Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

19η Μαΐου: Ημέρα μνήμης Γενοκτονίας Ποντίων


Η Ποντιακή γενοκτονία σήμερα

1.Εισαγωγικές παρατηρήσεις 
Η διερεύνηση του Ποντιακού ζητήματος, αποτελεί ένα θέμα που απασχολεί τον ελληνικό λαό τα τελευταία χρόνια, αφού για πολιτικούς και άλλους λόγους έμεινε στο περιθώριο, παρότι αυτό το κομμάτι του μείζονος Ελληνισμού συνεισέφερε σε διάφορες χρονικές φάσεις στο ελληνικό πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Η διερεύνηση του
ποντιακού ζητήματος σήμερα έχει τρεις συνιστώσες. Η πρώτη αφορά το ζήτημα της αναγνώρισης από τη Βουλή των Ελλήνων με το σχετικό νόμο, της 19ης Μαΐου ως ημέρας μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, που αποτελεί για πολλούς (σωματεία, φορείς, πολίτες, πολιτικούς, επιστήμονες, κ.ά) το μείζον θέμα σχετικά με το Ποντιακό. Η δεύτερη συνιστώσα αφορά τη σημερινή όψη των ποντιόφωνων -κρυπτοχριστιανών στην Τουρκία και ιδιαίτερα στον τόπο διαβίωσής τους στον Πόντο, με δεδομένη τη διασπορά τους στη δυτική Ευρώπη και την Κωνσταντινούπολη και τρίτη συνιστώσα είναι η εγκατάσταση των Ποντίων προσφύγων από την τ. Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα, ζήτημα που κυριάρχησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε πολλούς τομείς της ελληνικής κοινωνικής ζωής.

2.Το ζήτημα της γενοκτονίας και η ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως ημέρας μνήμης
Η γενοκτονία των Ποντίων (1916 - 1923), η οποία έχει διαπιστωμένα πάνω από 353.000 θύματα, αποτελεί μία ακόμη μεγάλη γενοκτονία του 20ου αιώνα μαζί με την Αρμενική και την Εβραϊκή. Η γενοκτονία των Ποντίων έχει τις ίδιες ηθικές αναλογίες με αυτές των Εβραίων και των Αρμενίων, δυστυχώς όμως αποτελεί τη λιγότερο γνωστή και περισσότερο αγνοημένη από σχετικούς με τέτοια θέματα εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς, και μέχρι πρόσφατα την ίδια την ελληνική πολιτεία και την ελληνική κοινωνία. Η ελληνική πολιτεία εβδομήντα χρόνια μετά τη τέλεση του προσχεδιασμένου και οργανωμένου εγκλήματος εναντίον των Ελλήνων του Πόντου, ανέλαβε να συντάξει και να φέρει προς έγκριση το σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή των Ελλήνων, ενώ η ελληνική κοινωνία με πρωταγωνιστές τους ποντιακούς συλλόγους και τα ποντιακής καταγωγής ενεργά της μέλη, κινήθηκε πολλές φορές πιο μπροστά από τους θεσμούς, διευρύνοντας τη σημασία της αναγνώρισης, περιφρουρώντας ταυτόχρονα την ημέρα μνήμης από κινήσεις και ενέργειες αντίθετες προς το γράμμα και το πνεύμα του νόμου και της ιστορικής πραγματικότητας.

Ο όρος γενοκτονία όπως διαμορφώθηκε μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας και πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις. Ο μερικός ή ολικός αφανισμός μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας εμπίπτει, σύμφωνα προς το άρθρο 1 της ειδικής Σύμβασης, την οποία έχει ψηφίσει η Γενικής Συνέλευση του ΟΗΕ το 1948 στο έγκλημα της γενοκτονίας, διακρινόμενο από τα εγκλήματα πολέμου, αφού «δεν παραβιάζει μόνον τους πολεμικούς κανόνες, αλλά το ίδιο αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, εφόσον δεν αναπέμπει σε συγκεκριμένα άτομα ή έθνος, αλλά αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα». [1] Έτσι η γενοκτονία αποτελεί το βαρύτερο έγκλημα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, για το οποίο μάλιστα δεν υπάρχει παραγραφή. Αυτός ο οποίος διαπράττει τη γενοκτονία δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι, στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί.
Ο Ποντιακός Ελληνισμός, από την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (1461) γνώρισε συνεχείς διωγμούς, και προσπάθειες για το βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του - οι σημερινοί ποντιόφωνοι μουσουλμάνοι στην Τουρκία είναι μία συνιστώσα αυτής της πολιτικής- με αποκορύφωμα την προσχεδιασμένη, προγραμματισμένη, συστηματική και μεθοδευμένη γενοκτονία εναντίον των Ελλήνων στις αρχές του 20ου αιώνα. Η απόφαση για την μαζική δολοφονία του Ποντιακού Ελληνισμού λήφθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ την περίοδο 1919 - 1923. Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου εκδηλώθηκαν αρχικώς με τη μορφή σποραδικών κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών, πολύ γρήγορα όμως έγιναν πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν μαζικά πλέον κατά των Ελλήνων του Πόντου.
Το 1919 με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, αρχίζει ο νέος διωγμός κατά των Ελλήνων, πολύ πιο συστηματικός και συνάμα άγριος από τους προηγούμενους. Η 19η Μαΐου 1919 ημερομηνία την αποβίβασης του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, είναι η αρχή για τη δεύτερη και πιο σκληρή φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, η εξάλειψη της Ποντιακής ηγεσίας στην Αμάσεια το 1921, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι μαζικές δολοφονίες, ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους και να μετοικήσουν μετά από εξοντωτικές πορείες, στην Ελλάδα, στη ΕΣΣΔ, το Ιράν, στη Συρία, και αλλού (Αυστραλία, ΗΠΑ) ή ως μέσο αυτοάμυνας να αναληφθεί αντιστασιακή δράση εναντίον του οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης. Έχει γίνει πλέον σήμερα αντιληπτό ότι τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το ποντιακό αντάρτικο. Τον επίλογο της ποντιακής γενοκτονίας αποτελεί ο βίαιος ξεριζωμός των επιζώντων μετά το 1922-1923.
Σ΄ όλο αυτό το χρονικό διάστημα το ζήτημα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου απουσίαζε από τις πολιτικές προτεραιότητες και τη συζήτηση στην ελληνική κοινωνία. Στην ελληνική κοινωνική δομή τις περισσότερες φορές οι Πόντιοι ταυτιζόταν με το χορό και το τραγούδι, ήταν γνωστοί μόνο για τις χορευτικές ή φωνητικές τους ικανότητες, ταυτισμένοι με ένα κομμάτι της μεγάλης παράδοσής τους. Έτσι μέχρι τα μέσα τις δεκαετίας του 1980 όταν μεμονωμένοι ποντιακοί σύλλογοι και Πόντιοι της δεύτερης προσφυγικής γενιάς, ανέδειξαν το ζήτημα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από το νεοτουρκικό και κεμαλικό καθεστώς, το μεγάλο αυτό θέμα παρέμεινε ως ένα άγνωστο πολιτικό ζήτημα με σαφείς προεκτάσεις στις σχέσεις τόσο με την Τουρκία, όσο και με άλλες κράτη και υπερεθνικούς οργανισμούς. Τελικώς, μετά από μία προσπάθεια που κράτησε σχεδόν 10 χρόνια από τη στιγμή που τέθηκε το θέμα στα ελληνικά κόμματα, στον οργανωμένο ποντιακό χώρο και την ελληνική κοινωνία, το ζήτημα της αναγνώρισης, ουσιαστικά γνωστοποίησης της Ποντιακής γενοκτονίας, στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Αυτή η αναγνώριση, παρά την ομολογουμένως πολυετή και αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε ότι αφορά το ηθικό μέρος, δικαιολογημένη λόγω των εξαρτήσεων του ελλαδικού κράτους, δικαίωσε ηθικά και ιστορικά τον Ποντιακό Ελληνισμό και συνέδεσε το σύγχρονο Ελληνισμό με το παρελθόν του μέσω μιας διαδικασίας συλλογικής μνήμης, δηλαδή αλήθειας.
Από την πλευρά της η πολιτεία με το νόμο προώθησε τα σχετικά με την προσφερόμενη τιμή προς τα θύματα της Ποντιακής γενοκτονίας, ενώ σύντομα δέχθηκε και τα αιτήματα των Ποντιακών σωματείων για εισαγωγή της ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού στα ελληνικά σχολεία. Από την άλλη πλευρά βεβαίως η ίδια η ελληνική πολιτεία, η οποία υιοθέτησε για πρώτη φορά έναν νόμο για την αναγνώριση γενοκτονίας εναντίον ενός κομματιού του ελληνικού έθνους, πολλές φορές με ενέργειές της, δεν διαφύλαξε της ημέρας μνήμης και δεν προώθησε τη διεθνοποίηση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, έτσι όπως όριζε ο σχετικός νόμος. Έτσι πολλές φορές η ημέρα τιμής των μαζικά δολοφονημένων Ποντίων περιορίστηκε στο τυπικό του νόμου, στην υλοποίηση της τελετής κάθε 19η Μαΐου στο ηρώο της πόλης- μέχρι σήμερα δεν έχει ανεγερθεί εθνικό μνημείο για την ποντιακή γενοκτονία- ή συρρικνώθηκε εν μέσω άλλων προτεραιοτήτων που αμφισβήτησαν τη διάθεση του πολιτικού κόσμου να υπερασπιστεί τη μνήμη. Σ΄ αυτές τις ενέργειες εντάσσεται και η κωλυσιεργία μη έκδοσης των ντοκουμέντων της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού. 
Παράλληλα η υπόθεση της διεθνοποίηση της γενοκτονίας δεν αποτέλεσε μία υπόθεση του ελληνικού κράτους, δηλαδή της πολιτικής του όπως θα έπρεπε να είναι ακολουθώντας παραδείγματα άλλων κρατικών θεσμών, αλλά μπροστά στην κρατική ολιγωρία έγινε ζήτημα μη κυβερνητικών οργανώσεων, οργανωμένων ποντιακών φορέων και πρωτοβουλίες των ίδιων των Ποντίων, δηλαδή της ελληνικής κοινωνίας.
Μέχρι σήμερα την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου έχει αναγνωρίσει η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακή Δημοκρατίας, θετικά έχει εκφραστεί η πρεσβεία της Αρμενίας στην Αθήνα, ψηφίσματα υιοθέτησης της ημέρας μνήμης έχουν εκδώσει οι πολιτείες της Νέας Υόρκης και της Νέας Υερσέης των ΗΠΑ, ενώ την υπόθεση έχει απασχολήσει, εκδίδοντας σχετικά κείμενα, το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), και τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) μετά από παρεμβάσεις μη κυβερνητικών οργανώσεων. Από την άλλη η ελληνική κοινωνία, σε μεγάλο μέρος της κοινωνία απογόνων προσφύγων, κινήθηκε σε δύο επίπεδα. Πρώτο σ΄ αυτό της επανασύνδεσης με ένα δυναμικό κομμάτι της και δεύτερο σ΄ αυτό της γνωριμίας με μία πτυχή της που χαρακτήρισε και συνεχίζει να χαρακτηρίζει πολλές δομές της. Της γενοκτονίας, δηλαδή μίας οργανωμένης προσπάθειας εξολόθρευσής της που ενώ σημάδεψε πολλά μέλη της, ήταν άγνωστη και τυπικά - θεσμικά μετέωρη σε εθνικό επίπεδο μέχρι πρόσφατα.

3. Συμπερασματικά 
Ο Ποντιακός Ελληνισμός είναι ένα μεγάλο τμήμα του έθνους και δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί από την Πολιτεία και την ελληνική κοινωνία. Η ροή Ποντίων από την τ. Σοβιετική Ένωση προς τον ελλαδικό χώρο και η διόγκωσή της μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990, ανακίνησε και πάλι το ποντιακό ζήτημα σε μία άλλη διάσταση, αυτό της ένταξης μιας μεγάλης ομοεθνούς πληθυσμιακής ομάδας, που σε προηγούμενες περιόδους (1922-1923) αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την αναγέννηση του κράτους. Αυτή η προσφυγική κουλτούρα του Έλληνα αποτέλεσε και το μείζον στην θετική σε γενικές γραμμές αντιμετώπιση της ελληνικής κοινωνίας στους νεοπρόσφυγες Πόντιους, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζεται όμως πως για διάφορους λόγους, οι νέοι Πόντιοι πρόσφυγες θεωρήθηκαν ως εξιλαστήρια θύματα για κάθε τι κακό συνέβη στην ελληνική κοινωνική δομή (εγκληματικότητα, ανεργία, υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, κ.ά).
Από την άλλη ο χειρισμός του ζητήματος των Ποντιόφωνων- κρυπτοχριστιανών απαιτεί πολιτική και σχεδιασμό, που υπερβαίνει δεδομένες διεθνικές καταστάσεις και την κρατούσα αντίληψη, αφού αποτελεί πρώτιστα τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός λαού που σε πολύ δύσκολες συνθήκες -Τουρκικό καθεστώς και ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση- τείνει προς εξαφάνιση.
Τέλος, η διαφύλαξη και η περαιτέρω ανάδειξη και διεθνοποίηση της ημέρας μνήμης της γενοκτονίας, η οποία υπερβαίνει τον Ποντιακό Ελληνισμό και διαπερνά όλη την ελληνική κοινωνία, ενδεικτικά αναφέρουμε το γενικότερο ενδιαφέρον για την ιστορία, τον πολιτισμό των Ποντίων, αποτελεί κυρίαρχο συστατικό στοιχείο των θεσμών και της κοινωνίας που σέβονται την ιστορία και την αλήθεια, δηλαδή τη μνήμη τους.

Θεοφάνης Μαλκίδης 
Λέκτορας Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

1 σχόλιο:

  1. Απόσπασμα από το παραπάνω κείμενο:

    Ο όρος γενοκτονία όπως διαμορφώθηκε μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας και πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις. Ο μερικός ή ολικός αφανισμός μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας εμπίπτει, σύμφωνα προς το άρθρο 1 της ειδικής Σύμβασης, την οποία έχει ψηφίσει η Γενικής Συνέλευση του ΟΗΕ το 1948 στο έγκλημα της γενοκτονίας, διακρινόμενο από τα εγκλήματα πολέμου, αφού «δεν παραβιάζει μόνον τους πολεμικούς κανόνες, αλλά το ίδιο αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, εφόσον δεν αναπέμπει σε συγκεκριμένα άτομα ή έθνος, αλλά αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα». Έτσι η γενοκτονία αποτελεί το βαρύτερο έγκλημα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, για το οποίο μάλιστα δεν υπάρχει παραγραφή. Αυτός ο οποίος διαπράττει τη γενοκτονία δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι.
    -Με Χριστιανό Μακεδόνα πιάνει;-

    ΑπάντησηΔιαγραφή