Η σημειολογία του τίτλου "ο άνθρωπος του τείχους" υποβάλλει την αίσθηση πως το μυθιστόρημα επικεντρώνεται στην αφήγηση που αφορά σε ένα κεντρικό πρόσωπο που ανήκει στο τείχος-με την αίρεση βέβαια πως η γενική είναι κτητική. Υπάρχει μάλιστα και η προσέγγιση πως ο άνθρωπος είναι τείχινος, πέτρινος, όρθιος και μη αλλοιώσιμος ή αλλιώς άφθαρτος, αν η γενική του τείχους εκληφθεί συντακτικά ως γενική της ιδιότητας. Όσον αφορά τώρα στο τείχος, από το ποίημα "τα τείχη" του Καβάφη μέχρι σήμερα οι συνειρμοί
μέσα από τους οποίους προσεγγίζουμε την έννοια του τείχους είναι πολλαπλοί: το τείχος στη λογοτεχνία συμβολοποιεί την απομόνωση, τον παροπλισμό, την απουσία των δικτύων επικοινωνίας, την εσωστρέφεια και την περιχαράκωση.
Μια επαναλαμβανόμενη και ίσως εμβριθέστερη δεύτερη ανάγνωση οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα πως ο συγκεκριμένος τίτλος είναι παρελκυστικός, αφού εμπεριέχει μια γερή δόση ειρωνείας. Το απρόσωπο άτομο που απεικονίζεται με γυρισμένη την πλάτη στο εξώφυλλο αποδεικνύεται μέσα από την ανάγνωση ότι δεν είναι παροπλισμένο, αλλά είναι εξαιρετικά διαπλεκόμενο. Το τείχος είναι επομένως χωροχρονικά προσδιορισμένο: είναι το τείχος του Βερολίνου που χώριζε δύο κόσμους, το ανατολικό μπλοκ και το δυτικό στρατόπεδο και το οποίο κατέρρευσε με πάταγο το 1989 σημασιοδοτώντας το πέρασμα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Με βάση αυτό το δεδομένο μια άλλη σημασία του τείχους μας υποβάλλεται: η διάσταση που θέλει το καταρρέον τείχος ως απαρχή ανατροπών. Από την στιγμή εκείνη ένας διαφορετικός κόσμος επανακαθορίζει τη μοίρα των ανθρώπων. Οι αδύναμοι, οι ανελαστικοί συνθλίβονται. Οι «δυνατοί», βλέπε οι ευέλικτοι, επιβιώνουν. Άρα η σχέση του δρώντος υποκειμένου με το τείχος είναι και αυτή χωροχρονική: ο ήρωας βρισκόταν σε κάποια φάση της ζωής του στη μια και σε κάποια άλλη φάση της ζωής του στην άλλη πλευρά του τείχους του Βερολίνου, τόσο ως υλική υπόσταση όσο και ως πράκτορας ή ως ετεροκαθοριζόμενο υποχείριο δυνάμεων που τον ξεπερνούσαν.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος έχει όλα τα στοιχεία μιας βιωματικής μυθοπλασίας, όσο κι αν αυτά τα δύο μοιάζουν αντιφατικά. Η άρθρωση του μυθιστορήματος διαμορφώνεται σε δύο πεδία, τα οποία εξελίσσονται παράλληλα: ο συγγραφέας χτίζει ένα μυθιστόρημα με μια ουσιαστική αυτοβιογραφική βάση στο μισό ποσοτικά βιβλίο, όπου ο συγγραφέας και ο δημοσιογράφος ταυτίζονται. Πραγματικά το πρώτο υποκείμενο που μετουσιώνει τις προσωπικές του εμπειρίες σε λογοτεχνική γραφή έχει πολλά από τα στοιχεία της προσωπικότητας του συγγραφέα, και συνυπάρχει μαζί του σε ένα παιχνίδι κατασκευής προσωπείων, ερμηνευτικών φωτοσκιάσεων και αποκαλύψεων, γοητευτικό και εν πολλοίς απρόβλεπτο. Η αφήγησή του έχει τα δικά της όρια, αλλά χτίζεται με έναν στιβαρό λόγο που καταλήγει σε προσωπικές αιχμηρές γωνίες.
Αντίθετα στο άλλο μισό βιβλίο διαμορφώνεται μια διχοστασία ανάμεσα στον συγγραφέα παντογνώστη από τη μια, ο οποίος ως εκ της οπτικής του γωνίας γνωρίζει και διηγείται τα της ζωής του Σκώκου και στον δημοσιογράφο από την άλλη, ο οποίος αγωνίζεται να κατακτήσει μέρος της γνώσης αυτής. Γιατί ο συγγραφέας κυριαρχεί στο υπόλοιπο μισό περιγράφοντας όχι μόνο τη δική του βιωμένη εμπειρία σχέσης με τον ισχυρό Γιώργο Σκώκο, αλλά και την εμπειρία που κατέκτησε ερευνώντας ή ακόμα υφιστάμενος τις συνέπειες των αποκαλύψεών του. Αυτή η διαδικασία αποθησαύρισης εκείνης της εμπειρίας θα δώσει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να κατασκευάσει τη δική του ανάγνωση
Η πλοκή είναι πολυσήμαντη: Ένας νέος και πεισματάρης δημοσιογράφος που αποκτά ένα ευκαιριακό όνομα (Παπάζογλου) μετά τα δύο τρίτα του βιβλίου, πέφτει μάλλον τυχαία μετά την κατάρρευση του τείχους και της Ανατολικής Γερμανίας πάνω σε μια δημοσιογραφικά σημαντική πληροφορία που αφορά στην στράτευση στην Στάζι ενός Έλληνα με το ψευδώνυμο Τσίκο. Μέσα από αλλεπάλληλες προσπάθειες για έρευνα στα αρχεία της Στάζι ή για συνεντεύξεις με παλιούς πράκτορες που διαπραγματεύονται την προσαρμογή τους στο νέο καθεστώς, την αυτο-ακύρωσή τους ή τον ευνουχισμό τους μαθαίνει –όχι χωρίς προσωπικό κίνδυνο- πως πρόκειται για τον Υπουργό Επικρατείας της ελληνικής κυβέρνησης Γεώργιο Σκώκο. Είναι εύλογο πως ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στην περίπτωση αυτή ψευδώνυμο, η διαχείριση όμως της πλοκής προσφέρει στον επαρκή γνώστη της ελληνικής πολιτικής επικαιρότητας εύληπτες αναλογίες καταστάσεων με το φυσικό πρόσωπο που κρύβεται πίσω από το προσωπείο Σκώκος. Πρόκειται για πρόσωπο με συγκεκριμένη επιχειρηματική, συνωμοτική και πολιτική διαδρομή, το οποίο παρουσιάζεται μέσα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα. Είναι ο ήρωας που εμφανίζεται πλασμένος νικητής. Μια νίκη τσαλακωμένη όμως η οποία είναι προϊόν συναλλαγών, ενδοτικών συμπεριφορών, ξεπουλήματος ιδεών και απαλλοτρίωσης προτύπων μιας άλλης εποχής.
. Οι δρόμοι των δύο υποκειμένων δεν συναντώνται : οι κόσμοι τους είναι και παραμένουν διακριτοί. Παρόλα αυτά η απειλή μιας επικείμενης εξόντωσης του αντιπάλου καραδοκεί και μετουσιώνεται σε στόχο που ενεργοποιεί την πλοκή του έργου. Μόνο που η εξόντωση αυτή του ασθενέστερου από τον ισχυρότερο δεν υλοποιείται στην πράξη αλλά παραμένει στο στάδιο της απόπειρας. Όπως άλλωστε και η κάθαρση ως κοινωνική επιταγή δεν δικαιώνεται ποτέ: ο κακός θα ζήσει και θα βασιλεύει στο διηνεκές, ανατρέποντας τους κανόνες της αρχαίας τραγωδίας, κάτι που συμβαίνει πάντα στον κόσμο μας. Η αιτία για αυτή την ανατροπή θα αποδοθεί βέβαια στις μυστικές δυνάμεις των διεθνών συνωμοτικών κέντρων. Και θα είναι απόλυτα πειστική.
Ο αφηγηματικός λόγος του συγγραφέα επικεντρώνεται αρχικά στη σχέση του Γ. Σκώκου με τον πατέρα του, που υπήρξε γιατρός και σύμβολο του εμφυλίου, εξελίχτηκε σε ακαδημαϊκό διεθνούς εμβέλειας στο Ανατολικό Βερολίνο και δεν πρόδωσε την ιδεολογία του. Στη συνέχεια παρακολουθεί τη συγκρότηση της προσωπικότητας του Γ. Σκώκου ή καλύτερα του γιου του γιατρού ήρωα, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την ένταξη του πατέρα του στην ανατολικογερμανική ιντελεγκένσια, έκανε προνομιακές σπουδές στη Μόσχα και στο Βερολίνο και στρατεύτηκε στην Στάζι, την ανατολικο-γερμανική υπηρεσία πληροφοριών. Η στράτευση αυτή, την οποία αγνοούσε παντελώς το ελληνικό πολιτικό σύστημα, επέτρεψε στον άνθρωπο του τείχους να υπερφαλαγγίσει όχι μόνο το τείχος του Βερολίνου αλλά και την απομόνωση που το καθεστώς προϋπέθετε.
Έτσι οι τύχες του ανθρώπου του τείχους μεταβάλλονται, όπως διαπιστώνει ο φιλέρευνος δημοσιογράφος. Ο Γ.Σκώκος διαχειριζόμενος ανατολικογερμανικά κεφάλαια κατακτά τις αγορές της νέας τεχνολογίας ιδρύοντας αρχικά στην Κύπρο offshore εταιρίες που προσφέρουν σε αυτόν τεράστια κέρδη και στην Ανατολική Γερμανία δυνατότητες αντιγραφής της νέας τεχνολογίας της Δύσης. Η επιχειρηματική διόγκωση συνοδεύεται και από δημιουργία προϋποθέσεων πολιτικής επικράτησης στην ελληνική σκηνή. Μιας επικράτησης η οποία όχι μόνο δεν θα ανατραπεί με την κατάρρευση της ανατολικής Γερμανίας αλλά θα τον οδηγήσει στην πρωθυπουργία. Πίσω όμως από την απαστράπτουσα πολιτική προθήκη θα ελλοχεύει μια άλλη πραγματικότητα: ο Σκώκος εξαγοράζει την πολιτική του διαδρομή από την CIA, από την οποία και ελέγχεται ως επιχειρηματίας και ως πολιτικό,ς υπηρετώντας το δικό της παιχνίδι διείσδυσης στα Βαλκάνια. Σε αυτό το διάστημα γνωρίζει την ασφάλεια ενός μονοσήμαντου αληθινού όμως έρωτα, τον χάνει και βαφτίζει έρωτα την πρόκληση της κατάκτησης ενός γυναικείου προσώπου-ύαινας που εμπλέκεται στις επιχειρήσεις του και προσδίδει σε αυτές το στίγμα της νέας εποχής. Πρόκειται για ένα ακόμα από τα εύκολα αναγνωρίσιμα γυναικεία πρόσωπα με πολιτική παρουσία στο σημερινό πολιτικό σύστημα. Τέλος ο Σκώκος ή η CIA ή οι δυνάμεις που δεν έχουν πρόσωπο θα επιχειρήσουν να βγάλουν από τη μέση τον δημοσιογράφο-συγγραφέα, αφού προηγουμένως υπαγόρευσαν πρώτα την απόλυσή του και έπειτα την φίμωσή του μέσα από την πρόσληψη σε ισχυρό δημοσιογραφικό οργανισμό. Η αποτυχία της τελικής του εξόντωσης μας επιτρέπει σήμερα να διαλεγόμαστε για το βιβλίο: ο δημοσιογράφος γίνεται συγγραφέας επιλέγοντας τη λογοτεχνία που χρησιμοποιεί προσωπεία αντί για την έντυπη ή την ηλεκτρονική πληροφόρηση που επισείει κινδύνους βιολογικής εξόντωσης ή ποινικής δίωξης.
Μέσα από τις επιλογές αυτές η αισθητική-λογοτεχνική πρόθεση μοιάζει να ενυπάρχει μόνο ως διαδικασία φυγής, ως μια εναλλακτική επιλογή αντί της σιωπής, στους μίζερους καιρούς της απαλλοτρίωσης των ιδανικών, του θανάτου των αγαλμάτων, σε μια εποχή που οι ήρωες, όπως λέει ο Σεφέρης περπατούν στα σκοτεινά. Και είναι αυτή ακριβώς η διάσταση που μας κάνει να αποτιμούμε το κείμενο με κριτήριο τον διττό του στόχο: το πολιτικό του μήνυμα από τη μια και το αισθητικό-λογοτεχνικό του αποτέλεσμα από την άλλη.
Σε ότι αφορά στο αισθητικό-λογοτεχνικό αποτέλεσμα οι αρετές του κειμένου είναι ουσιαστικές: ο λόγος, διαλογικός και αφηγηματικός ρέει αβίαστος, η χρήση των παραπομπών προσδίδει στο κείμενο μια επιστημονική σοβαρότητα και τεκμηρίωση, ο ερωτισμός ως αυτοπραγμάτωση διηθίζεται μέσα από την σύγκρουση των προτύπων του παραδοσιακού πολιτισμού (οι αξίες της μητέρας versus οι ανάγκες της Μαρίας), η θυμοσοφική ανάλυση του συγγραφέα καταλήγει έλλογα στον στόχο και η πλοκή υπηρετείται από την άρθρωση του λόγου.
Τέλος το πολιτικό μήνυμα του μυθιστορήματος είναι σημαντικό και αποδίδεται μετά από μια ενδελεχή δημοσιογραφική έρευνα. Μια έρευνα που σέβεται τους κανόνες της δεοντολογίας, πορεύεται ορθόδοξα ή ανορθόδοξα, χρησιμοποιεί την έμπνευση ή το ένστικτο και υποτάσσει τον φόβο στην βαρύνουσα σημασία της αποκάλυψης. Πρόκειται για την βεβαιότητα πως ο άνθρωπος του τείχους μεταμορφώνεται σαν τον μυθικό Πρωτέα κινούμενος πέρα από τα όρια της δικής μας αντίληψης, με κίνητρα που δεν μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε με έλλογα εργαλεία.
Κι αυτό γιατί στο πολωμένο σύμπαν του παρελθόντος στο οποίο η προβληματική πολιτική κατευθυνόταν από πρόσωπα που εμφορούνταν από ένα ορισμένο κοσμοείδωλο η ανάγνωση της πορείας της ζωής των ανθρώπων ήταν εύκολη. Δίπολα όπως αυτά του κομμουνισμού και του αντικομουνισμού προσδιόριζαν την ιδεολογική τους συγκρότηση από την οποία απέρρεαν τα κίνητρα της δράσης. Ο πολιτικός προβληματισμός εναρμονιζόταν με τις ιδεολογικές επιλογές. Και η πορεία ζωής είχε μια συνέπεια. Σε αυτό το παράδειγμα ζωής εντάσσουμε τον πατέρα του ήρωα. Η ιδεολογική του συνέπεια, η συμβολοποίησή του από τον πολιτικό του χώρο, αλλά και από την Ανατολική Γερμανία ως χώρα-μήτρα του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν η φυσιολογική συνέπεια ενός διπολικού ερμηνεύσιμου σύμπαντος.
Αντίθετα ο άνθρωπος του τείχους ανήκει σε μια εποχή μη προσώπων, στην οποία κυριαρχούν μαζικές δυνάμεις που δρουν συνωμοτικά. Μέσα σε αυτό το νεωτερικό οικοδόμημα της παγκοσμιοποίησης το άτομο, ως μη υποκείμενο, εκπαιδεύεται για να επιβιώνει. Τα παλιά σύμβολα επενδυμένα με την ξεχωριστή συναισθηματική τους αξία σαβανώνονται με τέχνη και τοποθετούνται στις προθήκες των μουσείων. Οι δύο κόσμοι της παραδοσιακής πόλωσης μετασχηματίζονται σε έναν που είναι κυρίαρχος. Μέσα σε αυτόν υπάρχει ένα δίκτυο ή ένα δίχτυ κατ επίφαση εξουσιών (πολιτικών, κοινωνικών) κατ ανάθεση λειτουργιών, όπως τα πολιτικά αξιώματα. Ο οφφικιάλιος του νέου κόσμου είναι ο υπηρέτης των φυλάκων του δικτύου και επιτελεί κινήσεις προδιαγεγραμμένες, κάτι που συνιστά και το τίμημα της πολιτικής του επικράτησης. Κάθε φορά που συλλαμβάνεται από τις αόρατες συνωμοτικές δυνάμεις που τον κατευθύνουν να ξεπερνά τα προκαθορισμένα, η ευφυΐα της απόδρασης και οι ελιγμοί για τον όποιο επανακαθορισμό της όποιας συγκυριακής σύγκλησης επιστρατεύονται ως διαδικασίες ενός παιχνιδιού που οι στόχοι του υπαγορεύονται από την ανάγκη της επιβίωσης. Στο τέλος καταλήγει να εξιδανικεύει το παιχνίδι της επιβίωσης προσλαμβάνοντας το ως άσκηση μυαλού. Μέσα από την πολιτική και κοινωνική του επικράτηση ο άνθρωπος του τείχους αναδεικνύεται σε τραγικό πρόσωπο. Τραγικό γιατί υποτάσσει τα πάντα στην σκακιέρα της επικυριαρχίας: τον αυτοσεβασμό του, τον πατέρα –σύμβολο, την στράτευσή του, τον έρωτα που τον εσωτερικεύει ως πρόκληση για επίδειξη ανωτερότητας, καταλύοντας ότι υγιές είχε νιώσει
Στον αντίποδά του κινείται ο δημοσιογράφος. Η δράση του σε ένα άρρωστο πολιτικό σκηνικό εκλαμβάνεται ως ανησυχητικά ενοχλητική. Κι όμως η συμπεριφορά του απηχεί την υγιή αντίληψη του μέσου ανθρώπου που ερωτεύεται σε ένα παιχνίδι αισθήσεων και αυτοπραγμάτωσης, χωρίζει κυνηγώντας τους δικούς του δαίμονες, λειτουργεί ως πρόσωπο με φοβίες, φόβους και αδυναμίες. Η καταδίκη του πολιτικού συστήματος είναι η υγιής του άμυνα. Η έκρηξη και ο θυμός του σημασιοδοτούν τη διάσταση ενός κόσμου προσώπων. Η πάλη των δύο κόσμων, εκείνου των ανθρώπων του τείχους και των αληθινών ανθρώπων θα κρίνει το μέλλον του σύμπαντος. Η δική μας συμβολή μπορεί να είναι θετική προς την σωστή μεριά. Και είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους πρέπει να διαβάσουμε το μυθιστόρημα του Μπαξεβάνη.
Θα άξιζε ίσως στο τέλος να αναζητήσουμε τη σχέση ανάμεσα στα δύο επίπεδα που αλληλεπιδρούν: σε αυτό της μυθοπλασίας και σε αυτό της προσλαμβανόμενης από εμάς πραγματικότητας: της πολιτικής, της κοινωνικής, της ιστορικά σημαντικής. Μια τέτοια αναζήτηση όμως θα κατέστρεφε την ουσία του έργου: ο συγγραφέας περνά από το ένα επίπεδο στο άλλο με εκπληκτική ταχύτητα καθώς στήνει την σκηνοθεσία του και διαμορφώνει τα προσωπεία του. Άμυνα, περίσκεψη ή υπέρβαση του ρεαλιστικού; Ο Μπαξεβάνης έχει κάθε δικαίωμα να στήνει το τοπίο του μυθιστορήματός του κατασκευάζοντας με ρεαλιστικά υπαρκτά υλικά τα πρόσωπά του, αφήνοντας υπαινιγμούς για την σχέση τους με την επικαιρότητα, επιτρέποντάς μας να κοιτάμε πίσω από τις μάσκες τα πραγματικά πρόσωπα. Η απόλαυση βρίσκεται στην ίδια την αναζήτηση. Που κατά την γνώμη μου είναι από μόνη της γοητευτική.
Τέλος και όσον αφορά στην προσωπική μου απόπειρα ανάγνωσης καταλήγω στο συμπέρασμα πως η ανάγνωση του κειμένου που προτείνεται στο οπισθόφυλλο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί είτε παρελκυστική είτε εμπεριέχουσες ισχυρή δόση σάτιρας Στην ουσία μέσα από την προτεινόμενη ανάγνωση που υποβάλλεται με την παρουσίαση/περίληψη στο οπισθόφυλλο, μας υποβάλλεται η αίσθηση πως ένας κόσμος πρακτόρων και μια λανθάνουσα αίσθηση συνωμοτικών δράσεων ως συνεπειών της κατάρρευσης του τείχους αποτελούν το επίκεντρο του μυθιστορήματος. Μέσα σε αυτόν όμως τον πολυπρόσωπο και ευρηματικό καμβά ο φακός εστιάζει κυρίως στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα και αυτή είναι που κυρίως ενδιαφέρει τον συγγραφέα. Επομένως, αν και το μυθιστόρημα προβάλλεται ως περιπέτεια, διαπιστώνεται και από τον ελάχιστα υποψιασμένο αναγνώστη πως ο χαρακτήρας του είναι βαθύτατα πολιτικός.
Σοφία Ηλιάδου-Τάχου
Αν. Καθηγήτρια
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Πώπω διαπλοκή από πράκτορας της Στάζι, πράκτορας της Σια ή ..ουφιάνος..πόσους τέτοιους έχουμε άραγε γύρω μας στην πόλη μας το πρακτοριλίκι πάει άραγε σύννεφο ή είναι Αγία η πόλη του Καντιώτη..
ΑπάντησηΔιαγραφή