστους, η παγκοσμιοποίηση των επενδυτικών κεφαλαίων και η εκτόξευση του δανεισμού κορύφωσε τη συγκέντρωση σε συγκεκριμένα χρηματο-πιστωτικά κέντρα που ελέγχονται μέσω ανώνυμων μετοχών από καλά κρυμμένες οικογένειες. Στο πλαίσιο αυτό, η παραδοσιακή οδός ευημερίας μιας χώρας μέσω εγχώριας παραγωγής και εξαγωγής προϊόντων και υπηρεσιών δεν είναι αναγκαία και οι μόνες χώρες που την ακολουθούν και παρουσιάζουν εμπορικό πλεόνασμα είναι η Γερμανία, η Ιαπωνία και, πρόσφατα, η Κίνα. Οι υπόλοιπες (πχ. ΗΠΑ, περιφερειακές χώρες Ευρώπης κλπ) έχουν καταστεί εδώ και πολλά χρόνια ελλειμματικές και θα έπρεπε να έχουν πτωχεύσει υπό το βάρος των χρεών τους. Αντίθετα, συχνά παρατηρείται διάσταση ανάμεσα στην παραγωγικότητα και την ευημερία μιας χώρας. Για παράδειγμα, η Ελλάδα θα έπρεπε να παραμείνει οικονομικά στάσιμη στο έτος 1973, όταν η πετρελαϊκή κρίση ανέκοψε την μεταπολεμική της ανάπτυξη και ισορρόπησε το εμπορικό της πλεόνασμα. Ωστόσο, έκτοτε τόσο το έλλειμμα όσο και η ευημερία αυξήθηκαν παράλογα μέχρι το 2009, οπότε ξέσπασε η τρέχουσα οικονομική κρίση.
Η περίπτωση της Ελλάδας εμφανίζεται συχνά και σε άλλες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου. Τα διεθνή κέντρα οικονομικής εξουσίας, μέσω κρατικών και ιδιωτικών δανείων και παροχών, επιδρούν ισχυρά στην οικονομική πορεία κάθε χώρας, καθορίζουν τι θα παράγει και θα καταναλώνει ο λαός με δημιουργία χρηματικών ροών και επενδύσεων και οδηγούν κάθε έκφανση της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής μέσω στενού ελέγχου της εκάστοτε κυβέρνησης. Ετσι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αίτιο της ευημερίας μιας χώρας δεν αποτελεί η πραγματική παραγωγικότητα και εργατικότητα του λαού της, αλλά άλλοι θεμιτοί και μη παράγοντες. Ένας τέτοιος αποτελεί η διπλωματική και πολιτιστική εγγύτητα στο διεθνές οικονομικό κατεστημένο, με παράδειγμα την ευημερία της καθολικής, φιλο-γερμανικής Κροατίας εις βάρος της ορθόδοξης, φιλο-ρωσσικής Σερβίας. Επίσης, η γεωστρατηγική και ιστορική θέση μπορεί να ωφελήσουν μια χώρα, όπως πχ. η Ελλάδα που, ενώ εδώ και 30 χρόνια βρίσκεται σε δεινή παραγωγική θέση, ωστόσο μέχρι πρόσφατα απολάμβανε υψηλότατου βιοτικού επιπέδου λόγω της νευραλγικής θέσης και της αρχαίας ιστορίας της. Άλλος παράγοντας αποτελεί η επιθυμία μιας χώρας να συμμετέχει στο διεθνές οικονομικό σύστημα, όπως πχ. η μετατροπή της σε "φορολογικό παράδεισο", ωφέλεια που απολαμβάνουν η Ελβετία, η Κύπρος κα. Σημαντική βοήθεια προσφέρει η γόνιμη εκμετάλλευση πρώτων υλών που τυχαία βρέθηκαν στην επικράτειά της, όπως πχ. στη Νορβηγία και σε χώρες της Αραβίας, οι οποίες πλούτισαν χωρίς κόπο σε ελάχιστο χρόνο. Τέλος, αξίζει να αναφερθούν και μη νόμιμες μέθοδοι αποκόμισης εσόδων, πχ. όπως συμμετοχή στο εμπόριο όπλων, ναρκωτικών και υπόγειων δημόσιων προμηθειών, από τις οποίες, όμως, ωφελούνται λιγοστά άτομα, ενώ το σύνολο της χώρας βλάπτεται.
Στην παρούσα δεινή οικονομική κατάσταση η Ελλάδα δεν έχει καμία ελπίδα να αναστηθεί μέσω του κλασικού τρόπου παραγωγής-εξαγωγών, καθώς πρέπει να ανταγωνιστεί χώρες όπως η τεχνολογικά προηγμένη Γερμανία ή η εργατικά φθηνή Κίνα. Αλλωστε, οι ίδιοι οι Έλληνες πολιτικοί αποθαρρύνουν και απομακρύνουν οποιαδήποτε επενδυτική και αναπτυξιακή προσπάθεια, εκτός από εκείνες που προβλέπουν προμήθεια για τους ίδιους. Διαθέσιμη δύναμη και μόνη οδός επιστροφής από το αδιέξοδο για τον Ελληνικό λαό αποτελεί η ενεργοποίηση ενός εθνικού εγωισμού που θα απαιτήσει διπλωματικά από τη διεθνή εξουσία όσα του αναλογούν σαν μέλος του ανεπτυγμένου κόσμου, γεγονός όμως που απαιτεί αντιπροσώπους αναλόγου ηθικού ύψους και πολιτικού θάρρους.
Βαγγέλης Τσούκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου